Σε παρακαλώ να έρχεσαι στο
όνειρό μου, Πατέρα.
Αυτή τη ζεστασιά στην παλάμη μου εσύ, μπαμπά, για άλλη μια σπάνια φορά μου
χάρισες όταν ήρθες στο όνειρό μου πριν λίγες μέρες. Τότε σου είπα: «Τι όμορφα
να είσαι εδώ μαζί μου!» Το ξέρεις πως σε χρειάζομαι αυτόν τον καιρό που περνάω
δύσκολα με την υγεία μου και ήρθες, χωρίς καν να στο ζητήσω...
Όταν ήσουν εδώ, στο πατρικό μας σπίτι, μαζί μας, πατέρα, δεν
σου είχα πει ποτέ πόσα προβλήματα υγείας με παιδεύανε από κοπέλα νεαρή, γιατί
δεν ήθελα να σε βαραίνω. Πάντα αγχωνόσουν με τις δυσκολίες μας ‒ κυρίως τα
επαγγελματικά, τις σπουδές μας, την υγεία μας. Ήθελες όλα να είναι βολικά,
δίκαια, να είμαστε προστατευμένες από ό,τι θεωρούσες κίνδυνο (είτε πραγματικούς
κινδύνους είτε εκείνους τους φαντασιακούς που μεγέθυνες στον νου σου)...
Τώρα πια δεν σου ρίχνω άδικο. Έγινα κι εγώ μητέρα. Μου χάρισε
ο Θεός δύο αγγέλους και αγωνιώ συνέχεια να είναι και τα δικά μου παιδιά ασφαλή.
Όμως πιο μεγάλη είναι η αγωνία μου να είναι χαρούμενα, να γελάνε!
Ξέρω πια πως οι φόβοι σου, οι φωνές σου κι οι εκρήξεις σου
είχαν στο βάθος τη μεγάλη σου αγωνία θανάτου. Έχασες τον δικό σου πατέρα όταν
ήσουν ένα ευάλωτο αγόρι, δεκατριών ετών. Δεν έμαθες ποτέ από τι χάθηκε. Δεν τον
κλάψατε ποτέ με την αγαπημένη μου γιαγιά και μητέρα σου. Τον χάσατε στην
Κατοχή, όπως και τα άλλα επτά αδέλφια σου. Η γιαγιά μου γεννούσε κι έχανε τα
μωρά της από τη φτώχεια και την ασθένεια. Μόνο εσύ της έμεινες – ο αγαπημένος
της. Και σε λάτρεψε σε όλη της τη ζωή. Για σένα υπήρχε, και για την οικογένεια
που έφτιαξες.
Μπαμπά, τι πόνο και πόσα ανεκπλήρωτα όνειρα άραγε έκρυβες μέσα
σου; Ήθελες να γίνεις ζωγράφος κι αναγκάστηκες να γίνεις δημόσιος υπάλληλος για
τα προς το ζην. Πέρασες στην Πάντειο με εκείνες τις Γενικές Εξετάσεις του 1948,
της μετακατοχικής περιόδου, κι αναγκάστηκες να την εγκαταλείψεις όταν σε έκοψε
ο καθηγητής γιατί βοήθησες έναν συμφοιτητή σου, και δεν είχες λεφτά να
ξαναγραφτείς στο επόμενο έτος.
Το σπίτι μας μύριζε συχνά νέφτι και λάδια, και μόνο τότε σε
χάζευα να έχεις εκείνο το βλέμμα το ονειροπόλο, το ήρεμο, με τα τεράστια
γαλαζοπράσινα μάτια – ίδια με το χρώμα της θάλασσας που ζωγράφιζες. Δεν
μπορούσε να σε αποσπάσει κανείς τότε από την τελετουργία του πινέλου.
Βυθιζόσουν στον δικό σου γαλανό κόσμο.
Εκεί βίωνες την ελευθερία σου κι όχι στην καθημερινότητα, με τη ρουτίνα της
οικογενειακής ζωής και τις υποχρεώσεις της δουλειάς σου...
Με είχες πάρει μαζί σου, κοριτσάκι, ένα καλοκαίρι, να σε
βοηθήσω στην υπηρεσία σου, καθώς δεν υπήρχε και κάποιος να μείνει μαζί μας με
τα σχολεία κλειστά. Η μάνα μας είχε πάρει μαζί της την αδελφή μου. Ένιωθα
περήφανη που ο πατέρας μου μού έδινε να του βγάλω δουλειά, γιατί με
εμπιστευόσουν πως τα καταφέρνω καλά σε όσα μου ανέθετες.
Πράγματι, ήμουν άριστη μαθήτρια, αφιερωμένη σε σκοπό ηθικό, να
υπηρετήσω τους άλλους, όλους, σπουδάζοντας την Υγεία. Ήμουν πειθαρχημένη,
συνετή, δεν δημιουργούσα προβλήματα. Δέχτηκα αδιαμαρτύρητα να μην πάω στη
σχολική εκδρομή της τελευταίας τάξης του Λυκείου, γιατί προείχε η Βιολογία και
ο φόβος σου μήπως συμβεί κάποιο ατύχημα. Ήταν αδιανόητο να συμβεί κάτι τέτοιο
στο παιδί σου. Δεν έπρεπε να αρρωσταίνω. Δεν έπρεπε να παραπονιέμαι. Δεν έπρεπε
να δυσανασχετώ. Ήταν όλο ευνόητο: δεν έπρεπε να σε αγχώνω κι άλλο, επιπλέον, σε
όλα σου τα άγχη…
Η μεγάλη σύγκρουση έγινε όταν έπρεπε να φύγω μετά το πτυχίο
για υποχρεωτική υπηρεσία υπαίθρου. Θυμάμαι, σου ήταν αδιανόητο να απομακρυνθώ
από το σπίτι μας για έναν ολόκληρο χρόνο, και πώς αντέδρασες σε αυτό,
σπαράζοντας: «Μα πώς, δε τη νοιάζει να φύγει;» Έπρεπε να φύγω. Δεν γινόταν
αλλιώς να προχωρήσω με το επάγγελμά μου. Πόσο ένοχη, όμως, ένιωθα που σε έκανα
να υποφέρεις.
Το ίδιο συνέβη κι όταν σου ανακοίνωσα πως πρέπει να ετοιμάσω
τα προικιά μου για να παντρευτώ. Πάλι έγινε ένταση, σχεδόν διωγμός. Δεν ήθελες
να ακούσεις πως, ναι, θα παντρευόμουν. Πρέπει να ένιωθες πολλή μοναξιά μέσα σου
και φόβο μη μείνεις πάλι μόνος σου, όπως τότε, αγοράκι αμούστακο, που έχασες
τον δικό σου πατέρα.
Ήμουν το δικό σου στήριγμα. Η ενίσχυσή σου στη μοναχικότητά
σου. Και η εκτόνωση στους θυμούς σου, ταυτόχρονα, μαζί; Ήθελες να γεννήσεις
αγόρι κι ήρθα εγώ, με τα δικά μου θέλω, που κάποια στιγμή τα ξέχασα πια. Δεν
γινόταν να συνυπάρχουν με τα δικά σου. Ήσουν πολύ δυνατός και εκρηκτικός, αλλά
και τόσο επιβλητικός... Σε φοβόμουν και σε χρειαζόμουν μαζί – να υπάρχεις.
Αρρώσταινα μετά τα τριάντα μου κι έτρεχα μόνη μου στους
γιατρούς. Μεγάλωνα και τα παιδιά μου. Δούλευα με πολλή ένταση. Κι όλο έπρεπε να
σε φροντίζω κι εσένα, που βάραινε η δική σου υγεία. Όταν, όμως, χαμογελούσες
εσύ για μένα, τακτοποιούνταν όλες οι αρρυθμίες, όλες οι δυσκολίες και αστάθειες
μέχρι την επόμενη αρνητική συγκυρία.
Όταν έκλαψες για τη μαμά, στη δική της αρρώστια, σαν μωρό
παιδί στα σκαλιά του νοσοκομείου, η καρδιά μου έσπασε που σε είδα να υποφέρεις
μη τη χάσεις.
Μου έδινες εντολή πως πρέπει όλα να λειτουργούν στην εντέλεια. Δεν έπρεπε να
επιτρέπω λάθη. Όλα όφειλαν να διεκπεραιώνονται στην εντέλεια. Δεν άντεχες άλλη
απώλεια στη ζωή σου. Όφειλα...
Τα δυσκολότερα άρχισαν μετά την πτώση σου. Ήμασταν όρθιοι, κι
εσύ άρχισες να γέρνεις στην αγκαλιά μου, αργά αργά. Έμεινα όρθια κι ακλόνητη,
να σε κρατώ, να μη σωριαστούμε κι οι δυο στο έδαφος. Έπαθες εγκεφαλικό, και
μέσα στα επόμενα έξι χρόνια, σιγά σιγά, έχανες την κίνησή σου, παρά τις
προσπάθειες για ενδυνάμωση. Έχανες αργά αργά την αυτονομία σου, τη
λειτουργικότητά σου.
Εσύ, ο ακλόνητος, ο βράχος, δεν μπορούσες να περπατήσεις. Και μας κοίταζες με
τα μεγάλα σου μάτια – αβοήθητος κι αυστηρός μαζί – με ένα μεγάλο «γιατί»: γιατί
σε μένα; Γιατί να μη βλέπω όρθιος έξω τον ήλιο, κλεισμένος στο μικρό
διαμέρισμα, στο σκοτάδι της αρρώστιας; Γιατί;
Μπαμπά, πόση πολλή οδύνη ένιωθα να σε βλέπω ανήμπορο, να μην
γελάς πια καθόλου. Να μην μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω, να σε κάνω να χαίρεσαι,
έστω με τα λίγα της ζωής. Κι όταν πια μέτραγα τις ανάσες σου που ξεψυχούσες,
την τελευταία ώρα, έλεγα: «Τι έχω κάνει λάθος κι υποφέρεις και φεύγεις;» Ήταν
για σένα λύτρωση και για μένα τιμωρία; Ή ανάποδα;
Έτσι όπως έρχεσαι στο όνειρό μου, σε βλέπω πάλι δυνατό και
χαρούμενο. Έτσι σε χρειάζομαι να έρχεσαι, να σε νιώθω πως με κρατάς γερά και
πως δεν έφταιξα εγώ για την αιώνια θλίψη σου.
Η κόρη σου
Ρούλα Ν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου