Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΜΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΜΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Nox Arcana - ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ "ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΙΗΚΕ" ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΡΟΥΣΚΑ

 


 


 Μαρία Χρονιάρη, «Μετά από αυτό που προηγήθηκε», εκδόσεις Σοκόλη, 2020

 Προσέγγιση από τον Γιώργο Ρούσκα

 

Το πέμπτο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Χρονιάρη. Υπάρχει ένα ακόμη πεζό και ένα συλλογικό. Αυτοαναφορικό, εξομολογητικό, απαντητικό, εξιλεωτικό όσο και εξορκιστικό, άπτεται της πυράς αλλά και της στάχτης του έρωτα, της πυράς και της στάχτης του χρόνου, της πυράς και της τέφρας της ζωής. Ψυχολογικό θρίλερ επιβίωσης, πρόζα ενός για δύο, με μονολόγους του εγώ και του εσύ. Προσπάθεια αναγέννησης μέσα από τις στάχτες, ως άλλος Φοίνικας.

 Γιατί όχι σκέτο «μετά», το τόσο σημαντικό χρονικό και όχι μόνο επίρρημα, το υιοθετημένο από το Φέισμπουκ έμβλημα και αναπόσπαστο μέρος του λογότυπου για τη μετά το Φέισμπουκ εποχή, αλλά: «μετά από αυτό που προηγήθηκε»; Πάντοτε το «μετά» δεν προϋποθέτει ένα πριν; Πλεονασμός ή έμφαση σε αυτό, σε κάτι καταλυτικό που έλαβε χώρα και άλλαξε τον χάρτη φέρνοντας όχι ένα απλό μετά; Τι προηγήθηκε; Η Μαρία Χρονιάρη λέει ότι έχει βρεθεί το 2012 «Εκεί που αλλάζω ζωές»*, ότι το 2014 συναντήθηκαν «Η σκιά μου κι εγώ»* και οδηγήθηκε στο «Επειδή μαζί»*, το 2015 βρέθηκε να κάνει «Ασκήσεις ύφους», το 2017 τη βρήκε στην «Αγέννητη γη»* και το 2020 εκεί που «Εν αρχή ην το τέλος»* (*=τίτλος βιβλίου ή τίτλος βιβλίου στο οποίο συμμετείχε η ποιήτρια). Το 2020 αποφάσισε να μιλήσει εκ νέου για το τι συμβαίνει (καθόλου τυχαίος ο ενεστώτας) «μετά από αυτό που προηγήθηκε» χρησιμοποιώντας δικό της ποιητικό λόγο και φωτογραφίες του Χάρη Τσιλόπουλου, σε μία σύνθεση τριών τεχνών: Ποίησης, Τυποτεχνίας, Φωτογραφίας.

   


Προσεγγίζοντας το βιβλίο, προέκυψε ένας απευθείας διάλογος μαζί του, ο οποίος με οδήγησε στα παρασκήνια ενός σκοτεινού, «κλειστού λόγω πένθους» θεάτρου.

 Ανάβει ισχνός προβολέας. Η εκκίνηση γίνεται με μία δήλωση: «μου συμβαίνεις» (σ. 11) και ευθύς σοκαριστική φωτογραφία με κομμένες φλέβες και μετάβαση σε «Μία πόλη γεμάτη βροχή» (σ. 13), τίτλος ποιήματος όπου γίνεται προσπάθεια να συνειδητοποιηθεί η «φυγή» και η συνακόλουθη «απουσία»:

«Από τότε που έφυγες / συγκατοικώ με την απουσία σου».

 

Όμως,

Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα

 

έλεγε η σπουδαία Ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη–Ρουκ.

 

«Συγκατοικώ με την απουσία σου». Γιατί; Με την παρουσία της απουσίας του άλλου, γίνεται προσπάθεια υποκατάστασής του αλλά και παρηγορίας, μία απόπειρα –αναγκαίας άραγε ή αυτογνωσιακής;– συμφιλίωσης με τις κάθετες ουλές στο χέρι, σημάδια ανεξίτηλα από τις κομμένες φλέβες, δερματοστιξία θανάτου:

«αφήνω όλες τις ξυραφιές μου / να φανούν και τους λέω πως θα ’ρθεις / για να πάψουν να κλαίνε».

 Στην αμείλικτη, στερεοτυπικά δομημένη κοινωνία οι πληγές οφείλουν να κρύβονται, δάκρυα δεν χωράνε. Στη θέση της συγχώρεσης η τιμωρία. Στη θέση του αυθορμητισμού τα προσωπεία. Λαμπερά χαμόγελα σε πλασματικά χαρούμενα πρόσωπα με προσποιητές εκφάνσεις χαράς και λευκασμένες οδοντοστοιχίες πίσω από πολλά υποσχόμενα, περασμένα με λιπ γκλος χείλη, προβάλλονται από τις οθόνες διαμορφώνοντας αθρόες σκεπτομορφές μηχανικών προτύπων.

 

Κι όμως,

«μου είναι δύσκολο να ζω / χωρίς να σε κοιτάζω» (σ.13).

Όμως έχω κάνει βήματα. Μόλις ομολόγησα ότι «μετά από αυτό που προηγήθηκε» (ο τίτλος του βιβλίου) θέλω να ζω, μου είναι δύσκολο, αλλά ζω.

 

«... έκλαψα / για όλα αυτά που σκότωσες / μα τα είπες αγάπη» (σ. 14).

Ιδού λοιπόν τι προηγήθηκε και προσπαθώ να λυτρωθώ με το κλάμα. «Αυτά που σκότωσε», αυτά που «τα είπε αγάπη». Εκείνος.

Εκείνος τα είπε αγάπη. Εκείνος τα σκότωσε. Εγώ που τα δέχτηκα δεν φταίω. Εγώ που έζησα στο ψέμα του δεν φταίω. Εγώ που δεν έψαξα, που αφέθηκα, που παρασύρθηκα, που τον εμπιστεύτηκα, δεν έχω ευθύνη. Εγώ μπορώ να επιρρίπτω ευθύνες: εκείνος τα είπε, εκείνος τα σκότωσε. Εκείνος έπραξε. Εγώ αδρανής από-δεχόμουν.

 


Μήπως όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα;

Μήπως έχω μερίδιο ευθύνης κι εγώ;

Μήπως για ο,τιδήποτε γίνεται σε μία σχέση, ευθύνονται –έστω και με διαφορετικά ποσοστά, αν μπορεί να εφαρμοστεί ποσόστωση στη συμπεριφορά και στην ψυχή– όλοι οι σχετιζόμενοι; Μήπως δεν είμαι δίκαιη; Ποια δικαιοσύνη όμως μπορεί να εφαρμοστεί στον έρωτα; Στον πόνο; Με ποιο δίκαιο μπορεί να κριθεί η σχάση σε μία σχέση; Και ποιος άξιος να δικάσει;  

 Σχέση. «Πόθεν έσχες». Φωτίζω το «σχ». Ρήμα «έχω».  Απαρέμφατο αορίστου β΄: «σχεν ». Από εκεί και η λέξη «σχέση». Μετοχή αορίστου β΄ του ρ. έχω: «σχών». Όμηρος: «γχι σχν κεφαλήν» (κρατώντας το κεφάλι του κοντά, Οδύσσεια δ΄, 70). Έχω, κρατώ (ρήμα «σχέθω» = κρατώ). Σχέση, από το έχω, κρατώ.

 

Κι εγώ δεν σε έχω τώρα. Τώρα δεν σε κρατώ. Και παρόλο που σκότωσες αυτά που είπες αγάπη, εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω, δεν έχω τη δύναμη να απαγκιστρωθώ και επιμένω:

«Σε νεκρές αισθήσεις των άλλων / σε όλα αυτά που χάνονται / και σε όσα γεννηθούν // σε ζητάω»

 

Ήσουν η καταστροφή για μένα, η λογική μου περίτρανα το αποδεικνύει αλλά εγώ, αντί να λυτρωθώ σε ψάχνω

 

«κλέβω συνέχεια τα χνάρια σου / απ’ τις φωτογραφίες»,

 

αυτές έχω, αυτές κρατώ, με αυτές έχω πλέον σχέση, βλέπεις

 

«έμαθα να αγκαλιάζω / κάθε αδυναμία σου / κάθε πληγή»

και τι ήθελα;

 

«... μονάχα ένα σου ζήτησα / Σαν δραπετεύει το φως / να ανάβεις το γέλιο σου / ν’ ακουμπάω την ψυχή μου».

 

«Όλα όσα έγιναν μυρίζουν λιβάνι»,

τη μία είναι άγια, την άλλη νεκρά,

ήρθε κι αυτή η φωτογραφία με την άμμο (σ. 19) να ταράξει τα νερά.

Omnis qui venit (Καθένας που έρχεται, σ. 21) με προκαλεί να θέλω να του μιλήσω για σένα, να

 

«πω για το σώμα σου / που θάλασσα είναι κι ουρανός / και μέσα του χορεύω»,

 

αν και

 

«ποτέ δεν θα μπορέσω / να τους δείξω τον Θεό / που κατοικεί μέσα σου»,

 

τι λέω, πέφτω στο πάτωμα, κι άλλη φωτογραφία (σ. 24),

 

«... ξέρω καλά / να βασιλεύω τη λύπη» (σ. 25),

 

«βλέπεις εγώ / ποτέ δεν έμαθα να πληγώνω / τις ελπίδες αυτές που λεπίδες τις έκανες» (σ. 26),

 

«βλέπεις εγώ», «βλέπεις», απευθύνομαι σε εσένα κι ας λείπεις,

«εγώ», όχι που δεν πληγώνω αλλά που «δεν έμαθα να πληγώνω», άρα θα μπορούσα και να πληγώνω αν είχα μάθει, εγώ,

κι εσύ,

έκανες τις «ελπίδες» μου «λεπίδες»,

–πώς η αντιμετάθεση δύο γραμμάτων αλλάζει εντελώς την ουσία!–

σε κατηγορώ;

 


Ναι, πάνω σε μία απέλπιδα προσπάθεια να καταλάβω, να αποδεχτώ, να επιβιώσω. Ναι, πάνω στον λυγμό, στο μεταίχμιο του πόνου.

Γιατί άραγε πονάω τόσο, γιατί να ελπίζω ακόμα μετά από τόσα πολλά που μου λέει η λογική, «σταμάτα», «δεν είναι για σένα», «δεν σου αξίζει», «δεν ταιριάζετε», «δεν σε αγάπησε όπως εσύ», «εσύ τον αγάπησες παράφορα», «εσύ τα έδωσες όλα», «εσύ δεν έβλεπες καθαρά», «εσύ τον άφησες να σε πληγώνει», «εσύ του δόθηκες άνευ όρων», «εσύ δεν μπόρεσες να μπεις στη θέση του», «εσύ δεν μπόρεσες να δεις τη θέση σου», «εσύ ίσως δεν μπόρεσες να τον βοηθήσεις να δει», «εσύ πάντα ήσουν θετική, δοτική και δεδομένη κόντρα στην αληθινή σου θέληση», εσύ, εσύ, εσύ...

 

«Χθες βράδυ στο δωμάτιο κοιμήθηκε η παράνοια» (σ. 30),

 

συνηθισμένο φαινόμενο πια, κι εγώ εξακολουθώ να βιώνω μεταπτώσεις,

 

«σέρνομαι κάθε μέρα στο σώμα μου» (σ. 30),

 

κι άλλη φωτογραφία (σ. 31), γυμνή, καθισμένη στο δρύινο πάτωμα με λωρίδες ξύλου τοποθετημένες ψαροκόκαλο, με αμέτρητα Σ το ένα μέσα στο άλλο. Σχέσεις; Σταματήματα; Συλλογισμοί;

Τατουάζ στην πλάτη, πέπλο λευκό να ακουμπά στο στήθος και στην ήβη, το κεφάλι σκυμμένο στα γόνατα,

 

«είναι νωρίς για να ξεχάσω / είναι αργά να θυμηθώ» (σ. 32),

 

χαλαρώνω, απόψε

 

«με γυροφέρνει μια παράξενη ενοχή» (σ. 33),

 

το κεφάλι πέφτει βαριά σαν πεθαμένο στο τραπέζι (φωτογραφία σ. 34), το χέρι προς τα πάνω ανοιχτό, η ενοχή γίνεται «Μομφή» (ποίημα σ. 35), εξαπολύω κατηγορίες για πολλοστή φορά και τέσσερις μαζεμένες στη σ. 35, αντιλαμβάνομαι από το πουθενά πως

«Οι φύλακες / των φυλακών της ζωής μας / είναι πάντα / οι πιο αγαπημένοι μας // άνθρωποι»

 

εραστές, φίλοι, αδέρφια, γονείς, ίσως στην προσπάθειά τους να φυλάξουν εμάς φυλάνε τα κάγκελα της φυλακής της ζωής μας…

Κι εγώ όμως έτσι δεν έκανα για σένα;

Κι εγώ δεν ήθελα να σε φυλακίσω στην καρδιά μου θεωρώντας το αυτονόητο, χωρίς να σε ρωτήσω, χωρίς –όχι να υποπτευθώ, υποψιαστώ, αλλά χωρίς– να εξακριβώσω αν το θέλεις κι εσύ, αν μου το επιτρέπεις, έστω για λίγο;

 

Μετάπτωση, πάλι εσύ, ακόμα σε θέλω, σε απόλυτη και αποκλειστική «σχέση», να σε έχω, να σε κρατώ, μόνο για μένα,

ο έρωτας,

πήγα να πω «είναι» αλλά το έσωσα,

ο έρωτας, «μου βγαίνει» κτητικός, τα θέλω όλα και όλα μόνο για μένα, θέλω

 

«.. με τη γλώσσα σου / να ανοίγεις δρόμο / σκάβοντας τα σκοτάδια / που οδηγούν οριστικά / κι απόλυτα // σ’ εμένα»

 

δεν είμαι καλά σήμερα, οι μεταπτώσεις διαδέχονται η μία την άλλη,

η εγκατάλειψη έγινε «Εγκατάθλιψη» κι εγώ, ξαναγύρισα στη χώρα της λύπης,

Λυπιού την έλεγε η αείμνηστη Κατερίνα Αγγελάκη–Ρουκ:

 

Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα

για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,

μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα

αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους

αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά

και καρπούς σάπιους

 

έτσι

 

«... έμεινα εδώ / στη μόνη θέση που γνωρίζω» (σ. 38)

 

και να, άλλη φωτογραφία (σ. 39),

σώμα ξαπλωμένο στη βαθουλωμένη από πατημασιές άμμο σιμά στο νερό, αριστερά άδειο ναυαγοσωστικό παρατηρητήριο και άλλο ένα στο βάθος μαζί με ακίνητα καλάμια ψαρέματος μπηγμένα στην άμμο, σώμα παραιτημένο, αφημένο, θα βρεθεί άραγε έστω και σε ένα «Διάτρητο μέλλον»; (σ. 40)

 


Θυμάμαι

 

«Το πρωινό εκείνο / το σκηνικό όλο άλλαξε» (σ. 41)

 

«αυτό που προηγήθηκε» προκάλεσε «αυτό που μου φανερώθηκε» (σ. 41)

κι εγώ

 

«Ήμουν ο τόπος, το άλγος και η τέφρα μου //

ήμουν το δέντρο μέσα στο οποίο / ρίζωσα τη θέλησή μου»

 

ήμουν τόπος, πόνος, στάχτη, δέντρο,

κουλουριασμένη με τα γόνατα αγκαλιά και το κεφάλι πάλι μέσα τους (φωτογρ. σ. 42), κάτι είναι κι αυτό, μπορώ και αγκαλιάζω τα πόδια μου,

τόπος το σώμα,

άλγος το παρόν,

τέφρα το παρελθόν,

δέντρο το μέλλον με ριζωμένη τη θέληση,

 

μετάπτωση εκ νέου στη συν–ειδητοποίηση, στη συν–χώρεση:

 

«τα πάντα πρόλαβαν και χώρεσαν» (σ. 43)

 

μετάβαση σε άλλη διάσταση, εδώ όπου

 

«καμία λύπη / τίποτα δεν πονά» (σ. 43)

 

το μόνο που ακούγεται είναι ο «Επιθανάτιος ρόγχος» (σ. 44)

 

παραδίνομαι, «Ανακωχή» (σ.45), δεν αντέχω,

 

«Κάθε μέρα περνώ / μέσα απ’ το κέντρο του χαμού μου» (σ. 46)

 

βλέπω αυτή τη φωτογραφία με τα γυμνά λεπτά κλαδιά (σ. 47)

πάλι αυτός ο «Λευκός θόρυβος», πάλι σημαίνει ο χρόνος,

θόρυβος σημαίνει χρόνος και απόσταση, χώρος, θέση, έκταση,

 

λευκός όμως γιατί, έχει χρώμα ο θόρυβος;

 

«τότε μόνο κατάλαβα // Για να προσδιορίσεις τη νύχτα / πρέπει πρώτα να ορίσεις / τη θέση σου μέσα της» (σ. 48),

 

ή μήπως τη θέση της μέσα σου, και πού να βρεις «Μια κάποια προστασία» (ποίημα σ. 49).

 

Πού πήγε άραγε αυτό που προηγήθηκε;

 

«Το κάθε πριν λείπει / και το μετά αδιευκρίνιστα εκεί» (σ. 49)

 

«Ό,τι καταργηθεί θα υπάρξει στο ατέρμονο ξανά» (σ. 49)

 

κι άλλη φωτογραφία,

λεπτομέρεια με χαρακωμένα πόδια οκλαδόν, το ύφασμα–πέπλο μαρτυρά πως είναι η ίδια γυναίκα που ήταν στο πάτωμα, σήκωσε ράχη, η σκληραγωγημένη της πατούσα ακουμπά ψηλά, στο τρυφερό εσωτερικό του μηρού, σιμά στον «Μυστικό κήπο» (σ. 51),

θυμάται τη σκηνή, θυμάμαι

 

«Μια μέρα θέλησα να σε σβήσω / γδέρνοντας βίαια / κάθε επιφάνεια του εαυτού μου» (σ. 51)

 

κι εσύ ακόμα καλή μου, με τα υπέροχα εικαστικά σου, γλυκιά

«θολή κι αέρινη Ευμορφίλη / Όσο κι αν έβαψες τα χείλη / η πίκρα σου που ξύπνησε νωρίς / έγινε αίμα να χωρέσει στο κραγιόν σου» (σ. 53),

 

κι εγώ,

 

«φοβάμαι ακόμα πιο πολύ // πως σπαταλήθηκε άδικα / το πιο βαθύ φιλί σου» (σ. 53),

 

αχ!, είσαι κι εσύ όπως εγώ,

 

«ένα μικρό καράβι /  που μένει α – α – αταξίδευτο» (σ. 54)

 

όπως στην επόμενη φωτογραφία η ξεβρασμένη στην όχθη του ποταμού βαρκούλα, αταξίδευτη, ακίνητη, σαν τη μορφή με την κουκούλα που στέκεται με γυρισμένη την πλάτη και διαλογίζεται (σ. 55), αφήνεται σε μία «Ανάσυρση» (ποίημα σ. 56) από τη μνήμη, μονολογεί, μονολογώ:

 

«Μίκρυνα για να σε χωρέσω / κι έκτοτε πάντα παραμένω μισή» (σ. 56),

 

όμως

 

«στην άκρη απ’ το κρεβάτι μου /.../ ένα μικρό παιδί / που μου φωνάζει “ζήσε”»

 

άσε λοιπόν τις χαιρεκακίες, μη γυρίζεις σε «αυτό που προηγήθηκε», εστίασε στο τώρα, ζήσε το τώρα, μη ζεις στο παρελθόν, μην εξαρτάς το μέλλον σου από τις σκιές του αλλά από το φως του, δεν μπορεί, κάπου θα συνάντησες λίγο φως, μην προσκολλάσαι στο θυμό, μη ζητάς εκδίκηση, άσε τον σαρκασμό, τι θα κερδίσεις κι αν του πεις

 

«Ποτέ δεν υπολόγισες / πως το σχοινί / που για θηλιά μου προόριζες / θα ήταν αυτό που // θα σε κρεμούσε καλύτερα» (σ. 57),

 

θυμήσου, κάποτε άλλα έλεγες

 

«Είμαι για σένα / είσαι για μένα // και το σύμπαν εγένετο» (σ. 59)

 

τώρα το βασικό ζητούμενο είναι η «Επανεκκίνηση» (ποίημα σ. 61) και για τους δυο, χώρια,

παρά τις παλινδρομήσεις, δες

 

«Και να ’μαι εδώ / μετά από αυτό που προηγήθηκε / να σου διηγούμαι ιστορίες /.../ Τους φόβους μου να συλλαβίζω / σε μια αλφαβήτα που μόνο εσύ / την ξεχωρίζεις / ... / το αγαπημένο χρώμα μου / είναι το μι» (σ. 61)

 

όπως σ’ αυτή τη ασπρόμαυρη φωτογραφία (σ. 62), στην ίδια πατημένη ακτή με τα ψαροκάλαμα στο βάθος, τα πόδια μου έτοιμα για το “μετέωρο βήμα του πελαργού”,

 

«Πάνε μέρες που δεν μιλώ //  Αποταμιεύω σιωπή / και στη χαρίζω / για την ώρα της αποχώρησης // για την ώρα που έντρομος θα κοιτάς // την ένδοξη γραμμή / του φευγιού μου» (σ. 64).

 

Nox Arcana… Μυστηριώδης νύχτα απόψε (Nox Arcana, ποίημα σ. 63)...

 

 



Το κείμενο του ποιητή Γιώργου Ρούσκα αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου "Μετά από αυτό που προηγήθηκε", Εκδ. Σοκόλη και δημοσιεύτηκε στον Πολιτιστικό Site Paspartou https://paspartou.gr/giorgos-royskas/meta-apo-ayto-poy-proigithike-tis-marias-hroniari-ekdoseis-sokoli-2020  

ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΑΡΗ ΤΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΔΙΩΚΕΤΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ.

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

«58 ποιήματα, 58 πράξεις πληγής στα περιθώρια του χρόνου»*

 



Ανατρέχοντας σε βιβλία από εκδηλώσεις που έχω παραβρεθεί κατά καιρούς, στάθηκα εκ νέου στο καθόλα εξαιρετικό πόνημα της κ. Μαρίας Χρονιάρη «Αγέννητη γη» των εκδόσεων Σόκολη, στο οποίο χαίρω την τιμή μίας γενναιόδωρης αφιέρωσης από την ίδια, και αυτό που έχω να θυμάμαι ιδιαιτέρως, είναι εκείνα τα μεγάλα εκφραστικά διερευνητικά μάτια με το βαθύ καθάριο βλέμμα - λες και άγγελος σε αποστολή εξαγνισμού και κάθαρσης του κόσμου Αυτού.

Αν λοιπόν, σήμερα θεωρώ αυτά τα μοναδικά σε αξία πονήματα, τα εκ του βιωμένου έως τώρα χρόνου της - μιας και πάρα πολύ νέα, είναι διότι βρήκα το διαυγές απόλυτο της φιλοσοφημένης σκέψης και πως αποδόθηκαν με βαθιά συναίσθηση του τι πραγματικά επαγγέλλεται... τεχνικά και συναισθηματικά, με δίχως εκείνες τις ακρότητες και τους λεκτικούς προς εντυπωσιασμό στολισμούς… Η «Αγέννητη γη» της, είναι μία σπουδή της εκφοράς του λόγου και των αμιγών αισθημάτων σε δημόσια έκθεση, γι’ αυτό και της χρεώνω, αληθώς, το «Εξαιρετικά Σπουδαία», γιατί δικαιωματικά της ανήκει ο εύσχημος αυτός χαρακτηρισμός. Ενδεικτικά:

 

 «Απόδραση»

 

«Οι ποιητές είναι πάντα

προς την πλευρά της ζωής

 

Γράφουν μόνο υπέρ της

φορώντας μόνιμα

στο μπράτσο τους

το μαύρο περιβραχιόνιο

του θανάτου»

 

 «Μια φθίνουσα επιθυμία»

 

«Μη μου ζητάς να εξηγώ

δεν έχω άλλα μάτια

Για κάθε σύμφωνο χάνω κι ένα φωνήεν

και για το θάρρος που χρειάζεται

χρεώνομαι

 

Όλες οι λέξεις μου ιδρώνουν από ασιτία»

 


Η ίδια, φέροντας ως φορτίο στους ώμους της την προσωπική της μαρτυρία και βίωση, ηθελημένα ζει τη φθορά ως αντίβαρο εξισορροπητικό, ρέποντας προς τα βάθη των θεμιτών και αθέμητων της δικής της κοσμογονίας, ώσπου προοδευτικά να αποκαθάρει κάθε τι που κακοφόρμισε στην Αγέννητη γη της και που, υποθετικά από πλευράς μου, δεν ευτύχισε τους δικούς της καρπούς για να δρέψει.

Ειδικότερα: Στο άχρονο και άυλο του έλλογου υποσυνειδήτου, βρίσκονται εικόνες παλλόμενες αρχετυπικές, ικανά χρήσιμες για την ισόρροπη εξελικτική συναισθηματική της πορεία. Έτσι, διαχειριζόμενη ικανά τα παραπάνω, εξιλεώνεται δίνοντας χώρο σε ό,τι μη ζημιογόνο και αλληλοσυγκρουόμενο της ασυνείδητης σκέψης, καθιστώντας την ποίηση ως το μέσο της δημόσιας έκθεσης, υπό την έννοια της κοινής συλλογικής ωφελιμότητας μετουσιωμένης. Παραθέτω αποσπάσματα από τα ποιήματα:

 

«Οδός Ασκληπιού»

 

[…]

Τίποτα που να σε θυμίζει

δεν έμεινε

[…]

[…]

Είδες, σου λέω,

τίποτα απ’ ό,τι μας άγγιξε

δεν χάνεται στον χρόνο»

[...]



«Μια ανεπανόρθωτη λύπη»

 

[…]

«Θέλω να ξεχάσω

μα η μνήμη μου δεν βοηθά

Θέλω να θυμηθώ

μα η λήθη μου ποτέ δεν κοιμάται»

[…]

 


«Επίπεδο συνείδησης»

 

«Ποια πραγματικότητα

είναι αρκετά πραγματική

ώστε να αντέχει την ίδια της τη φύση;

 

Πραγματώνεις τη φαντασία μου

και πονάω

Μα αν σε ρωτούσα για την αλήθεια

 

Πόσα ψέματα θα μου έλεγες;»

 

 

Εδώ, το υπαρξιακό μοιάζει σε τεντωμένο σχοινί - επιλυμένο. Ωστόσο, από την καθημερινότητά της και από τις (πιθανώς) ευτυχείς ή αντίξοες συναισθηματικά στιγμές της, με βαθιά συναίσθηση του τι τελικώς πράττει, αισθητικά πάντα και με πένα εκλεπτυσμένη, μας καταδείχνει ό,τι σαθρό και κίβδηλο συντελείται, είτε αυτό έχει ως παράγοντα τον άνθρωπο, είτε αυτό έχει ως άλλη ενδιάμεση αιτία, το αδιόρατο της κοινωνικής αιθάλης και των φρυκτωριών αυτής. Αυτό, θεωρώ και το επιστέγασμα του εξαιρετικού καθόλα ποιητικού οικοδομήματος της κ. Μαρίας Χρονιάρη.

 

«Ιδρύοντας μέρες»

 

«Όταν γράφω

γεννάω μνήμες

κυοφορώντας τον θάνατο

της παρελθούσης στιγμής

 

Όταν γράφω αναβαπτίζω τα χρώματα»

 

Κλείνοντας, θα ήθελα να αιτιολογήσω την ως άνω θεώρηση, αληθώς λέγοντας πως το κριτήριο αξιολόγησης από την πλευρά μου, πάνω στην ποιητική της κ. Μαρίας Χρονιάρη, στάθηκε η ψυχικά βαθύσκια έκταση ενός γνήσιου αφηγηματικού εαυτού, της έμπνευσης αλλά και της εξαιρετικά πολυμορφικής λεκτικής παίδευσης. Η αξία της είναι αδιαμφισβήτητα μοναδική και για τους ύστερους επερχόμενους, αυτή η μικρά αλλά ηθικά δικαίως ουσιαστική θεώρηση προς το πρόσωπό της, θα πρέπει να προσεχθεί ούτως ώστε, για τον πεζό λόγο, να της χρεωθεί πως συν-προηγήθηκε ηγετικά της εποχής της, χαρακτηρίζοντας την.

 

*Από το Δελτίο Τύπου του βιβλίου

 

Γιώργος Ν. Μανέτας

Λογοτέχνης της Ετ. Ελλ. Λογοτεχνών



Η κριτική του Γιώργου Ν. Μανέτα για την ποιητική συλλογή " Αγέννητη Γη ", εκδόσεις Σοκόλη 2017, δημοσιεύτηκε στο Πολιτιστικό Site Paspartou.gr. Δείτε εδώ: https://paspartou.gr/eya-kakleidaki/kritiki-toy-giorgoy-maneta-gia-tin-poiitiki-syllogi-tis-marias-hroniari-agenniti-gi

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

«Εξόδιος ακολουθία στο φως»



Πενήντα οκτώ ποιήματα που ματώνουν, σηματοδοτώντας την επερχόμενη γέννα. Θα ξεκινήσω από το εξαιρετικό εξώφυλλο του βιβλίου, που μας προϊδεάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το ποιητικό τοπίο που αναδύεται στην συνέχεια. Η εικόνα ενός άγονου τόπου, μια χέρσα γη. Μια γυναίκα υπάρχει ως κάθετη τομή σε αυτό το τοπίο και βηματίζει με τρόπο αποφασιστικό.


Η Μαρία Χρονιάρη είναι ένα κορίτσι όλο μάτια που αιχμαλωτίζει την στιγμή με το βλέμμα της. Δεν την περιορίζει σε λεκτικά χαρακώματα, αλλά την καταγράφει ως συναίσθημα, ως τραύμα που επουλώνεται, αφήνει όμως ουλή.

«Έχω ένα φόνο να αποσιωπήσω / εκείνη τη νύχτα που μεσουρανούσε το φως / Να καθαρίσω τη λάμα / απ΄ της ψυχής τα αίματα / έχω αφήσει την θάλασσα να κοιμάται στο σπίτι».

Γιατί όπως λέει και ο Γονατάς, «Η πληγή θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και την φιλάει…»

Πότε η Εκάτη,

«Ντυμένη ένα μαυσωλείο , γεμάτο ζωντανούς νεκρούς / αναβάλω διαρκώς το ταξίδι μου / για να περάσω απέναντι την Αχερουσία» 

και πότε η Μαρία των λύκων και της σιωπής.

«Μακριά από ανάρμοστα βλέμματα / Με το ουρλιαχτό ενός λύκου / που πάντα κλαίει / Γιατί ξέρει πόσο πονάει η ορφάνια».

Γράφει και αισθάνεται διχοτομημένη.

«Τη μέρα που έφυγες / αποφάσισα να ζήσω διπλή ζωή / Χώρισα στη μέση το σώμα μου / και ονόμασα »εσύ» τη δεξιά μου πλευρά /… / Αριστερά όλο το χρώμα μου / βαθύ μαύρο της λύπης / Δεξιά όλο το μέλλον μου / λέει χρόνια πορεία βαριά / Κάθε μου τώρα και μια διαρκής διχοτόμηση / είμαι η πληγή μου».

Στην ποίησή της κυριαρχεί ο έρωτας και ο φόβος της διάψευσης, που αποτρέπει από το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν με το αντικείμενο του πόθου.

«Θα ζω πάντα μισή / ντυμένη τα κύματα ενός μόνο νησιού / που θα ΄ναι πάντα δικό μου / βαμμένη τα χρώματα της λύπης / μιλώντας με την Περσεφόνη και την Αριάδνη / Άλλον τρόπο δεν ξέρω να σε κρατάω ζωντανό / απ΄ το να σε κάνω λέξεις».

Παίζουμε ρόλους στον έρωτα, προσδοκούμε το φως που θα αποσαφηνίσει την αλήθεια των αισθημάτων.

«Περίμενα / Έλεγα πάντα πως θα ΄ρθεις / με αλλαγμένο πρόσωπο / χωρίς πανοπλία και δόρυ / Ώσπου έληξε κάποτε ο χρόνος μιας λέξης / εκείνη η δύναμη που οδηγούσε μαζί / Άλλο δεν έχω να μιλώ / παρά το όνομά σου / και είναι άδικη πολύ / τούτη η σταυροφορία».

Σιωπά η Μαρία ανάμεσα στις λέξεις, αλλά ταυτόχρονα κραυγάζει, αναζητά την αλήθεια της, μακριά από προσωπεία.

«Κι εγώ που κοιτώ από μακριά / να σκοτώνεις την μνήμη / φοράω στα δάχτυλα γράμματα επτά / και σιωπώ χρόνια μέσα μου / την πληγή της αλήθειας».

 Και σε ένα άλλο ποίημα,

«’Εγινα όλα τα μάτια στους πίνακες του Μοντιλιάνι / κι άφησα τα ίχνη μου σε κάθε γη που πατούσες / Φταίει που γεννήθηκα Φθινόπωρο / και το όνομα μου είναι Μαρία».

Ακροβατεί, χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, για τον εαυτό της χορεύει.

«Στα χρόνια που περπάτησαν μέσα μου ξυπόλυτα και στην αλήθεια που στέκει πάντα ασάλευτη σε πείσμα των ματιών σου».

Και ξαφνικά έρχονται στο μυαλό μου οι λέξεις μιας άλλης Μαρίας, της Μαρίας Μήτσορα, από το βιβλίο της «Με λένε Λέξη»: «…Αν δεν τεντώσω τέλεια το σχοινί που είναι φτιαγμένο από λέξεις, για να χορέψω πάνω από την άβυσσο, τότε η άβυσσος θα με καταπιεί..» Έτσι την συναντά την Μαρία Χρονιάρη ο πόνος της επιθυμίας που φθίνει, πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Μάχη είναι ο έρωτας, πάθος και αχίλλειος πτέρνα.

«Τελευταία ματιά / Το τσιγάρο στο πάτωμα / έκλεισα όλες τις πόρτες / Μπαμ».

Πρόσκαιρη αθανασία που εκπίπτει.

«…σε βλέπω να κατηφορίζεις την Ασκληπιού / με όλα τα κύματά σου βουλιαγμένα».




Και εδώ θέλω να αναφερθώ στην συγγένειά της, με την ποίηση της Νανάς Ησαΐα. Μια ποίηση φθοράς, όπου τα συναισθήματα διυλίζονται, γίνονται έννοιες που περιγράφουν συναισθηματικές καταστάσεις. Ανατέμνει τον παρελθόντα έρωτα με τα όπλα μιας φιλοσόφου, τώρα που η συναισθηματική δόνηση δεν είναι παρά μνήμη. Έτσι και η ποίηση της Μαρίας Χρονιάρη δεν έχει την μυρωδιά του θανάτου αλλά το σταμάτημα της ζωής σε κάποια αχρονολόγητη φάση. Εξόδιος ακολουθία στο φως λοιπόν η ποίησή της.

«Σε μια γωνιά δίπλα στο παράθυρο μου / στέκει αμίλητη πια / μια παλιά μας φωτογραφία / Υπάρχει μια παρηγοριά στη σιωπή της / μια γυμνή λύπη σε χρώμα σέπια, και αλλού… Η ψυχή περιμένει με όλα τα μάτια της ν΄ανατέλλουν εδώ / Σαν μουσική / που δεν φοβάται να σπάσει / Τώρα πια έμαθα / τώρα πια ξέρω / για να ορίζεις τον φόβο σου /πρέπει να ουρλιάζεις ζωή».

Η αλήθεια που όσο και αν αποσιωπάται, οι λέξεις την μαρτυρούν. Το μέλλον εφορμά και μια «Αγέννητη γη» πάλλεται έτοιμη να το υποδεχτεί.

«Οι ποιητές είναι πάντα / προς την πλευρά της ζωής / Γράφουν μόνο υπέρ της / φορώντας μόνιμα / στο μπράτσο τους / το μαύρο περιβραχιόνιο / του θανάτου».

Ειρήνη Ιωαννίδου, Ποιήτρια.

Φωτογραφία Εξωφύλλου: Χάρης Τσιλόπουλος
Φωτογραφία δική μου: Άννα Μαρινάκη

Δείτε κι εδώ:
https://ologramma.art/exodios-akoloythia-sto-fos-kritiki-vivlioy-quot-agenniti-gi-quot/?fbclid=IwAR144bqo1kxLGWUIwof1j3cjl4oqMxXmRPQphIKdqvzUU5h3GU5aIJt3sa0