Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

ΕΙΡΗΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ | Ποίημα για τη γιορτή του πατέρα

                         

 

Όσο μιλάμε σε κοιτάζω. Με απόγνωση. 'Όπως κοιτά κανείς τριγύρω του στην έρημο όταν χάνεται, και μοιάζει με αυταπάτη τόσο κίτρινο. Η Θεία Χάρη επί γης, - ανώφελη και άγονη. Με μάτια καθαρά κι αθώα, προτού βουτήξω σαν παιδί μες΄ στο γλυκό το δάχτυλο.

Κι εσύ, πάνω σε πλουμιστά κεντίδια και χαλιά, όλα βαμμένα με τα χρώματα του φθινοπώρου, με μετράς. Και σημειώνεις κάθε πόντο της ορφάνιας μου, κάθε ανυπακοή μου μάταιη. Πιο όμορφη από όλες, ίσως γιατί έξω καίγεται η Πόλη σου στο δειλινό. Πάντα εντός του υδάτινου σαρκίου σου, χωρίς την έπαρση της προτομής.

 

Όμως για κοίτα ωραία που ανθίζουν οι πληγές στο στέρνο, τις νύχτες του Σεπτέμβρη.

''Είναι τόσο γαλάζιος ο Δούναβης κι από ψηλά;'' θέλω να σε ρωτήσω πατέρα.

 

Ειρήνη Ιωαννίδου

 

Δημοσιευμένο στην ανθολογία ‘’Ο πατέρας έφυγε’’ του περιοδικού Intellectum, (τεύχος 16 Νοέμβριος 2021).


Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ - Ο ΞΕΝΟΣ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

 



22 Δεκεμβρίου 1976.
Σε ένα ορεινό χωριό της Λάκκας Σουλίου.

Το τραπέζι είχε ήδη στολιστεί με τα κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου, μέσα στο γυάλινο βάζο δώρο της θείας Καλλιόπης από το παζάρι το περσινό Πάσχα, για τη γιορτή της Λαμπρινής. Ένα χρωματιστό πλισέ τραπεζομάντηλο για ειδικές περιστάσεις είχε πάνω του τα καλά σερβίτσια, γεμάτα με καλούδια που τόνιζαν τη σπουδαιότητα της στιγμής: κουλουράκια με σουσάμι, ηπειρώτικες πίτες, ζεστός τραχανάς και τυριά, ψητό αρνί και φυσικά την κανάτα με το κρασί. Στο παλιό πέτρινο σπίτι επικρατούσε αναβρασμός· ο Βασίλης παρακολουθούσε με απορία και του φαινόταν αλλόκοτη και ασυνήθιστη αυτή η αναστάτωση. Μα κι αυτός ένιωθε μια παράξενη αίσθηση, μια γλυκιά προσμονή. Προσμονή για τον πατέρα του, τον Κωνσταντή, που γύριζε από τη Γερμανία, όντας μετανάστης, έπειτα από εφτά χρόνια. Τους έβλεπε όλους να τρέχουν, να ετοιμάζουν, να αδημονούν με σφιγμένα χαμόγελα, κι είχε παρασυρθεί κι αυτός σε τούτη την τρέλα της αναμονής.

Η μάνα του, η Λαμπρινή, φορώντας το καλό, σκούρο καφέ κυριακάτικο φόρεμά της, κανόνιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες του τραπεζιού. Η θεία Καλλιόπη, αδερφή του πατέρα του, πήγαινε μια από δω και μια από κει, σέρνοντας τα στρουμπουλά πόδια της. Η αδερφή του, η Δημητρούλα, πέντε χρόνια μεγαλύτερη ο Βασίλης ήταν δεκατεσσάρων έμοιαζε με ουρά της Λαμπρινής, μιας κι ήταν διαρκώς πίσω της, έτοιμη να βοηθήσει σε ό,τι της ζητηθεί. Στην αυλή με τα δύο ξύλινα παγκάκια και τις δανεικές καρέκλες από τη γειτονιά, λόγω της ημέρας, συνωστίζονταν κι άλλοι πιο μακρινοί συγγενείς, θείοι και ξαδέρφια. Η μόνη που έδειχνε αγέρωχη, χωρίς να καταπιάνεται με κάτι, ήταν η γιαγιά του η Βάγια, μάνα του Κωνσταντή, καθισμένη στην παλιά αρχοντική πολυθρόνα, μες στα μαύρα της ρούχα. Η μόνη κίνηση που έκανε κάθε τόσο, ήταν να σηκώνει ελαφρά το σάλι της και να ισιώνει το μαντήλι της, φανερώνοντας κι εκείνη λίγη από την ταραχή της. Δίπλα της, στο τραπεζάκι με το πλεκτό, ήταν ακουμπισμένο το κασετόφωνο που δεν είχε σταματήσει απ’ το πρωί να κελαηδά. Τώρα ακούγονταν τα λόγια ενός δημοτικού τραγουδιού: «Σου στέλνω μήλο, σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, μωρέ ξένε μου.»

Φτάνοντας ο Κωνσταντής, αφού χαιρέτησε στην αυλή έναν έναν όλο το συγγενολόι, μπήκε στο σπίτι και πήγε κατά σειρά πρώτα στη μάνα και την αδερφή του κι έπειτα στη γυναίκα και την κόρη του, αγκαλιάζοντας και φιλώντας την καθεμιά τους. Τέλος, το βλέμμα του πήγε στον Βασίλη, που είχε να τον δει από όταν ήταν εφτά χρονών. «Έλα εδώ ρε κερατά» του λέει, «μεγάλωσες», και του δίνει ένα μπάτσο στο σαγόνι. Ο Βασίλης κοίταζε αμήχανος και κάπως φοβισμένος αυτόν τον αγριάνθρωπο που εισέβαλε σπίτι του και που έλεγαν ότι είναι ο πατέρας του. Μα αυτός δεν ένιωθε τίποτα, καμιά έλξη για τον «ξένο» με τα τραχιά χαρακτηριστικά, τους γκρίζους κροτάφους και το κάπως ατημέλητο ντύσιμο. Έφτασε στο σημείο να ρωτήσει τη Λαμπρινή: «Μάνα, αυτός είναι δικός μας;» Κι εκείνη, βάζοντας το χέρι της στο στόμα, δείχνοντάς του να σωπάσει, τον μάλωσε χαμηλόφωνα: «Σσσ... τι λες, μωρέ φιδοδαγκαμένε; Πάψε μη σ’ ακούσει ο πατέρας σου κι έχουμε μπλεξίματα.»

Ο Βασίλης, από μικρός, ήταν εσωστρεφής, συνεσταλμένος, και τώρα στην εφηβεία ήταν οξύθυμος, έτοιμος για καβγά χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Περνώντας οι μέρες στο σπίτι, και με το «νέο» μέλος σε ρόλο επιθεωρητή, κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό του, γινόταν απόμακρος, απαντούσε μονολεκτικά και έλειπε πολύ συχνά από το σπίτι. Σε μία από τις λίγες κουβέντες που είχαν με τη μάνα και την αδερφή του, προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι ο πατέρας τούς αγαπάει και πως ό,τι έκανε τόσο καιρό στην ξενιτιά, το έκανε γι’ αυτούς, για να μην τους λείψει τίποτα. Όμως ο Βασίλης αδυνατούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να τους αγαπάει από μακριά για εφτά ολόκληρα χρόνια. Και πώς ήταν δυνατόν να λείπει απ’ το μεγάλωμα του γιου του, στην πιο τρυφερή του ηλικία. Είχε πιάσει πολλές φορές τον εαυτό του να ζηλεύει τους συμμαθητές του: όταν οι πατεράδες τους έρχονταν να πάρουν τους βαθμούς απ’ το σχολείο ή όταν στις παρέες τα άλλα παιδιά διηγούνταν ιστορίες με τον πατέρα τους, αυτός δεν είχε τίποτα να μοιραστεί κι η ζήλια φώλιαζε στην παιδική ψυχή του.

Ένα μεσημέρι, κι ενώ ο Βασίλης τριγυρνούσε στους δρόμους, έπεσε πάνω στον Κωνσταντή, που έβγαινε απ’ το καφενείο πιωμένος και τσαντισμένος, επειδή έχασε στα χαρτιά. «Πού γυρνάς, ρε κερατά;» του πέταξε θυμωμένα ο Κωνσταντής. «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» του απαντά ο μικρός. Ο πατέρας του σηκώνει το χέρι: «Να σ’ αστράψω ένα», και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ο Βασίλης είχε γυρίσει την πλάτη κι απομακρυνόταν, φτύνοντας μια βρισιά μέσα απ’ τα δόντια του. Λίγη ώρα αργότερα, καθώς πήγαινε προς το ερημικό παλιό γεφύρι για να ηρεμήσει κάπως τα τσακισμένα του νεύρα, είδε πολύ κόσμο να τρέχει ανήσυχος. Ανάμεσά τους και η αδερφή του, η Δημητρούλα, η οποία τον ενημέρωσε πως ο πατέρας τους έπεσε στη μικρή χαράδρα, λίγο πάνω από το σπίτι, και είναι ήδη στο ασθενοφόρο καθ’ οδόν για την πόλη.

Ο Βασίλης ταράχτηκε και, χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε πρώτος να βρει αυτοκίνητο που θα τους πήγαινε στην πόλη. Στον δρόμο ήταν τρομοκρατημένος, μα και αποφασισμένος να βοηθήσει τον πατέρα του. Ακόμα κι η Λαμπρινή με την Δημητρούλα είχαν εκπλαγεί μ’ αυτή την ξαφνική αλλαγή του. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία του, ούτε να κατανοήσει τι ακριβώς του συμβαίνει. Όταν επιτέλους, μετά από αρκετή ώρα που του φάνηκε αιώνας έφτασαν στο νοσοκομείο, άρχισε να ρωτάει πού έχουν τον πατέρα τους. «Ρουγκάνας!» φώναζε, σχεδόν κραύγαζε, ο Βασίλης. «Κωνσταντής Ρουγκάνας!» Ανάμεσα στους υγειονομικούς που τον κοίταζαν εμβρόντητοι, πρόσεξε έναν ψηλό, εύσωμο, με αραιή κόμη, που στον λαιμό του, πάνω απ’ την πράσινη ρόμπα, είχε περασμένα τα ακουστικά, και αριστερά, στο μέρος της καρδιάς, ένα ταμπελάκι που έγραφε το όνομά του. Πριν προλάβει να πάει προς τον γιατρό, τον είδε να κάνει ένα νεύμα προς τον νεαρό, μικροκαμωμένο τραυματιοφορέα. Ο τελευταίος, απ’ ό,τι φάνηκε, ήταν ο οδηγός του ασθενοφόρου και είχε δει την ακατανόητη, απ’ το μεθύσι, συμπεριφορά του Κωνσταντή. «Είναι εκείνος ο τρελός που...» και σταμάτησε, βλέποντας τον Βασίλη να ορμά, οργισμένος, με τεντωμένες τις φλέβες του έτοιμες να εκραγούν, και να τον ακούει με στεντόρεια φωνή:

«Δεν είναι τρελός. Είναι ο πατέρας μου!!!»


Κωνσταντίνος Κουρτέσης

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

ΕΛΕΝΗ ΗΛΙΑΔΟΥ ΚΑΠΩΝΗ - Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑΣ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

 


                                      

Το μακρινό 1924, έναν Μάη μήνα, σ’ έναν μαχαλά της Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε ένα αγοράκι. Ήταν ξανθό και ροδαλό με γαλανά μάτια κι όμορφο! Τόσο όμορφο που όλοι έλεγαν πως έμοιαζε με άγγελο. Αυτό το μωρό ήταν ο πατέρας μου.

Δύσκολα τα χρόνια που ήρθε στον κόσμο τούτο. Οι πιέσεις των Τούρκων στην Ελληνική μειονότητα, ανάγκασε την οικογένεια να φύγει από την Πόλη. Έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, στον Λαγκαδά συγκεκριμένα, όπου και εγκαταστάθηκαν και έφτιαξαν ζωή απ’ την αρχή!

Εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου, εκεί έμαθε γράμματα, εκεί γνώρισε τον έρωτα στα μάτια της μάνας μου, εκεί γεννήθηκα εγώ και ο αδελφός μου, εκεί, ένα Μεγάλο Σάββατο, στα 33 χρόνια του, κόπηκε και το νήμα της ζωής του. «Στα χρόνια του Χριστού, παιδάκι μου», έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου ανάμεσα στ’ αναφιλητά της.

Αλλά οι άγγελοι δεν μπορούν να μένουν για πολύ στη γη, έτσι δεν είναι; Δεν είναι σωστό. Έρχονται για λίγο, μόνο και μόνο για να δείξουν στους ανθρώπους πόσο όμορφος μπορεί να γίνει ο κόσμος και μετά γυρίζουν εκεί που ανήκουν. Στο σύμπαν! Έτσι, λοιπόν, και ο δικός μου άγγελος, γύρισε πίσω, εκεί που ανήκε, στο φως!

Την απουσία του δεν την ένοιωσα έντονα τότε. Ήμουνα μικρό παιδί, δεν είχα κλείσει καν τα έξι, ο αδελφός μου ήταν μωρό… Θυμάμαι τον κόσμο που ήρθε να τον αποχαιρετίσει. Ήταν τόσοι που δεν χώραγαν στο σπίτι μας, ούτε στην αυλή μας, ούτε καν στον δρόμο! Κοίταζα σαστισμένη, χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς κάνανε όλοι εκείνοι οι άνθρωποι και γιατί κλαίγανε και αγκάλιαζαν τη μαμά μου… Η αγάπη των ανθρώπων με ξάφνιαζε.

Μετά, όταν όλα τέλειωσαν, η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου και τ’ αδέλφια της, δεν μας άφησαν μόνους. Στάθηκαν δίπλα μας και μας έδωσαν πολλή αγάπη. Μετακομίσαμε στο πατρικό της μαμάς μου, ήμασταν δεμένη οικογένεια.

Την έλλειψή του την ένιωσα όταν μεγάλωσα και άρχισα να ψάχνω τους δρόμους που ήθελα ν’ ακολουθήσω, και που για κάποιο λόγο δεν έμοιαζαν με αυτούς που μου έδειχναν οι άλλοι γύρω μου. Πολλά απ’ αυτά που θεωρούσα δεδομένα μέχρι τότε, διαφοροποιήθηκαν και η ανάγκη να ανακαλύψω τι αίμα κυλάει στις δικές μου φλέβες, έγινε επιτακτική!

Ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής μου εκείνη… Ήμουν παντρεμένη μ’ έναν σπουδαίο άντρα, είχα δυο υπέροχες κόρες, κανονικά έπρεπε να ήμουν ευτυχισμένη! Αλλά δεν ήμουν. Έπρεπε να ψάξω να βρω τα κομμάτια που μου έλλειπαν για να νιώσω καλά, για να νιώσω ολόκληρη και να μπορέσω να τοποθετήσω κάπου την ύπαρξή μου. Έλλειπαν τα κομμάτια που αφορούσαν τον πατέρα μου. Αυτά έψαχνα να βρω και ένιωθα θυμό, που έφυγε νωρίς και με άφησε μόνη, και που δεν μπορούσα να του το πω, θαρρείς μπορούσε ο ίδιος να κάνει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό που ήταν γραμμένο για κείνον, όπως είναι για τον καθένα μας…

Άρχισα τότε να διαλογίζομαι με τον εσωτερικό μου κόσμο, άρχισα να κάνω το ταξίδι εντός μου και ηρέμησα, γιατί ήξερα πως θα τον συναντήσω… Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να εκπαιδεύσω την ψυχή μου, να μάθει ν’ αναγνωρίζει τα σημάδια, γιατί ήξερα ότι ήταν εκεί που μόνο εγώ μπορούσα να τον νιώσω, εκεί που η μνήμη μου δεν είχε εικόνα, αλλά ήταν η ροή του αίματος στις φλέβες μου, που οδηγούσε την αναζήτησή μου και οι ανάσες μέσα μου! Εκεί, που όλα υπάρχουν, αν θέλεις να υπάρχουν!

Και αφέθηκα στις αισθήσεις κι όχι στη λογική κι άρχισα να νιώθω την ύπαρξή του παντού! Γιατί ο πατέρας μου ήταν άγγελος και εγώ το είχα ξεχάσει… Κι άρχισα να τον νιώθω στη βροχή, που έπεφτε στο πρόσωπό μου και στον ήλιο που μ’ έλουζε με φως. Στους ήχους και στις μουσικές που γαλήνευαν την ψυχή μου, στα βλέμματα των αγνών ανθρώπων και στις αγκαλιές αυτών που αγαπούν αληθινά. Στις μυρωδιές των λουλουδιών και στα τιτιβίσματα των πουλιών. Εκεί που όλα είναι όμορφα, όπως μια Ανατολή ή μια Δύση του ήλιου! Και θυμήθηκα, πως κάθε φορά που σκόνταφτα, ένα χέρι ερχόταν πάντα να με βοηθήσει να σηκωθώ, όταν έκανα ένα λάθος, κάποιος μου έδειχνε το σωστό μ’ έναν τρόπο μαγικό, κι όταν έκλαιγα, βρίσκονταν πάντα μια αγκαλιά για να χωθώ!

Μπαμπά μου, Άγγελέ μου, τώρα πια γνωρίζω πως είσαι εσύ!

Σ’ αγαπώ!

 

Ελένη Ηλιάδου Καπώνη

Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Βίκυ Σγουρέλλη - Η ήσυχη σκιά μου | Ποίημα για τη γιορτή του πατέρα

 



Δεν ήσουν φως.

Δεν ήσουν ήχος.

 

Ήσουν.

Είσαι.

Θα είσαι.

 

Στο αίμα μου.

Στη στροφή.

Στη σιωπή που δεν έκανε ερώτηση.

 

Μεγάλωσα.

Χωρίς πυξίδα.

Με ρίζα.

 

Δεν είπες τίποτα.

Κι όμως,

γύρναγες.

 

Κάθε φορά

που κάτι με λύγιζε.

Γύρναγες

από θάλασσες μακρινές.

 

Κι εγώ,

που δεν ήξερα,

έγινα…

 

ό,τι φοβήθηκες.

ό,τι φύλαξες.

ό,τι δεν κράτησες για σένα,

 

μπαμπά μου.

 

Βίκυ Σγουρέλλη


Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

Ρούλα Ν. - Γράμμα στον Πατέρα μου | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα


Σε παρακαλώ να έρχεσαι στο όνειρό μου, Πατέρα.

Αυτή τη ζεστασιά στην παλάμη μου εσύ, μπαμπά, για άλλη μια σπάνια φορά μου χάρισες όταν ήρθες στο όνειρό μου πριν λίγες μέρες. Τότε σου είπα: «Τι όμορφα να είσαι εδώ μαζί μου!» Το ξέρεις πως σε χρειάζομαι αυτόν τον καιρό που περνάω δύσκολα με την υγεία μου και ήρθες, χωρίς καν να στο ζητήσω...

Όταν ήσουν εδώ, στο πατρικό μας σπίτι, μαζί μας, πατέρα, δεν σου είχα πει ποτέ πόσα προβλήματα υγείας με παιδεύανε από κοπέλα νεαρή, γιατί δεν ήθελα να σε βαραίνω. Πάντα αγχωνόσουν με τις δυσκολίες μας ‒ κυρίως τα επαγγελματικά, τις σπουδές μας, την υγεία μας. Ήθελες όλα να είναι βολικά, δίκαια, να είμαστε προστατευμένες από ό,τι θεωρούσες κίνδυνο (είτε πραγματικούς κινδύνους είτε εκείνους τους φαντασιακούς που μεγέθυνες στον νου σου)...

Τώρα πια δεν σου ρίχνω άδικο. Έγινα κι εγώ μητέρα. Μου χάρισε ο Θεός δύο αγγέλους και αγωνιώ συνέχεια να είναι και τα δικά μου παιδιά ασφαλή. Όμως πιο μεγάλη είναι η αγωνία μου να είναι χαρούμενα, να γελάνε!

Ξέρω πια πως οι φόβοι σου, οι φωνές σου κι οι εκρήξεις σου είχαν στο βάθος τη μεγάλη σου αγωνία θανάτου. Έχασες τον δικό σου πατέρα όταν ήσουν ένα ευάλωτο αγόρι, δεκατριών ετών. Δεν έμαθες ποτέ από τι χάθηκε. Δεν τον κλάψατε ποτέ με την αγαπημένη μου γιαγιά και μητέρα σου. Τον χάσατε στην Κατοχή, όπως και τα άλλα επτά αδέλφια σου. Η γιαγιά μου γεννούσε κι έχανε τα μωρά της από τη φτώχεια και την ασθένεια. Μόνο εσύ της έμεινες – ο αγαπημένος της. Και σε λάτρεψε σε όλη της τη ζωή. Για σένα υπήρχε, και για την οικογένεια που έφτιαξες.

Μπαμπά, τι πόνο και πόσα ανεκπλήρωτα όνειρα άραγε έκρυβες μέσα σου; Ήθελες να γίνεις ζωγράφος κι αναγκάστηκες να γίνεις δημόσιος υπάλληλος για τα προς το ζην. Πέρασες στην Πάντειο με εκείνες τις Γενικές Εξετάσεις του 1948, της μετακατοχικής περιόδου, κι αναγκάστηκες να την εγκαταλείψεις όταν σε έκοψε ο καθηγητής γιατί βοήθησες έναν συμφοιτητή σου, και δεν είχες λεφτά να ξαναγραφτείς στο επόμενο έτος.

Το σπίτι μας μύριζε συχνά νέφτι και λάδια, και μόνο τότε σε χάζευα να έχεις εκείνο το βλέμμα το ονειροπόλο, το ήρεμο, με τα τεράστια γαλαζοπράσινα μάτια – ίδια με το χρώμα της θάλασσας που ζωγράφιζες. Δεν μπορούσε να σε αποσπάσει κανείς τότε από την τελετουργία του πινέλου. Βυθιζόσουν στον δικό σου γαλανό κόσμο.
Εκεί βίωνες την ελευθερία σου κι όχι στην καθημερινότητα, με τη ρουτίνα της οικογενειακής ζωής και τις υποχρεώσεις της δουλειάς σου...

Με είχες πάρει μαζί σου, κοριτσάκι, ένα καλοκαίρι, να σε βοηθήσω στην υπηρεσία σου, καθώς δεν υπήρχε και κάποιος να μείνει μαζί μας με τα σχολεία κλειστά. Η μάνα μας είχε πάρει μαζί της την αδελφή μου. Ένιωθα περήφανη που ο πατέρας μου μού έδινε να του βγάλω δουλειά, γιατί με εμπιστευόσουν πως τα καταφέρνω καλά σε όσα μου ανέθετες.

Πράγματι, ήμουν άριστη μαθήτρια, αφιερωμένη σε σκοπό ηθικό, να υπηρετήσω τους άλλους, όλους, σπουδάζοντας την Υγεία. Ήμουν πειθαρχημένη, συνετή, δεν δημιουργούσα προβλήματα. Δέχτηκα αδιαμαρτύρητα να μην πάω στη σχολική εκδρομή της τελευταίας τάξης του Λυκείου, γιατί προείχε η Βιολογία και ο φόβος σου μήπως συμβεί κάποιο ατύχημα. Ήταν αδιανόητο να συμβεί κάτι τέτοιο στο παιδί σου. Δεν έπρεπε να αρρωσταίνω. Δεν έπρεπε να παραπονιέμαι. Δεν έπρεπε να δυσανασχετώ. Ήταν όλο ευνόητο: δεν έπρεπε να σε αγχώνω κι άλλο, επιπλέον, σε όλα σου τα άγχη…

Η μεγάλη σύγκρουση έγινε όταν έπρεπε να φύγω μετά το πτυχίο για υποχρεωτική υπηρεσία υπαίθρου. Θυμάμαι, σου ήταν αδιανόητο να απομακρυνθώ από το σπίτι μας για έναν ολόκληρο χρόνο, και πώς αντέδρασες σε αυτό, σπαράζοντας: «Μα πώς, δε τη νοιάζει να φύγει;» Έπρεπε να φύγω. Δεν γινόταν αλλιώς να προχωρήσω με το επάγγελμά μου. Πόσο ένοχη, όμως, ένιωθα που σε έκανα να υποφέρεις.

Το ίδιο συνέβη κι όταν σου ανακοίνωσα πως πρέπει να ετοιμάσω τα προικιά μου για να παντρευτώ. Πάλι έγινε ένταση, σχεδόν διωγμός. Δεν ήθελες να ακούσεις πως, ναι, θα παντρευόμουν. Πρέπει να ένιωθες πολλή μοναξιά μέσα σου και φόβο μη μείνεις πάλι μόνος σου, όπως τότε, αγοράκι αμούστακο, που έχασες τον δικό σου πατέρα.

Ήμουν το δικό σου στήριγμα. Η ενίσχυσή σου στη μοναχικότητά σου. Και η εκτόνωση στους θυμούς σου, ταυτόχρονα, μαζί; Ήθελες να γεννήσεις αγόρι κι ήρθα εγώ, με τα δικά μου θέλω, που κάποια στιγμή τα ξέχασα πια. Δεν γινόταν να συνυπάρχουν με τα δικά σου. Ήσουν πολύ δυνατός και εκρηκτικός, αλλά και τόσο επιβλητικός... Σε φοβόμουν και σε χρειαζόμουν μαζί – να υπάρχεις.

Αρρώσταινα μετά τα τριάντα μου κι έτρεχα μόνη μου στους γιατρούς. Μεγάλωνα και τα παιδιά μου. Δούλευα με πολλή ένταση. Κι όλο έπρεπε να σε φροντίζω κι εσένα, που βάραινε η δική σου υγεία. Όταν, όμως, χαμογελούσες εσύ για μένα, τακτοποιούνταν όλες οι αρρυθμίες, όλες οι δυσκολίες και αστάθειες μέχρι την επόμενη αρνητική συγκυρία.

Όταν έκλαψες για τη μαμά, στη δική της αρρώστια, σαν μωρό παιδί στα σκαλιά του νοσοκομείου, η καρδιά μου έσπασε που σε είδα να υποφέρεις μη τη χάσεις.
Μου έδινες εντολή πως πρέπει όλα να λειτουργούν στην εντέλεια. Δεν έπρεπε να επιτρέπω λάθη. Όλα όφειλαν να διεκπεραιώνονται στην εντέλεια. Δεν άντεχες άλλη απώλεια στη ζωή σου. Όφειλα...

Τα δυσκολότερα άρχισαν μετά την πτώση σου. Ήμασταν όρθιοι, κι εσύ άρχισες να γέρνεις στην αγκαλιά μου, αργά αργά. Έμεινα όρθια κι ακλόνητη, να σε κρατώ, να μη σωριαστούμε κι οι δυο στο έδαφος. Έπαθες εγκεφαλικό, και μέσα στα επόμενα έξι χρόνια, σιγά σιγά, έχανες την κίνησή σου, παρά τις προσπάθειες για ενδυνάμωση. Έχανες αργά αργά την αυτονομία σου, τη λειτουργικότητά σου.

Εσύ, ο ακλόνητος, ο βράχος, δεν μπορούσες να περπατήσεις. Και μας κοίταζες με τα μεγάλα σου μάτια – αβοήθητος κι αυστηρός μαζί – με ένα μεγάλο «γιατί»: γιατί σε μένα; Γιατί να μη βλέπω όρθιος έξω τον ήλιο, κλεισμένος στο μικρό διαμέρισμα, στο σκοτάδι της αρρώστιας; Γιατί;

Μπαμπά, πόση πολλή οδύνη ένιωθα να σε βλέπω ανήμπορο, να μην γελάς πια καθόλου. Να μην μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω, να σε κάνω να χαίρεσαι, έστω με τα λίγα της ζωής. Κι όταν πια μέτραγα τις ανάσες σου που ξεψυχούσες, την τελευταία ώρα, έλεγα: «Τι έχω κάνει λάθος κι υποφέρεις και φεύγεις;» Ήταν για σένα λύτρωση και για μένα τιμωρία; Ή ανάποδα;

Έτσι όπως έρχεσαι στο όνειρό μου, σε βλέπω πάλι δυνατό και χαρούμενο. Έτσι σε χρειάζομαι να έρχεσαι, να σε νιώθω πως με κρατάς γερά και πως δεν έφταιξα εγώ για την αιώνια θλίψη σου.

Η κόρη σου

 

Ρούλα Ν.

 

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Κατερίνα Ντίνου - Πικρός καφές | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα



Σε λίγο έρχεσαι

κάθε πρωί έρχεσαι

κι αν δεν έρθεις

θα σε δω να περνάς

με βήμα σκυφτό

κι εκείνο το καπέλο σου

πάντα το ίδιο

ξεθωριασμένο

τριμμένο στις άκρες

τόσα καπέλα κι εσύ

με κείνο

κρύβω βιαστικά τον καπνό

στη ρίζα της ελιάς

προσεκτικά στρώνω τις κοφτές

κεντημένες γωνίες

αγχωτικά μετράω την ελάχιστη

ζάχαρη

ανοίγω τα παράθυρα στη

θάλασσα

απέναντι σφυρίζει το πλοίο

τρεις φορές

κάθε πρωί τρεις φορές

θα πεις ξανά για τα πέλαγα

τα ξύλινα παιχνίδια

για κείνη την κούκλα

με τα πελώρια μάτια από την

Κίνα

στολισμένη χρόνια στη βιτρίνα

του σαλονιού

για το φόρεμα το μαροκινό

τα ινδικά μετάξια

τις βεγγέρες των επιστροφών.

 

Θα φύγω κάποτε ξανά

για τα μεγάλα ταξίδια

θα λες

θα με βλέπεις πάλι

από μακριά να μεγαλώνω.

 

Άργησες σήμερα.

Ανάστροφα τα μεγάλα μάτια

μούσκεψαν το κόκκινο κιμονό

ανάστροφα και το πλοίο

σφύριξε δυο φορές.

Η τρίτη ακούστηκε πνιχτή

μέσα από το σκισμένο στήθος

του μεταξιού.

 

Κατερίνα Ντίνου

 

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Αλεξάνδρα Καπώνη - Εκεί που δε φτάνει το χέρι σου, κρατάω ακόμα το χάδι | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

 


Και κάποιο απόγευμα του Νοεμβρίου χάθηκε ο κόσμος γύρω μου. Η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής του τηλεφώνου μου είπε ότι έχασα ξαφνικά τον πολυαγαπημένο μου ΠΑΤΕΡΑ. Τι να πρώτο θυμηθώ; Θα είναι πολύ λίγα όλα όσα θα πω, για τον δημοκράτη πατέρα μου. Μας έδωσε αγάπη, κατανόηση και αμέτρητες αγκαλιές. Μόνιμη επωδός στα αυτιά μου η παραίνεσή του προς την αγαπημένη μας μαμά, «Μη μαλώνεις τα παιδιά.» 

Τον έχασα στα σαράντα έξι μου χρόνια και ορφάνεψα. Με τάραξε η ιδέα ότι δε θα ξαναπώ τη λέξη «πατέρα» όσο ζω. Από τότε μου λείπει το χάδι του στα μαλλιά μου. Μου λείπει η λαχτάρα με την οποία με καρτερούσε, όταν κατέβαινα την κατηφόρα προς το πατρικό μου σπίτι, με τη βαλίτσα στο χέρι μου. Έφυγα μικρή από το αγαπημένο μου χωριό, για να φοιτήσω στο σχολείο στην Αθήνα. Δεν στερήθηκα τα χάδια του και τις αγκαλιές του όσο έλειπα, γιατί ήταν τόσες πολλές, που περίσσευαν.

Πατέρα μου γλυκομίλητε, θέλω να ξέρεις ότι σε αγαπάω και τιμώ τη μνήμη σου, όπως εσύ ήθελες: τίμια και ηθικά. Το τελευταίο σου χάδι ήταν τον Σεπτέμβριο του 1999 στην πόρτα του δικού μου σπιτιού, όταν έφευγες για το χωριό και με χάιδεψες στα μαλλιά μου, λέγοντάς μου, «Κατσαρό μου, εσύ.» Τα μαλλιά μου από τότε δεν τα ίσιωσα για να νιώθω το χέρι σου επάνω τους. Ξέρω ότι εκεί στο φως που πήγες, με καθοδηγείς και είσαι υπερήφανος για την προσοχή μου στα μικρότερα αδέρφια μου.

Σε ευχαριστώ που με έκανες καλό άνθρωπο, χρήσιμο στην κοινωνία. Σε ευχαριστώ που μου εμφύσησες την αγάπη στον συνάνθρωπο και την αλληλοβοήθεια. Σε ευχαριστώ που μου έμαθες να είμαι αληθινή, σε ευχαριστώ για όλα όσα είμαι. Δεν μπορώ όμως να κλείσω αυτό το μικρό γράμμα, χωρίς να σου πω ότι, «Σ’ έχω ώρες ώρες μα τω Θεώ τόσο πολλή ανάγκη, που τρέχουν απ’ τα μάτια μου θάλασσες και πελάγη.»

Για να μη σε αφήσω στενοχωρημένο, θα σου τραγουδήσω το τραγούδι που μου έλεγες κοιτώντας με στα μάτια, «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσύ», έτσι, για να σου γλυκάνω τον αποχαιρετισμό. Όταν ακούω τους μουσικούς του δρόμου να τραγουδάνε το τραγούδι μας, εμφανίζεσαι μπροστά μου και δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Από εκεί που μας βλέπεις, είμαι σίγουρη πως είσαι ευτυχισμένος, για τον χαρακτήρα που έχτισες, τόσο σ’ εμένα όσο και στα υπόλοιπα αδέρφια μου.

Σε αγαπάω αιώνια, Πατέρα μου ΑΝΘΡΩΠΕ.

 

Αλεξάνδρα Ιωάννου Καπώνη

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Ιωάννης Παρασκευάς - ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

  


Ξέρεις τι ήθελα από εσένα; Να με μάθεις να είμαι άνδρας. Γιατί μόνο εσύ μπορούσες να το κάνεις. Εσύ όμως άφησες τη μητέρα μου, να μου το μάθει... Και πώς να μου το μάθει; Πώς να μου μάθει μια γυναίκα, πώς πρέπει να είναι ένας άνδρας; Εκείνη έφτιαξε τον άνδρα που εκείνη δεν θα φοβόταν, όταν ήταν μόνο μια έφηβη.

Έφτιαξε τον άνδρα που δεν θα έκανε όλα όσα «κακά», η μαμά της, της έλεγε ότι κάνουν οι άνδρες. Εκείνη τρομοκράτησε το μόνο άνδρα που θα μπορούσε να τρομοκρατήσει, γιατί ήταν δικό της δημιούργημα. Τον γιο της. Τον τρομοκράτησε, για να μη ζει η ίδια στο φόβο. Οκ. Εκείνη δεν ήξερε. Δεν καταλάβαινε. Δεν ήθελε ίσως... Εσύ όμως; 

Πώς επέτρεπες να δημιουργείται μπροστά σου, ένας ευνούχος; Πώς επέτρεπες, να φτιάχνεται ένας άνδρας που φοβόταν τις γυναίκες; Πώς επέτρεπες να βλέπεις μπροστά σου, ένα δειλό αγοράκι ανίκανο να εκφράσει την αγάπη του στα κορίτσια, που την είχε σε περίσσεια; Πώς επέτρεπες να επαναλαμβάνεται η δική σου, ίσως ιστορία, μια ακόμα φορά σε βάρος ενός άλλου άνδρα;

Ξέρω, ξέρω! Αυτό είχες μάθει να κάνεις. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, να σε αφήσουν επιτέλους στην καταθλιπτική ησυχία σου. Αυτός ήταν ο τρόπος, να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου, με τη μάνα σου, με την κοινωνία ολόκληρη. Αλλά αυτό ήταν που μετρούσε; Ή μήπως να τα έχεις καλά μ’ εμένα;

Δεν φταις εσύ πατέρα. Δεν έφταιγε ούτε εκείνη. Γενιές κατεστραμμένες. Μεγαλωμένες μέσα στο φόβο, την ανασφάλεια, τη φτώχεια, την καταπίεση, την οπισθοδρομικότητα, τον αυταρχισμό. Γενιές που είχαν την ατυχία και τραγική μοίρα, να ζήσουν σε εποχές όπου ο κόσμος άλλαζε. Το καταλάβαιναν ότι άλλαζε, αλλά δεν μπορούσαν πια να αλλάξουν οι ίδιοι.

 Όμως εγώ τα κατάφερα πατέρα. Τα κατάφερα επειδή προτίμησα μια γυναίκα διαφορετική από τη μάνα σου. Διαφορετική από τη μάνα μου. Επειδή προσπάθησα να καταλάβω τον εαυτό μου και τι μου συνέβαινε.

Σε ευχαριστώ. Ήσουν έντιμος, ηθικός, δίκαιος. Κι αυτά μου τα έμαθες. Σε ευχαριστώ. Μέσα από τα λάθη σου, την απόσυρσή σου, την καταθλιπτική συμπεριφορά σου, έμαθα και πως να ΜΗΝ είμαι. Είναι κι αυτό κάτι...Η ύπαρξή σου, επιτέλεσε το σκοπό της.

Αλλά τώρα πια πρέπει να φύγει. Για πάντα.

 Εγώ σε συγχωρώ.

Ελπίζω κάποτε, να με συγχωρέσει κι εμένα ο γιος μου...

 

Ι. Παρασκευάς

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Φανή Αθανασιάδου - Στον πατέρα μου | Ποίημα για τη γιορτή του πατέρα

   


                        

     Αέρινη η μορφή σου

     Πολλές φορές γυρίζει και μου χαμογελά

     καθώς σ΄ αγγίζει μια δέσμη φωτός

     αναρωτιέμαι μην είσαι συ στη χώρα της αλήθειας

     και τότε παρακαλώ τις φτερούγες της προστασίας

     και της καλοσύνης σου να απλωθούν

     και να σκεπάσουν τη σκοτισμένη μου ζωή

     η μορφή σου θαμπώνει απ΄ το φως που δυναμώνει γύρω σου,

     απλώνω ικετευτικά το αδύναμο σακάτικο χέρι μου

     καθώς η ανασφάλεια με κυκλώνει

     για να πιάσω το πατρικό γεμάτο δύναμη χέρι σου

     μα δε φθάνω τίποτα…

     μόνο ένα πικρό δάκρυ που πέφτει κάθε φορά ανάμεσά μας

     και μας χωρίζει, βλέπω να μεγαλώνει

     να γίνεται ένα διάφανο υγρό χώρισμα

     και συ όλο να μακραίνεις…

     ο απόηχος των λόγων σου γίνεται ψίθυρος

     η εικόνα σου παρελθόν

     η ψυχή μου κραυγάζει απεγνωσμένα                                                        

    ζητώντας να μείνεις κοντά μας

    μα η οπτασία σου χάνεται

    επιστρέφει στο άπειρο

    ξημερώνει κ πρέπει να γυρίσω πίσω

    διαβαίνοντας τον παγερό σκοτεινό δρόμο του χωρισμού.

 

Φανή Αθανασιάδου

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Ευανθία Λαζαρίδου - ΑΠΩΝ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

 


 

Σκοτάδι... Γιατί έχει τόσο σκοτάδι; Γιατί δεν βλέπω τίποτα; Με βλέπεις; Μπαμπά; Σε ρωτάω…ΜΕ ΒΛΕΠΕΙΣ; Γιατί δεν μιλάς; Δεν καταλαβαίνω τι μου λες…πονάς; Πονάς… Το νιώθω, μα όχι για μένα για κάποια άλλα παιδιά που χάθηκαν για πάντα. Για μένα; Πονάς μπαμπά για μένα; Δεν απαντάς…Γιατί; Δεν με βλέπεις; Έχει τόσο σκοτάδι εδώ και πόνο, πνίγομαι, δεν έχει αέρα, δεν έχει φως. Άνοιξέ μου ένα παράθυρο μπαμπά, είμαι μικρή δεν φτάνω. Άνοιξε μου να δω το φως, πάρε με αγκαλιά, μίλα μου, παίξε μαζί μου. Νιώθω πολλή μοναξιά εδώ μπαμπά και φοβάμαι. Που είσαι; Γιατί δεν με βλέπεις; Γιατί μου μιλάς έτσι μπαμπά; Με πληγώνουν οι λέξεις σου, δεν μου δίνουν φτερά να πετάξω, αλλά μαύρες κηλίδες γίνονται στο άσπρο μου φόρεμα και το μαυρίζουν. Γιατί φοράω μαύρα πια μπαμπά; Δικός μου ή δικός σου ο πόνος; Δεν ξέρω πια ποιον να ρωτήσω…Δεν έχει σημασία, πρέπει να αντέξω, να τα καταφέρω, να μείνω με το μαύρο μου φόρεμα στα σκοτάδια και να μη φοβάμαι.

Ακόμα δεν με βλέπεις, και τώρα που ψήλωσα και σ’ έφτασα στο μπόι, πάλι μικρή νιώθω δίπλα σου μπαμπά…Δεν ξέρω ποια είμαι, τι θέλω, πως μοιάζω, τι ονειρεύομαι, δεν έγινες ποτέ ένας όμορφος καθρέφτης για μένα μπαμπά. Πάντα ήμουν λίγη, μικρή, ανόητη, άσχημη, αυτή που δεν ξέρει τη σωστή απάντηση, αυτή που δεν ξέρει πως να φερθεί. Φτάνεις στο τέλος μπαμπά, τώρα μ’ αγαπάς; Όχι δεν μου το είπες, ούτε στο τέλος… Με γέμισες και με άλλες χαρακιές, μαύρες κορδέλες τύλιξαν τα χέρια και τα πόδια μου. Για να μη φαίνονται οι πληγές, το αίμα να μην τρέξει και έτσι καθωσπρέπει να σταθώ να σ’ αποχαιρετήσω στο τελευταίο σου ταξίδι. Σάλπαρες ξανά μπαμπά, τελευταίο μπάρκο.

Δεν συναντηθήκαμε ποτέ, λυπάμαι τόσο πολύ γι’ αυτό. Λυπάμαι για σένα που πόνεσες τόσο. Μα τώρα πια λυπάμαι και για μένα που έζησα πάντα αόρατη, μια μικρή σκιά που περιφερόταν στα δικά σου σκοτάδια. Σ’ αφήνω τώρα μπαμπά, δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο. Λύνω αργά τις κορδέλες και πετάω το φόρεμα σε μια γωνιά. Φεύγω πια μπαμπά, δεν θέλω τίποτα να πάρω, θέλω μόνο να δω το φως. 

Κουράστηκα εδώ μπαμπά. Σ΄ αγαπώ…Αντίο…

 

Ευανθία Λαζαρίδου