Το μακρινό 1924, έναν Μάη μήνα, σ’ έναν
μαχαλά της Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε ένα αγοράκι. Ήταν ξανθό και ροδαλό με
γαλανά μάτια κι όμορφο! Τόσο όμορφο που όλοι έλεγαν πως έμοιαζε με άγγελο. Αυτό
το μωρό ήταν ο πατέρας μου.
Δύσκολα τα χρόνια που ήρθε στον κόσμο
τούτο. Οι πιέσεις των Τούρκων στην Ελληνική μειονότητα, ανάγκασε την οικογένεια
να φύγει από την Πόλη. Έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, στον Λαγκαδά συγκεκριμένα, όπου
και εγκαταστάθηκαν και έφτιαξαν ζωή απ’ την αρχή!
Εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου, εκεί έμαθε
γράμματα, εκεί γνώρισε τον έρωτα στα μάτια της μάνας μου, εκεί γεννήθηκα εγώ
και ο αδελφός μου, εκεί, ένα Μεγάλο Σάββατο, στα 33 χρόνια του, κόπηκε και το
νήμα της ζωής του. «Στα χρόνια του Χριστού, παιδάκι μου», έλεγε και ξανάλεγε η
μάνα μου ανάμεσα στ’ αναφιλητά της.
Αλλά οι άγγελοι δεν μπορούν να μένουν
για πολύ στη γη, έτσι δεν είναι; Δεν είναι σωστό. Έρχονται για λίγο, μόνο και μόνο
για να δείξουν στους ανθρώπους πόσο όμορφος μπορεί να γίνει ο κόσμος και μετά
γυρίζουν εκεί που ανήκουν. Στο σύμπαν! Έτσι, λοιπόν, και ο δικός μου άγγελος,
γύρισε πίσω, εκεί που ανήκε, στο φως!
Την απουσία του δεν την ένοιωσα έντονα
τότε. Ήμουνα μικρό παιδί, δεν είχα κλείσει καν τα έξι, ο αδελφός μου ήταν μωρό…
Θυμάμαι τον κόσμο που ήρθε να τον αποχαιρετίσει. Ήταν τόσοι που δεν χώραγαν στο
σπίτι μας, ούτε στην αυλή μας, ούτε καν στον δρόμο! Κοίταζα σαστισμένη, χωρίς
να καταλαβαίνω τι ακριβώς κάνανε όλοι εκείνοι οι άνθρωποι και γιατί κλαίγανε
και αγκάλιαζαν τη μαμά μου… Η αγάπη των ανθρώπων με ξάφνιαζε.
Μετά, όταν όλα τέλειωσαν, η γιαγιά μου,
η μάνα της μάνας μου και τ’ αδέλφια της, δεν μας άφησαν μόνους. Στάθηκαν δίπλα
μας και μας έδωσαν πολλή αγάπη. Μετακομίσαμε στο πατρικό της μαμάς μου, ήμασταν
δεμένη οικογένεια.
Την έλλειψή του την ένιωσα όταν
μεγάλωσα και άρχισα να ψάχνω τους δρόμους που ήθελα ν’ ακολουθήσω, και που για
κάποιο λόγο δεν έμοιαζαν με αυτούς που μου έδειχναν οι άλλοι γύρω μου. Πολλά
απ’ αυτά που θεωρούσα δεδομένα μέχρι τότε, διαφοροποιήθηκαν και η ανάγκη να
ανακαλύψω τι αίμα κυλάει στις δικές μου φλέβες, έγινε επιτακτική!
Ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους της
ζωής μου εκείνη… Ήμουν παντρεμένη μ’ έναν σπουδαίο άντρα, είχα δυο υπέροχες
κόρες, κανονικά έπρεπε να ήμουν ευτυχισμένη! Αλλά δεν ήμουν. Έπρεπε να ψάξω να
βρω τα κομμάτια που μου έλλειπαν για να νιώσω καλά, για να νιώσω ολόκληρη και
να μπορέσω να τοποθετήσω κάπου την ύπαρξή μου. Έλλειπαν τα κομμάτια που
αφορούσαν τον πατέρα μου. Αυτά έψαχνα να βρω και ένιωθα θυμό, που έφυγε νωρίς
και με άφησε μόνη, και που δεν μπορούσα να του το πω, θαρρείς μπορούσε ο ίδιος
να κάνει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό που ήταν γραμμένο για κείνον, όπως είναι για
τον καθένα μας…
Άρχισα τότε να διαλογίζομαι με τον
εσωτερικό μου κόσμο, άρχισα να κάνω το ταξίδι εντός μου και ηρέμησα, γιατί
ήξερα πως θα τον συναντήσω… Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να εκπαιδεύσω την
ψυχή μου, να μάθει ν’ αναγνωρίζει τα σημάδια, γιατί ήξερα ότι ήταν εκεί που
μόνο εγώ μπορούσα να τον νιώσω, εκεί που η μνήμη μου δεν είχε εικόνα, αλλά ήταν
η ροή του αίματος στις φλέβες μου, που οδηγούσε την αναζήτησή μου και οι ανάσες
μέσα μου! Εκεί, που όλα υπάρχουν, αν θέλεις να υπάρχουν!
Και αφέθηκα στις αισθήσεις κι όχι στη
λογική κι άρχισα να νιώθω την ύπαρξή του παντού! Γιατί ο πατέρας μου ήταν
άγγελος και εγώ το είχα ξεχάσει… Κι άρχισα να τον νιώθω στη βροχή, που έπεφτε
στο πρόσωπό μου και στον ήλιο που μ’ έλουζε με φως. Στους ήχους και στις
μουσικές που γαλήνευαν την ψυχή μου, στα βλέμματα των αγνών ανθρώπων και στις
αγκαλιές αυτών που αγαπούν αληθινά. Στις μυρωδιές των λουλουδιών και στα
τιτιβίσματα των πουλιών. Εκεί που όλα είναι όμορφα, όπως μια Ανατολή ή μια Δύση
του ήλιου! Και θυμήθηκα, πως κάθε φορά που σκόνταφτα, ένα χέρι ερχόταν πάντα να
με βοηθήσει να σηκωθώ, όταν έκανα ένα λάθος, κάποιος μου έδειχνε το σωστό μ’
έναν τρόπο μαγικό, κι όταν έκλαιγα, βρίσκονταν πάντα μια αγκαλιά για να χωθώ!
Μπαμπά μου, Άγγελέ μου, τώρα πια
γνωρίζω πως είσαι εσύ!
Σ’ αγαπώ!
Ελένη
Ηλιάδου Καπώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου