Ευλογημένος
να ζει αιώνες μέσα στις απαλές σκιές του δάσους και να τρέχει ελεύθερος στα
φεγγαρoξέφωτα
τις νύχτες. Φρουρός της ζωής που κρύβεται πίσω από τις φυλλωσιές και των ψυχών
που γαλήνη ψάχνουν κάτω από το αστροφώτιστο πέπλο. Ο Θρύλος του ταξίδευε με
τους βόρειους ανέμους και έφτανε σαν μικρή ιστορία παραμυθιού.
Έφτασε
μια μέρα στα αφτιά μου μια ιστορία, ένα παραμύθι. Μιλούσε για έναν λύκο που
ζούσε στο δάσος μαζί με την Κυρά του. Μια Νεράϊδα-Ξωτικό. Παρ' ολη την δύναμη
που κατείχε πάνω στη γη και την εξουσία που του είχε προσφέρει η Κυρά του
Δάσους, πάντα η καρδιά του κοιτούσε ψηλά και μελαγχολούσε στους νυχτερινούς
ουρανούς. Τα τραγούδια του ποτέ δεν είχαν μέσα τους χαρά, αλλά μυστικές ευχές,
γεμάτες επιθυμία απλησίαστη για το είδος του.
Η
Νεράϊδα Κυρά όσο κι αν του έκανε παρέα, όσο κι αν έπαιζε μαζί του με τις μέρες
κι όχι με τις ώρες, δεν κατάφερνε να του φέρει γαλήνη στην ψυχή. Τον
παρακολουθούσε στην άκρη του γκρεμού να κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό και να
ξεφυσά μελαγχολικά σα να ήταν φυλακισμένος σε κλουβί.
Του
τραγουδούσε η Κυρά του Δάσους, μελωδίες Ξωτικές με λέξεις μαγικές. Λέξεις που
ταξίδευαν με στόχο την καρδιά του λύκου, ώστε να απαλύνουν τον πόνο του και την
λύπη του. Μα ούτε και οι λέξεις οι μαγικές δεν κατάφερναν το παράπονο από τα
μάτια του να διώξουν.Και σκεφτόταν η Κυρά του Δάσους, γέννημα της απόλυτης
ένωσης Ξωτικού και Νεράϊδας.
Σκεφτόταν
καλά και βαθιά, μα η καρδιά του λύκου ήταν απροσπέλαστη και πέρασμα δεν έβρισκε
τις επιθυμίες του να δει. Ο Φρουρός του Δάσους της έστεκε πάντα εκεί. Να
κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό και να ξεφυσά το βάρος των σκέψεών του.Μια μέρα
όμως καθώς τον παρακολουθούσε είδε αυτό που έψαχνε με τρόπους Νεραϊδοξωτικούς. Εκεί
που καθόταν ο λύκος, στην άκρη του γκρεμού, πέταξε στον ουρανό ένας αετός. Μεγάλος
αετός, από την χρυσαφένια φυλή των κορυφών. Φτερά μεγάλα και επιβλητικά, μάτια
που λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι. Περήφανος πετούσε στους απαλούς ανέμους γύρω
από το Δάσος της Κυράς.
Και
είδε, η Κυρά, τον λύκο να σηκώνεται απότομα και να ακολουθεί παράπλευρα τον
αετό και οι χτύποι της καρδιάς του να σπάνε την σιωπή. Έτρεχε με το βλέμμα του
να είναι καρφωμένο στο πέταγμα του μεγάλου αετού. Όταν όμως ο αετός χάθηκε από
τα μάτια του μέσα στις σκιές των κορυφών, έκατσε στα δυο του πόδια και κοίταξε
ψηλά. Το αλύχτισμα που έβγαλε με όλη του τη δύναμη ήταν γεμάτο πόνο και
επιθυμία. Κοιτούσε το Φεγγάρι και τον Αστέρα του Βορρά και οι ευχές του ήταν
πια φανερές.
Η
Ξωτικο-Κυρά τον κοιτούσε και κρατούσε την καρδιά της γερά. Τώρα που κατάλαβε
τον λόγο της αιώνιας μελαγχολίας του λύκου που προστάτευε το δάσος της και την
ζωή που κρύβει μέσα του αυτό, δεν είχε πια καμιά αμφιβολία για αυτό που έπρεπε
να κάνει.Όταν ο
λύκος έπεσε να κοιμηθεί, εκείνη βγήκε σε ένα φεγγαροξέφωτο και τραγούδησε λόγια
μαγικά. Νεράϊδες και Ξωτικά μαζεύτηκαν γύρω της και βοηθούσαν στην μαγική
μελωδία της νύχτας. Όλοι και όλα να βοηθήσουν εκείνον που τάχθηκε να υπερασπίζει
δίχως να ζητά το Δάσος και τα Στοιχειά. Μεγαλύτερη σύναξη σαν κι αυτή ποτέ δεν
έγινε ξανά. Κανείς δεν θυμόταν να συνέβαλαν τόσες δυνάμεις για να βοηθήσουν μια
ψυχή ή να διώξουν μια απειλή.
Η νύχτα
έφυγε και η σύναξη διαλύθηκε. Έμεινε μόνο η Ξωτικονεράϊδα να κοιτάζει τον λύκο
από κοντά. Τον πλησίασε και με ένα χάδι στο κεφάλι τον ξύπνησε απαλά. Εκείνος
άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε με χαρά. Δεν την έβλεπε συχνά παρά μόνο στο
ολόγιομο Φεγγάρι. Άκουγε μόνο το τραγούδι της κι ένωνε το δικό του με το δικό
της.
Σηκώθηκε
ο λύκος κι ένιωθε παράξενα. Ένα αέρινο βάρος στα πλευρά του. Προσπαθούσε να
κοιτάξει αριστερά και δεξιά μα δεν μπορούσε να δει καλά. Έτρεξε προς την
κρυστάλλινη λίμνη και μαζί του έτρεχε γεμάτη χαρά η Κυρά. Μα εκεί που έτρεχε ο
λύκος ξαφνικά τα πόδια του άφησαν την γη και το σώμα του το ένιωθε
απελευθερωμένο στην αγκαλιά του αέρα. Έφτασε στην λίμνη μα δεν ήταν στις όχθες
της. Ήταν ακριβώς από πάνω της και έριξε το βλέμμα του να δει τον εαυτό του.
Μεγάλα
φτερά! Μεγάλα αετίσια φτερά! Φτερά της χρυσαφένιας φυλής των κορυφών του Βορρά.
Ο λύκος τους Δάσους μπορεί και πετά. Και το αλύχτισμα του ,στους ουρανούς καθώς
πετούσε από χαρά, πλημμύριζε ευτυχία και
ένα είδος ελευθερίας που όμοιο του κανείς άνθρωπος θνητός ποτέ δεν θα καταλάβει!
Πέταξε μαζί του και η Νεραϊδο-Κυρά. Του έκανε παρέα στα πρώτα του πετάγματα.
Και τραγουδούσαν μαζί. Έπαιζαν σαν δυο μικρά παιδιά στην αγκαλιά του αέρα. Τόση
ήταν η χαρά που γιόρταζε ολόκληρο το Δάσος και τα γειτονικά βουνά.
Όταν
κουράστηκε ο λύκος και πάτησε στη γη ξανά, τον πλησίασε η Κυρά κι έκατσε κοντά
του.Και
καθώς τον χάϊδευε και του ψιθύριζε λόγια γλυκά, του είπε με απόλυτη αγάπη και
στοργή: "Λύκε του Δάσους μου, Φύλακα της ζωής που κρύβεται εδώ, Σύντροφε
και πολέμιε της μοναξιάς μου. Εδώ στο Δάσος είναι το Βασίλειο σου και χτυπά η
καρδιά σου. Αλλά στον Ουρανό ταξιδεύουν τα όνειρα σου. Στον Ουρανό είναι
ταγμένη η ψυχή σου."
Και η
Κυρά συνέχισε να παίζει μαζί του, να πετάει παρέα με τον λύκο στους νυχτερινούς
αιθέρες. Και το Δάσος γιόρταζε την κάθε νύχτα αυτό το μοναδικό γεγονός. Τραγουδούσε
για τον μόνο Φτερωτό Λύκο και την μόνη Νεραϊδοξωτική Κυρά.
Μελωδία
χαρμόσυνη σαν πέπλο έπεφτε πάνω στο κόσμο όπου ζούσαν.
Το παραμύθι αυτό είναι αντιγραφή από το ιστολόγιο "Σκιά και Γκρεμός"