Ήτανε
μια φορά κι ένα καιρό ένας μοναχόλυκος που μιλούσε όμορφα στις σιωπές. Τον
αγαπούσαν οι λίμνες που αντιφέγγιζαν τις λιακάδες του Θεού στα βουρκωμένα νερά
τους, σαν τις θωρούσε. Τον πρόσμεναν με λαχτάρα κάθε δείλι τα σύννεφα, να τα
πάρει αγκαλιά, να ταξιδέψουν πέρα μακριά, στα αλαργινά του ουρανού, εκεί που η
βροχή όλη, τα καρτερούσε μαζεμένη. Κάθε βράδυ άναβε τους καθρέφτες των ματιών
του, άνοιγε τις ξώπορτες των χειλιών, και ζωγράφιζε φιλόξενες σιωπηρές
πατρίδες, να 'χουν οι εξόριστες φωνές μια γη να ζεσταθούν.
Ακούστηκε
στα πέρατα η φήμη του πως γιατροπόρευε κάθε παράφωνη βουή και καραβάνια
αρρώστων έρχονταν να τον απαντήσουν. Τους σκιαζόταν τους ανθρώπους όμως. Τους
έτρεμε. Τους φοβόταν, όπως η ερημιά το βουερό τύμπανο. Και έτρεχε κάθε που τον
πολιορκούσαν οι αλαλαγμοί τους. Και ριχνόταν αναστατωμένος στο κατόπι της σκιάς
του και την έσπρωχνε με όση δύναμη είχε. Πίσω της να χωθεί, να χαθεί.
Όταν
έμενε μόνος, άρχιζε και πάλι να υπηρετεί τις γυμνές κραυγές των βουνών, να
γλείφει απαλά τις πληγές των φύλλων, να σταλάζει απανεμιά στις αντάρες της
θάλασσας, να δένει τους σπασμένους λυγμούς της άπνοιας, με μικρά χρωματιστά
κορδελάκια μελτεμιού. Η μεγάλη
του τέχνη ήταν όμως να μαζεύει τις σκόρπιες λέξεις. Αυτές που άφηναν ξωπίσω
τους οι άνθρωποι αξόδευτες, με τσαλακωμένα τα φωνήεντα, με χτυπημένα στις
γωνίες τα σύμφωνα να παρασύρονται αναίτια από χείλια σε χείλια.
Τις
τοποθετούσε απαλά στα χέρια του, τις έλουζε, τις στόλιζε, τις χάιδευε με αγάπη
και μετά τις έθαβε βαθιά στα μέσα του, να τις έχει για στρώμα τους χειμώνες.
Δεν
ήξερε το όνομα του. Μάλλον δεν είχε ένα όνομα, είχε πολλά, για να μπορεί να
κλειδώνει πάνω τους όλες τις ανομάτιστες βουές.
……………………………………………………………………………
Όταν τον
δεις, μη του μιλήσεις. Θα νιώσει τον κόμπο που σου φράζει το λαιμό. Θα τον
αφουγκραστεί. Θα ‘ρθει σιγά- σιγά σιμά σου και θα ψάξει με το σκουριασμένο
βλέμμα του, πούθε τρέχει ο λαβωμένος ήχος. Ναι… θα σου διώξει μακριά τα γρέζια
από τις λέξεις που πονάν τα αφτιά σου… Τις ανείπωτες υποσχέσεις που δεν άκουσες
ποτέ.
Πικρό
κατάπικρο το στόμα, θα στο γλυκάνει με την ανατροπή του παραμυθιού. Με την
κατολίσθηση του.
Με την
έκθαμβη θέα που κρύβεται στο τέλος του.
Κωνσταντίνα
Σταθακοπούλου