Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΓΡΑΨΑΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΓΡΑΨΑΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΣ


Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές

Και σου λέω πάλι
εάν εσύ δεν με διδάξεις δεν θα μάθω
σου λέω πάλι υπάρχει πάντα κάτι το τελευταίο
ακόμα και τις τελευταίες φορές
τις τελευταίες φορές που ικετεύεις
τις τελευταίες φορές που αγαπάς
ξέροντας πως να μη ξέρεις να προσποιείσαι
κάτι το τελευταίο ακόμη και την τελευταία φορά που σου λέω
εάν εσύ δεν μ’ αγαπήσεις δε θ’ αγαπηθώ ποτέ
εάν εγώ δεν σ’ αγαπήσω δε θ’ αγαπήσω ποτέ
η ανατάραξη των περασμένων λέξεων κατευθείαν στην καρδιά και πάλι
Αγάπη αγάπη αγάπη σαν γδούπος βαρύς ενός παλιού εμβόλου
χτυπώντας τους αναλλοίωτους σωρούς των λέξεων
κι εγώ τρομοκρατημένος και πάλι
πως ίσως δεν αγαπηθώ
πως ίσως αγαπήσω αλλά όχι εσένα
πως ίσως αγαπηθώ αλλά όχι από εσένα
ξέροντας πως να μη ξέρω να προσποιούμαι
εγώ και όλοι οι άλλοι που θα σε αγαπήσουν
αν σε αγαπήσουν


εκτός κι αν δεν σ’ αγαπήσουν


Σάμιουελ Μπέκετ

("Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες" , Εκδ. Ερατώ)

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΠΑΤΑΣ ΣΤΑΘΕΡΑ



Θέλεις να πατάς σταθερά
Σ' αρέσουν οι ρηχές θάλασσες
σ' αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
αλλά πάντα στα ρηχά


Εμένα μ' αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
κι ας με νομίζεις κολλημένο
στο ίδιο σημείο

Δεν υπάρχει σύμπαν
Υπάρχουν μόνο στιγμές,
συμπαντικές στιγμές
Αν φτάσεις στην ακινησία,
μπορείς παντού να ταξιδέψεις.

Γι' αυτό το ξέχασες που σου 'λεγα,
μωρό μου, κείνο το πρωινό
δίπλα στη σκάλα, πως η ζωή
κι ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος

Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης

Εγώ δε χρειάζομαι τον κόσμο
κακώς έχεις νομίσει
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά
να δημιουργώ κόσμους.

Ν. Άσιμος


Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ




Τον Γέρο τον βρήκαμε μετά από ώρα να κάθεται και να κείτεται νεκρός σε μια γωνία του καφενείου ενώ έκλεινε ένα αδιάφορο βράδυ Τετάρτης ενός ακόμη πιο αδιάφορου Φθινοπώρου. Τα κάποτε ψαρά γένια του Γέρου είχαν ασπρίσει άσκημα πιο κίτρινα παρά άσπρα, το πρόσωπο του είχε σπάσει – τα παγωμένο του μάτια είχαν βυθιστεί βαθιά μέσα στο κρανίο του, πια δυο κενές κουκκίδες χωμένα σε μια ρυτιδιασμένη σταφίδα. Ότι απέμεινε από ένα μισοφαγωμένο μουστάκι που κάποτε ήταν περήφανη μουστάκα κουνούσε με πείσμα πέρα δώθε στο δροσερό βραδάκι που έγλυφε το λιμάνι χλευάζοντας το πετρωμένο του χείλος.

Οι φήμες στο χωριό λέγανε ότι ο Γέρος είχε φτάσει πολλά χρόνια πριν, πολύ πριν πεθάνουν οι τελευταίοι που ζούσανε ακόμη όταν αυτός είχε πρώτο έρθει. Όταν ζούσε, λίγα έκανε, και ακόμη πιο λίγο μιλούσε. Κάθε Κυριακή και Δευτέρα πρωί έφτανε πρώτος στο γωνιακό καφενείο στο λιμάνι και μου παράγγελνε έναν Ελληνικό βαρύ και ένα στριφτό τσιγάρο.

— Τα δάχτυλα μου, βλέπεις, μου έλεγε κάθε φορά, δεν είναι τα δάχτυλα που ήτανε κάποτε.
Έτσι, ρολόι εγώ κι ο γέρος βγάζαμε τα πρωινά μας κάθε Κυριακή και Δευτέρα που άνοιγα το μαγαζί. Καφές βαρύς, με καθόλου ζάχαρη και γεμάτος πίκρα. Κάποιες φορές έστριβα δύο τσιγάρα – ένα για εκείνον, και ένα για μένα. Κάτι χειμωνιάτικα πρωινά με βροχή, αέρηδες, και κύμα επέμενε αυτός και καθόμασταν έξω απ’ το μαγαζί – στο τραπεζάκι που αφήναμε χειμώνα-καλοκαίρι να το σημαδεύει ο καιρός και ο καφές του Γέρου.

Μια φορά τον ερώτησα το όνομα του.

— Τι σημασία έχει πια; έλεγε με μισό γέλιο, αφού πια δεν έχει σημασία.
— Ε τι δεν έχει σημασία ρε Παππού; τον ρωτούσα.

(Γέρο δεν τον έλεγα ποτέ, δεν μου ‘βγαινε.)

— Δεν έχει, συνέχιζα, σημασία το ποίος είσαι;


Έβγαλε ένα ψαροκάπελο σάπιο από την αλμύρα και βαμμένο με αλάτι και χάιδεψε σαν από παλιά συνήθεια τα λίγα μαλλιά που του είχαν απόμείνει. Με χοντρά, μακριά και άτσαλα δάχτυλα έφερε στα ξεραμένα χείλη του το τσιγάρο που του είχα στρίψει και τον περίμενε. Σκύβοντας προς το μέρος του, του έδωσα φωτιά και πήρε βαθιά, κουρασμένη ανάσα και την κράτησε.

Τα σκοινιά τέντωναν με τον καιρό, τα καΐκια γέρνανε με το κύμα – ο θόρυβος έκοβε την αναμεταξύ μας σιωπή.

Με το μανίκι του σκούπισε την μύτη του που έσταζε. Ένα του μάτι ήταν πάντα κόκκινο, και όλο του έτρεχαν υγρά. Συχνά πυκνά τον έβλεπα από μακριά – χάζευα το μάτι αυτό το μονιμοδακρυσμένο και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν θλιμμένος ή θυμωμένος.

Μπορεί να ήταν και τα δύο.

— Γιατί βρε παιδί μου, αναστέναξε, το ποίος είμαι, το ποίος είσαι, δεν είναι τίποτα. Δεν είναι παρά μια σειρά από ιστορίες, που άλλες θα ακούσεις από μένα και άλλα θα τα ακούσεις από άλλους. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι παρά το σύνολο των συλλογικών αυτών ιστοριών. Και όταν μια μέρα δεν έχει μείνει κανένας άλλος να πει με άλλο τρόπο της ιστορίες σου τότε μόνο παύεις να είσαι πια το οτιδήποτε – γίνεσαι ο Κανένας, γίνεσαι και ο Οποιασδήποτε.

Σάστισε. Πήρε την επόμενη του τζούρα και τον περίμενα σιωπηλός.

— Τι λένε για μένα οι αγαπημένοι μου συγχωριανοί;

Χαμογέλασα πικρά.

— Τίποτε δε λένε μωρέ.
— Λέγε βρε, είπε χαριτολογώντας, τ’ απόλαμβάνω γω αυτά.
— Να μωρέ… Λένε ότι έφτασες στο νησί μια μέρα απάνω σε ένα τσακισμένο καΐκι. Ότι είχες μουρλαθεί από τον ήλιο και πίνοντας θαλασσόνερο. Πως έφτασες φωνάζοντας για γοργόνες και πειρατές και τρικυμίες και άλλες τέτοιες…κουταμάρες.
— Τι σόι κουταμάρες;

Σηκώθηκα απότομα.

— Άσε μας ρε Γέρο Δευτεριάτικα!

Μια σκιά πέρασε πάνω από το βλέμμα του, σα να τον απόγοήτευσα, σα να ένιωθε ότι κατά βάθος τον λυπόμουν και ράγιζε η καρδιά μου κάθε φορά που τον έβλεπα τις δύο μόνο φορές της εβδομάδας που μου έκανε παρέα από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμο.

Σα να ήξερε ότι φοβόμουν πως εκεί που είμαι ήταν και εκεί που είναι θα ‘μαι.

— Οι μισοί, ξεφύσηξα, λένε ότι έφυγες τρέχοντας αφήνοντας πίσω σου γυναίκα με παιδί. Οι άλλοι μισοί λένε ότι έσφαξες την γυναίκα σου όταν την βρήκες να πηδιέται με έναν λαουτιέρη. Μαλακίες τώρα, τι με βάζεις να επαναλαμβάνω;

Φόρτωσα τον καφέ στον δίσκο και έφυγα, κρύφτηκα πίσω από το μπαρ. Δεν ξαναβγήκα έξω μέχρι να σηκωθεί, αφού βράδιασε, να φύγει. Όρθιος, με κοιτούσε μέσα από το θολωμένο τζάμι. Με ένα χέρι τράβηξε κοντά του τον γιακά ενός μάλλινου παλτό και το άλλο το σήκωσε για να με χαιρετίσει.

— Καληνύχτα Νικόλα.

Δεν με περίμενε να του απαντήσω και με αργό βάδην χάθηκε από μπροστά μου έχοντας γίνει πλέον ένα με τη νύχτα.

Βγήκα να μαζέψω το τραπέζι, τα κέρματα ήταν εκεί όπως κάθε φορά σε μια στοίβα. Τα μάζεψα σε μια ποδιά και σήκωσα το τασάκι.

Σταμάτησα.

Κάτω από το τασάκι ένα κιτρινισμένο χαρτί διπλωμένο – με μαύρο μελάνι γραμμένο μια ημερομηνία παλιά. Άφησα κάτω τον δίσκο με προσοχή. Παρά το κρύο τα δάχτυλα μου καίγανε με μια ακατανίκητη έλξη. Άρπαξα λαίμαργα το χαρτί και το ξεδίπλωσα εμφανίζοντας μια ξεθωριασμένη φωτογραφία.

Μια υπέροχη νύφη, με φουσκωμένη κοιλιά και τα χέρια εξαιρετικά επιτακτικά τοποθετημένα με προσοχή γύρω από το αγέννητο ακόμη βρέφος. Τα μαλλιά της, μακριά και ξανθοκάστανα, έπεφταν γύρω από του ώμους της και πάνω από ένα σεμνό χαμόγελο περίμεναν υπομονετικά δύο μάτια λιονταρίνας.

Κρατούσε ένα ανθισμένο κλαδί κερασιάς.

Ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχα δει στη σύντομη μου ζωή.

***


Την επόμενη Κυριακή έθαψα τον Γέρο σε έναν φθηνό τάφο που έβλεπε λιγάκι θάλασσα.


George A. Pappas





Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Η ΝΥΧΤΑ



Το πρωί, όταν άνοιξα τα μάτια μου,
οι κουρτίνες είχαν πετρώσει
έμοιαζαν με τσιμεντένιο ακορντεόν.

Ο καθρέφτης είχε πέσει κάτω,
σπασμένος.

Ανοιγμένα τα φύλλα της ντουλάπας,
σαν μισοσκισμένες σελίδες βιβλίου
κρέμονταν.

Κι όλα τα ρούχα τσαλακωμένα, φορεμένα.

Όπως ένα ανοιχτό στόμα,
έχασκε το συρτάρι του κομοδίνου.
Η φωτογραφία είχε βγει απ' την κορνίζα
μα το τζάμι άθικτο.

Βρήκα το σεντόνι στρωμένο
κάτω από το κρεβάτι.
Οι παντόφλες πλάι - πλάι στην πόρτα
πιεσμένες,
σαν ακόμη να κουβαλούν ένα σώμα.

Το φως ανοικτό,
είχα ξεχάσει να το σβήσω πριν κοιμηθώ
κι η νύχτα εξαγριωμένη

δεν βρήκε που να κρυφτεί.




Κωνσταντίνος Σύρμος


Ανάγνωση: Μαρία Χρονιάρη

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Η ΜΑΡΙΑ



Η Μαρία με τη λευκή φωνή.
Το λερωμένο φόρεμα.
Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά.

Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της.

Που περπατούσε χιλιόμετρα
για να διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος.
Κι ας φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας.
Και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά
όταν συννέφιαζε, φοβόταν.

Με χέρια μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους
ρίχνοντας μαύρο ψωμί στον ουρανό.
Και το μέτωπό της έμενε αφύλαχτο.

Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα.

Χωρίς να βγάλει άχνα
όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί».
Μόνο ξεχνούσε επίτηδες
τα συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας.


Κι ήξερε πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι αυτό.


Νιόβη Ιωάννου