Όλα είναι. Υπάρχουν, αλλά όχι εκεί που τα άφησε. Βρίσκονται λίγο πριν ή λίγο μετά. Ίσως να πρέπει να είναι έτσι ή κάπως έτσι• όμως αυτό που την ενοχλεί, είναι που δεν κατάλαβε την αλλαγή. Τα γεγονότα προσπερνούν το ένα το άλλο με σφοδρή ταχύτητα. Αγώνας δρόμου για το αποτέλεσμα.
Μια μεγάλη ταλαιπωρία ακολουθεί τα πράγματα. Τα σέρνει απ’ την μύτη και με βία τα πετάει όπου βρει. Κι έρχεται ο χρόνος με νέα κακουχία να κάνει όσα έμειναν να εξακολουθούν να είναι. Εκεί. Σ΄ ένα χώρο ανυπεράσπιστο από ανάγκη. Κι εγκατάλειψη. Με μια επιθυμία να σέρνεται αβοήθητη και παραγκωνισμένη.
Κάνει πως δεν υπάρχει για να μη την αντιμετωπίσει. Μη χρειαστεί να οπλίσει ένα αντίθετο συναίσθημα, για να μπορεί να βρίσκεται. Να συμπορεύεται μαζί της δίχως να υπάρχει ανάγκη για το αντίθετο.
Μα όμως, η ανάγκη δεν γεννά την επιθυμία; Η επιθυμία δεν κρύβει μέσα της μια ανάγκη; Κάτι που να κρατάει τις αισθήσεις αναμμένες. Ό, τι άτακτο να το διατηρεί για να θυμάται πως είναι καιρός να προχωρήσουν τα πράγματα.
Καμιά φορά κάνει μπάνιο τόσο δυνατά που γδέρνει τη σάρκα της. Φλούδες κολλάνε στα πλακάκια και μένουν. Απολιθώματα όλων αυτών που με μανία διώχνει. Πεθαμένες περίοδοι ζωής μαζεμένες σε πέντε τετραγωνικά, διάσπαρτες, λίγο πριν το τέλος τους.
Ό, τι ζει και μετά πεθαίνει, πρέπει να το αφήνεις στην ησυχία του. Ο τρόπος που κρατάς κάτι και το αφήνεις, δείχνει. Αναδεικνύει το συναίσθημα που έτρεφες ή αυτό που δεν είχες. Η στάση των ανθρώπων είναι εκείνη που γεννά τα επιμέρους προβλήματα.
Εκείνη γνωρίζει πώς να μην αφήνει τίποτα. Αυτή είναι η τραγωδία της. Μαζεύει, στριμώχνει και τοποθετεί με σιγουριά τα σημεία στίξης. Γιατί όλα τονίζονται.
Μια βιβλιοθήκη εποχών με κορμιά και πρόσωπα σε θαλασσί κορνίζες. Και καθρέφτες, για την αλήθεια των πραγμάτων. Περιστοιχίζουν την ύπαρξη που παλεύει να σταθεί.
Βάζει μια στέκα στα μαλλιά της για να βλέπει πιο καθαρά το πρόσωπο. Για να μπορεί να αναγνωρίζει τα σημάδια. Που δεν έμειναν. Στους ώμους της αναπαύονται αγκαλιές απ’ αυτές τις ιδιωτικές που φοβούνται. Τις νανουρίζει σπάζοντας τις χορδές τους, τις βάζει στα χέρια της. Στην κοιλιά της πολλαπλασιάζει όνειρα και κάθε μήνα χάνει κι από μια ζωή. Οι επαφές δεν ευδοκίμησαν για κείνη.
Βάζει στη φορμόλη τα πτώματα για να τα μετρήσει μετά με την ησυχία της. Να τα πενθήσει με πένθος βέβαιο. Νιώθοντας εκείνο τον πόνο για τον πόνο που έχασε. Σαν πατημασιές πάνω σε κάρβουνο.
Σαν όλα όσα είναι μέσα σε εκείνα που δεν φαίνονται.
Μαρία Χρονιάρη
(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου