Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ


Έρχεται μια στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, όπου ξαφνικά κι απροσδόκητα βρίσκει έναν λόγο για να υπάρχει. Εκείνο τον ιδιαίτερο λόγο που θα του επιτρέψει να δει βαθιά μέσα του. Γιατί όταν αγαπάς όλα αλλάζουν μορφή, χρώμα, ουσία. Γιατί αγάπη δεν είναι τίποτε άλλο, από το να δίνεις και το τελευταίο κομμάτι του εαυτού σου, για να μπορεί να ζει εκείνος που αγαπάς.

Μαρία Χρονιάρη




Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ


"Η επόμενη ιστορία είναι θλιβερή, αν και έχει παρήγορο τέλος, αλλά καλύτερα να κρίνετε μόνοι σας."

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν




Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

ΟΤΑΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΑΥΕΙ


"Το πάθος [...] είναι ένα είδος γυμνής έντασης που απογυμνώνει [...] ένας καταναγκασμός της φαντασίας που εστιάζει σε μία και μόνο εικόνα, κι από εκείνη τη στιγμή ο κόσμος χάνεται, "οι άλλοι" παύουν να είναι παρόντες, παύουν να υπάρχουν και οι κοντινοί μας άνθρωποι, και οι υποχρεώσεις και οι στενοί δεσμοί και η γη και ο ουρανός."

De Rougemont, 1939

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΓΗΠΕΔΟΝ



 Στη Μάτση

Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερνά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγανε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της συναντήσεως μας, που έγινε γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον, αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μεσ'  τις ελπίδες σου, όπως μένεις μέσα στα βλέφαρα μου, όταν κοιμάμαι.

Οι λέξεις των άλλων δεν έχουν σημασία, γιατί χάσαν το ύφος που είχανε πριν γνωρισθούμε, και τα πρόσωπα των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και για σένα. Ωστόσο τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε και βγήκες εσύ, γιομάτη οριστική και με βελούδο που άφησε ημίγυμνο το στήθος σου. Για αυτό, τούτο το γήπεδο δεν θα το λησμονήσω ποτέ· θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω.

 Γι' αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλόμενη με κάθε καρδιοχτύπι μου, μεσ'  την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι' αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατώ μ' όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στη λύδια λίθο τους.

Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματος μας δεν ηγοράσθηκαν εισέτι. Άλλα τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας, δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θα μαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί η μια χρυσόμυγα απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει ότι το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο.

Τίποτα δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτα δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθηκαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισα των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν.

Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θα ναι δικά μας και θα ναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βομβό τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ' τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γή, όπως αναπηδούν ορμέφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν. 

Αγάπη μου, σ' αγαπώ, και θα ναι το ταξίδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.

 Αντρέας Εμπειρίκος, 1945

Το ποίημα αυτό το έγραψε ο Εμπειρίκος για την πρώτη σύζυγό του, ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου. Η Μάτση Χατζηλαζάρου, του απάντησε 40 χρόνια μετά, με το ποίημα "Αντίστροφη Αφιέρωση". Το ποίημά της, θα το διαβάσετε στο μπλογκ http://sstavropoulos.blogspot.gr/2012/12/blog-post_7.html

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ



Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο
Έχω κοιτάξει μέσα.
Τώρα ξέρω πού ανοίγουνε τις μέρες
Και ποιός τις ώρες ροκανίζει.
Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο

Έχω δεί πώς φτιάχνουνε το ηλιοβασίλεμα
Και ποιός τον ουρανό ζωγραφίζει.
Τώρα ξέρω πού ανάβουνε το φεγγάρι
Και ποιός σβήνει τις καρδιές.
Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο

Υπάρχει αυτό το μέρος όπου καταλήγει το νερό της βροχής
Και σε πελώριες λεκάνες εξαφανίζεται.
Και κυνικά ένας τύπος τα όνειρά σου φωναχτά διαβάζει
Και δένεται με τις μέρες σου.
Έχω δεί την τρύπα στον κόσμο

Nils Koppruch 27/10/1965 - 10/10/2012

Μετάφραση από τα Γερμανικά, Παναγιώτης Γαλανόπουλος





Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

ΟΜΟΑΙΜΑΤΑ ΚΟΡΜΙΑ




Β΄ Η ΡΑΤΣΑ


Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ· πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.

Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.

Δεν είσαι ένας· είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου· όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.

Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

"Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!" φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί. "Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ, κοιμήσου μαζί τους! Δεν προφτάσαμε να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας· κάμε τις έργα εσύ! Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε και να στερεώσουμε το πρόσωπο της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!

"Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας! Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου και φωνάζουμε. Όχι, δε φύγαμε, δεν ξεκορμίσαμε από σένα, δεν κατεβήκαμε στη γης. Μέσα από τα σωθικά σου ξακλουθούμε τον αγώνα. Λύτρωσε μας!"

Δε φτάνει ν΄ ακούς μέσα σου τη βουή των προγόνων. Δε φτάνει να τους νιώθεις να παλεύουν μπροστά από το κατώφλι του νου σου. Όλοι χύνουνται να πιαστούν από το ζεστό μυαλό σου, ν΄ ανέβουν πάλι στο φως της μέρας.

Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματού σου και ποιος ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.
Μην τους λυπάσαι! Κάθου άγρυπνος στην καταβόθρα της καρδιάς σου και ξεδιάλεγε. Τούτος ο ίσκιος, να λες, είναι ταπεινός, σκοτεινός, σα ζώο· να φύγει! Τούτος είναι σιωπηλός και φλεγόμενος, πιο ζωντανός από μένα· ως πιει το αίμα μου όλο!

Φώτισε το σκοτεινό αίμα των προγόνων, σύνταξε τις κραυγές τους σε λόγο, καθάρισε τη βούληση τους, πλάτυνε το στενό τους ανήλεο μέτωπο· αυτό είναι το δεύτερο σου χρέος.
Γιατί δεν είσαι μονάχα σκλάβος. Ευτύς ως γεννήθηκες, μια νέα πιθανότητα γεννήθηκε μαζί σου, ένας λεύτερος σκιρτημός τρικυμίζει τη μεγάλη ζοφερή καρδιά του σογιού σου.
Φέρνεις, θες δε θες, ένα νέο ρυθμό. Μια νέα επιθυμία, μια νέα Ιδέα, μια θλίψη καινούρια. Θες δε θες, πλουτίζεις το πατρικό σου το σώμα.

Κατά που θα κινήσεις; Πώς θ΄ αντικρίσεις τη ζωή και το θάνατο, την αρετή και το φόβο; Όλη η γενεά καταφεύγει στο στήθος σου και ρωτάει και προσδοκάει με αγωνία.
Έχεις ευθύνη. Δεν κυβερνάς πια μονάχα τη μικρή ασήμαντη ύπαρξη σου. Είσαι μια ζαριά όπου για μια στιγμή παίζεται η μοίρα του σογιού σου.

Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων. Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!" Τ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.
Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί· πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι κι οι απόγονοι οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ΄ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται.

Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά. Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.

Πως μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει.

Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα. Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να μάχεσαι να πιαστείς στέρεα από το κλαρί, κι είτε σα φύλλο είτε σαν άνθος είτε σαν καρπός να σαλεύει μέσα σου, ν΄ ανανεώνεται και ν΄ αναπνέει αλάκερο το δέντρο.

Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Αγωνία μέσα σου. Κάποιος παλεύει να φύγει, να ξεσκιστεί από τη σάρκα σου, να γλιτώσει από σένα. Ένας σπόρος στα νεφρά σου, ένας σπόρος στο μυαλό σου δε θέλει πια να ΄ναι μαζί σου, δε χωράει πια στο σπλάχνο σου, μάχεται για ελευτερία.

"Πατέρα, δε χωρώ στην καρδιά σου, θέλω να τη συντρίψω, να περάσω Πατέρα, μισώ το σώμα σου, ντρέπουμαι που είμαι κολλημένος μαζί σου, θα φύγω!
"Κατάντησες άλογο οκνό, τα πόδια σου πια δεν μπορούν ν΄ ακλουθούν το ρυθμό της καρδίας μου. Βιάζουμαι. Θα πεζέψω, θα καβαλήσω άλλο κορμί και θα σε αφήσω στο δρόμο!"

Και συ, ο πατέρας, χαίρεσαι γρικώντας την καταφρονετικιά φωνή του παιδιού σου. "Όλα, όλα για το γιο μου!" φωνάζεις. "Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εγώ είμαι ο πίθηκος, αυτός ο άνθρωπος. Εγώ είμαι ο άνθρωπος, αυτός ο γιος του ανθρώπου!"Μια δύναμη μέσα σου, ανώτερη σου, διαπερνάει συντρίβοντας το κορμί σου και το νου σου και φωνάζει: "Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!

"Μην κρατάς τίποτα για υστερνή. Μου αρέσει ο κίντυνος. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί να σωθούμε. Μη ρωτάς! Απίθωνε κάθε στιγμή στα χέρια του κίντυνου τον κόσμον όλο! Εγώ, ο σπόρος του αγέννητου, τρώγω τα σωθικά της ράτσας σου και φωνάζω!"

Νικόλαος Καζαντζάκης

(από το βιβλίο του, "ΑΣΚΗΤΙΚΗ", που δημοσιεύεται στο μπλόγκ σε συνέχειες)