Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

ΡΟΚ ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΑ





ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΟΠΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ:

"Ό, τι και να πει κανείς για τον συγγραφέα Σταύρο Σταυρόπουλο θα είναι λίγο. Η πορεία του μετά από Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου, είναι ιλιγγιώδης. Κανείς έλληνας συγγραφέας δεν θα μπορούσε να φτάσει εκεί που ο Σταυρόπουλος έφτασε.
Παρακολούθησα την παράσταση με εξαιρετικό ενδιαφέρον και κομμένη αναπνοή. Με το κουμπί του volume στο 9, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στο κείμενο που οι IlluminArti οπτικοποίησαν.
Το να συνδυαστούν τόσες τέχνες επί σκηνής, και κυρίως η ζωντανή μουσική, είναι ένα ρίσκο. Όμως η ομάδα αυτή απέδειξε πως αρκεί να έχεις ψυχή και να αγαπάς αυτό που κάνεις.
Η σκηνοθεσία των IlluminArti και της Μαρίας Χρονιάρη έδωσε όλα εκείνα που ήταν απαραίτητα: Σιωπή, πόνο που φωνάζει χωρίς να μιλά, φωτισμό που κρύβει, φανερώνοντας αλήθειες που σε κάνουν να πιστεύεις πως όσο και να θες, δεν γίνεται παρά να βλέπεις. Μέσα από τα σπαράγματα. Της ψυχής.
Η χορογραφία στο τραγούδι των Radiohead, «Spirit World» ήταν όλα όσα το βιβλίο δήλωνε. Κι εμείς όλοι κάναμε fade out. Again. Συγχαρητήρια στις χορογράφους.
Συστήνω σε όλους να πάτε να δείτε την παράσταση.
IlluminArti και Μαρία Χρονιάρη, ευχαριστώ γι αυτό που παρακολούθησα. Ήταν μοναδικό.
Σταύρο Σταυρόπουλε, σε ευχαριστώ που γράφεις, κι αναμένω το νέο σου βιβλίο. Κι όπως κι εσύ λες στο βιβλίο Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου- με μία παράφραση δική μου- έχεις φτιάξει μία ονειροπαγίδα και μας έχεις κλείσει όλους μέσα".

-Γιάννης Ηλιόπουλος, κριτική του κοινού που δημοσιεύθηκε στο Αθηνόραμα, 2/5/2011


"Δεν υπάρχουν λόγια για τη χθεσινή βραδιά...Μόνο δεκάδες συναισθήματα που σε πλημμύρισαν τόσο γενναιόδωρα οι συντελεστές της παράστασης...Και η «ανάγκη» να τους χειροκροτήσεις από τα πρώτα κιόλας λεπτά...
Σας ευχαριστώ γιατί με κάνατε από χθες να νιώθω πιο πλούσιος, ευτυχής και τυχερός που βρέθηκα απέναντί σας κι εσείς κυριεύσατε το μέσα μου με λόγο, νότες, κίνηση...
Συνεχίστε!"

-Ηλίας Μωραϊτης, 30/04/2011


"Συναισθήματα και ηλεκτρικές νότες, φωνές που συνεπαίρνουν το νου, κίνηση άκρως εσωτερική και πηγαία, τεχνικά άρτια, ερμηνείες λιτές, όπως και τα κουστούμια, αποδίδουν απόλυτα το πάθος και την απόγνωση, την νοσταλγία και το αδιέξοδο, την προσδοκία και την απώλεια.
Άφησα το θέατρο τόσο γεμάτη που τις πρώτες στιγμές δεν ήξερα πώς να περιγράψω αυτό που μόλις είχα ζήσει. Πήρα μαζί μου φεύγοντας την εικόνα των ηλεκτρικών κιθάρων, την κίνηση στον μη-χώρο της σκέψης και την εμπειρία μιας γραφής με ονοματεπώνυμο, που όμως είναι αυτός που τα γράφει όλα αυτά, αλλά και εκείνη, είσαι εσύ και εγώ και ο άλλος και κάποιος ακόμα που ξέρω.
Αντέχω λίγο rock ακόμα. Θα ξαναείμαι εκεί."

-Cleo Eco, 3/05/2011

"Φωνές, χορός, μουσική, έκφραση, πάθος, έρωτας, σιωπή, ανάσες, πόνος, απουσία. Μια παράσταση που σε ταξιδεύει σε μονοπάτια που έχεις ξεχάσει. Γιατί το ροκ είναι η θλίψη στα μάτια σου. Γιατί η ζωή είναι γυναίκα. Γιατί λείπεις.
Για τρεις ακόμη παραστάσεις, κάθε Πέμπτη μέχρι να τελειώσει ο Μάϊος, έχεις να δεις τους ΙlluminArti, να ζήσεις τους Led Zeppelin και την Τσανακλίδου να συνυπάρχουν στο σανίδι, να νιώσεις την ένταση του χορού από τα χτυπήματα και την ανάσα να κόβεται, τις χορδές να συρρικνώνονται και τα σώματα να πάλλονται με πάθος. Εκεί που όλα μοιάζουν να χάνονται τότε είναι που η αγάπη πρέπει να επινοηθεί ξανά.
Μη το χάσεις."

-Βασιλική, 29/04/2011

"μια ώρα....από τις λίγες στιγμές που δεν συνειδητοποιείς που είσαι και τι κάνεις...απλά..ζεις...ζεις την ανάσα σου και το χτύπημα της καρδιάς σου με τη κάθε κίνηση...με τη κάθε λέξη που ένιωθα μέσα από σας…με το κάθε τραγούδι..μπήκατε μέσα μου εκείνη τη βραδιά κι ξυπνήσατε τη κάθε γωνιά του μυαλού και του σώματος, αρκετά κουρασμένο κι απογοητευμένο από το «θέατρο» που παίζω καθημερινά «έξω»…παίζατε ένα τρελοROCK μιας πραγματικότητας που θέλω πολύ να ζω και να τη βλέπω όχι μόνο με όνειρο...δεν κατάλαβα πως και γιατί τελείωσαν όλα...άλλο ένα ξαφνικό χτύπημα μιας ανάγκης για συνέχεια...συνέχεια...καθόμουν χωρίς να σηκωθώ... ένα..δυο..ένα..
είσαστε καταπληκτικοί!!..με ένα ευχαριστώ δεν εκφράζεται..ίσως με τίποτα άλλο..και δεν ξέρω να εκφράζομαι...ξέρω πως ήταν μια τέλεια κι αξέχαστη αρχή..σας εύχομαι καλή συνέχεια παιδιά..αξίζετε τα καλύτερα λόγια..η ζωή δεν θα φτάσει ποτέ στην ημερομηνία λήξης όσο υπάρχετε..όσο υπάρχει μια ROCKψυχή..ένα..δυο..ένα…"

-Τατιάνα Μπογκντάνοβα, 1/05/2011

"Έπος!"
-Ανώνυμος, 1/05/2011


Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΝΟΗΘΕΙ ΞΑΝΑ





Πρεμιέρα για την παράσταση "Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου" του Σταύρου Σταυρόπουλου, απόψε στις 22.00, στο Θέατρο Altera Pars στον Κεραμεικό, από την μουσικοχοροθεατρική κολλετίβα IlluminArti, σε σκηνοθεσία της ομάδας και της Μαρίας Χρονιάρη. Η παράσταση θα ανεβεί μόνο για 4 Πέμπτες. Απόψε, στις 5/5, 12/5, 19/5.

Σας περιμένουμε..

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

ΤΟ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


«Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ου ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία…»
(Παύλος, Προς Κορινθίους επιστολή Α, κεφάλ. ΙΓ)


ΤΑ ΤΟΠΙΑ της Μαρίας Χρονιάρη συσπειρώνουν γύρω τους την διακύμανση μιας ταχυπαλμίας της μνήμης που ωθείται να ανασύρει φαντάσματα και πάλλεται προς το αναπόδραστο της ύπαρξης. Κυρίως, όμως, είναι ανοιχτά στην αγάπη, με τον τρόπο και το μέτρο που η σημερινή κοινωνική συνθήκη αρνείται να ενστερνιστεί.
Εδώ δεν πρόκειται για τη λέξη αγάπη που απλώς εγκολπώνεται την έννοια της εγκατάλειψης ή της ερημίας - εμφανώς επηρεασμένη από την νεωτερικότητα - ή για μια ακόμα εκδοχή αναψηλάφησης του ρομαντισμού.

Το «Εκεί που αλλάζω ζωές» αναζητά, μέσω του αρθρωμένου λόγου του, τις αθέατες ρίζες αυτής της έννοιας, αναδιατυπώνοντας τα ερωτήματα που εξαιρούν – με τον τρόπο που τίθενται – την λαθροχειρία της σημερινής της ετυμολογίας. Το «εγώ» χαμηλώνει πολύ, κατέρχεται την χαίνουσα ιστορία του. Υποτάσσεται κάτω από το βάρος της επιθυμίας ζωής, που είναι τελικά και τελεσίδικα, επιθυμία αγάπης. Πιο απλά: Επιθυμία να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.
Ο μοντερνισμός έκοψε αυτό τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την αγάπη με την θυσία του «εγώ» σε αυτήν, αποκόπτοντάς την συγχρόνως, και από την ακρότατη πνευματική της διεκδίκηση.

Η Μαρία Χρονιάρη, στην πρώτη της αυτή συλλογή, εμμένει σθεναρά στην σχισματική υπεράσπιση αυτής της εγκαταλειμμένης θυσίας:

«Τίποτα δεν έζησα χωρίς να φοβάμαι μην τσαλακωθείς»
(σελ.54)

Ή
«Μην κλείσεις τα μάτια σου απόψε. Θα χαθώ»
(σελ.41)

Ή
«Τελικά η υποχρέωση είναι εκείνη που γεννά την αγάπη ή μήπως η αγάπη κρύβει μέσα της την υποχρέωση;»
(σελ.37)

Ο τρόπος που το κάνει αναθρώσκει μια αλχημεία φρεσκάδας. Ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στις λέξεις και στις ενότητες των φράσεων είναι προσωδιακός. Η ένταση και το πεδίο του λόγου παραπέμπουν - εκ των πραγμάτων -, σε βύθεια εξομολόγηση, μια μικροπερίοδο από διαφάνειες που εμφανίζονται η μία κατόπιν της άλλης και φτάνουν να κορυφώσουν το όποιο νόημα, παραλείποντας όλα τα αινιγματικά διότι.
Αυτή η ένσαρκη στολή των λέξεων συγκροτεί τελικά το ποίημα, ως υποκείμενο της στιγμής, ως κοινωνία έλξης, αλλά και ως μορφή του άφατου, του αναρίθμητου, του ατελούς.

Πολλά θα μπορούσε κανείς να πει για την ανάγκη ή μη ιδεολογικού γίγνεσθαι στο σώμα του ποιητικού λόγου. Γιατί, φερ ειπείν, ένα ποίημα, ως ενιαία μορφή, θα έπρεπε να ακούει ή να υπ -ακούει σε θραύσματα θεωριών του Καντ, του Βάλερυ, του Χάιντεγκερ ή του Αντόρνο (αναφέρω τυχαία ονόματα αγαπημένων μου στοχαστών); Γιατί θα όφειλε – αν όφειλε – να συναντηθεί διακειμενικά με όλη την προηγηθείσα ιστορική παρακαταθήκη ανάλογων έργων, για να τα υπερασπίσει ή να τα αρνηθεί, και από αυτό να κριθεί; Τι συγκροτεί το «θέλω» ενός ποιήματος, και κατά πόσο αυτό το «θέλω» τολμά να αναμετρηθεί με τον διαβατήριο σταθμό της φόρμας του;
Ερωτήματα θέτω. Και αν το ποίημα δεν είναι παρά η ωορρηξία της στιγμής ενός πληθυντικού εαυτού που αγωνίζεται να υπάρξει ως ένας; Αν ένα ποίημα δεν είναι παρά ένα ποίημα, μια δωρεά, δηλαδή, εν ζωή, της θεάς λύπης;

Ουσιαστικά αυτό που κάνει τo ποίημα είναι να «διορίζει» με έναν ανακριβή τρόπο – ο Χάινερ Μίλλερ είχε πει ότι στην τέχνη όλα τα ακριβά είναι ανακριβή – τον έλεγχο των σιωπών πάνω στις καθημερινές λέξεις.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, το «Εκεί που αλλάζω ζωές» πλειοδοτεί σε σιωπές, αφήνοντας έκπτωτες τις λέξεις. Θα μπορούσε να ήταν και ένας θρίαμβος του λίγου στην διασταύρωσή του με το πολύ, μια αειθαλής ερωτοτροπία με το ελάχιστο που είναι όλον.
Η Μαρία Χρονιάρη πότε με την δύναμη της αποφθεγματικής φράσης, πότε με το θραύσμα της χαραγμένης εικόνας, πότε με την αιχμή του συνθήματος – σαν διαρκές διαφημιστικό δόρυ – δημιουργεί ένα παλίμψηστο σημείων, ένα φασματοσκόπιο, όπου το μετέωρο συνοικεί με το κατασταλαγμένο, η τόλμη με το δέος. Αναγνωρίζονται κάποια νήματα. Αμυδρά. Οι λέξεις γίνονται επιγραφές:

«Εκείνο που με πειράζει πιο πολύ είναι που μέσα στα μάτια σου σώπασαν τα συνθήματα».
(σελ. 38)

Η νεαρή ποιήτρια επιπλώνει την αφήγησή της, απολιθώνοντας τα στιγμιότυπα, απελευθερώνοντάς τα, καρέ καρέ, από τα δεσμά της σημασίας τους. Μοιάζουν με φωτογραφίες που όσο τις κοιτάς, βλέπεις κάτι διαφορετικό. Θυμίζουν χαρταετούς που απομακρύνονται.
Η ζωή που γεννά ζωές και γυρίζουν - ως παραισθητικός μύλος - καταρρέει πάνω στα αποσπάσματά της, για να ξαναγεννηθεί νεότερη. Ένας αιώνιος κύκλος σκιών.

«Αύριο θα είναι όλα χτες. Αρκεί το αύριο να είναι σήμερα»
(σελ. 11)

Ακόμη:
«Όλα εξαρτώνται από την αίσθηση του τίποτε. Ληγμένα πυροτεχνήματα που περπατούν στο σκοτάδι. Ευτυχώς που άλλαξα μπαταρία στο φεγγάρι».
(σελ. 28)
Κάθε άνθρωπος επισκέπτεται τις σκιές και τις επικαλείται. Σχεδόν διατάζει την παρουσία τους για να χαθεί μέσα σ’ αυτές, και να ζήσει ως αόριστα ζωντανός στην περιοχή τους. Εκείνο που τελικά ξεπροβάλλει μπροστά του είναι ένας ζωντανός ίσκιος – όπως το έθεσε ο Ρολάν Μπαρτ, στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου». Ένα αποτύπωμα ονείρου, κοσμικό.

Τμηματικά στο βιβλίο, που συνιστά ενιαίο corpus, εκβάλλεται ένας διάλογος, μια υποψία επαφής μεταξύ δυο προσώπων που προσπαθούν να πλησιάσουν, αλλά απομακρύνονται. Ακόμα και αν πρόκειται για φυσική παρουσία, η απεύθυνση της ποιήτριας αποκαθιστά εδώ τον βασικό – και αθέατο – κανόνα του έρωτα: Δεν μπαίνεις ποτέ σ’ αυτόν για να συναντήσεις τον άλλον. Μπαίνεις για να συναντήσεις τον εαυτό σου, χρησιμοποιώντας τον άλλον ως καθρέφτη. Ή ως «φάντασμα». Ο φροϋδικός αυτός όρος απηχεί συνολικά την επιθυμία, αλλά και το αντίθετό της, που είναι η απαγόρευση.
Η ασυνείδητη πάλη των αντιθέτων απλώνεται γεωγραφικά σε όλες τις σελίδες του «Εκεί που αλλάζω ζωές» για να βιάσει την πραγματικότητα και να την σπρώξει στην έξοδο, για να υποστυλώσει το ανεξήγητο και να ασκήσει μοναχικά το χρέος της κραυγής:

«Δεν έχω πια άλλες απορίες για τη ζωή. Μου τις έλυσαν τα φαντάσματα».
(σελ. 55)

«Κάθε μέρα κατεβάζω τα συναισθήματά μου στον κάδο ανακύκλωσης. Με την ελπίδα κάποιος να βρεθεί να τα σώσει».
(σελ. 49)

Δεν πρόκειται για την ίδια μορφή αποδοκιμασίας της πραγματικότητας. Πάλι ο Ρολάν Μπαρτ, κάνει τον εξαιρετικό διαχωρισμό ανάμεσα στο εξωπραγματικό (αυτό που εκφράζεται διαφορετικά) και στο απραγματικό (αυτό που πολύ δύσκολα κατορθώνεται να συμπυκνωθεί ως οντότητα).
Η απώλεια του πραγματικού συμπαρασύρει δυο ακόμη συνεκφράσεις πτώσης: Στη πρώτη περίπτωση (του εξωπραγματικού) το φαντασιακό ανατρέπει την αληθινή εικόνα, υποκαθιστώντας την. Στη δεύτερη, αποδέχεται το ανύπαρκτο, οδηγούμενη μοιραία στην απώλεια και του ονείρου.
Η πράξη των ποιητών ανήκει, κατά κανόνα, στην πρώτη κατηγορία:

«Σε έχω μάλλον επινοήσει».
(σελ. 52)

Όμως:
«Ο χρόνος της ζωής μου κουράστηκε να σε περιμένει. Και μ’ εγκατέλειψε».
(σελ. 46)

Αυτή η μεικτή προσπάθεια αυτοεξορίας, η ταλάντευση ανάμεσα στις δυο καταστάσεις, η μη βεβαιότητα, επιτρέπει και επιστρέφει, τελικά, τον λόγο, που φτάνει στην κάθαρσή του, με την διατύπωση:

«Έτσι κι αλλιώς τα όνειρα οι άλλοι τα σκοτώνουν. Δεν σου αφήνουν ούτε καν την επιλογή να τα σκοτώσεις εσύ».
(σελ. 53)

Ο πόνος ήταν ανέκαθεν ένας ελκυστικός προορισμός, ιδιαίτερα για τους ποιητές που αυθιστορούνται, κατά τον τρόπο που η περιπέτεια των πραγμάτων τούς υποδεικνύει. Λέω για τους ποιητές, γιατί από τους δημιουργούς, είναι, νομίζω, αυτοί με την μεγαλύτερη κληρονομικότητα στον πόνο.
Από κει και πέρα, η διαχείριση αυτού του πόνου, ως εντολή δημιουργίας, καθορίζει και το στίγμα της διαδρομής που θα ακολουθήσουν.
Έχω την αίσθηση, κρίνοντας από το πρώτο δείγμα, ότι στην περίπτωση της Μαρίας Χρονιάρη, η διαδρομή θα είναι μακριά.

Σταύρος Σταυρόπουλος

(όσα είπε ο Σταύρος Σταυρόπουλος στην παρουσίαση του βιβλίου μου, Εκεί που αλλάζω ζωές, στο Floral, στις 4.4.2011)

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ





"Πίσω από αυτό τον εντυπωσιακό τίτλο, το επιβλητικό εξώφυλλο και το βαρύ μόττο από τον Έζρα Πάουντ, τι έκπληξη!: έρχονται ξαφνικά κάτι πιτσιρίκια… Έτσι είχα ονομάσει αυτά τα νεαρά ποιήματα σ’ ένα μικρό σχολιάκι που ανάρτησα στο FB μόλις διάβασα το βιβλίο. Και έτσι είναι: ποιήματα πιτσιρίκια, τρυφερά, οργισμένα, ανυπόμονα, σαστισμένα, πεισμωμένα, συχνά αυθάδη…

Η Μαρία Χρονιάρη κρατά σημειώσεις στα περιθώρια της μέρας και της νύχτας και διαπράττει μικρά ποιήματα, τα οποία είναι σαν βιαστικές, αμελώς κρυπτογραφημένες, εγγραφές των συμβάντων που έχουν πέσει στην αντίληψή της- αλλά και των μη συμβάντων, αυτών που πέφτουν στιγμιαία, σαν αιφνίδιος ίσκιος, σαν αόριστη όχληση στο ασυνείδητο, καθώς διαπερνούν  το προστατευτικό δίχτυ της καθημερινότητας και εξαερώνονται στο ανυπόστατο..

 Οι εγγραφές αυτές είναι αμυντικές και επιθετικές. Συντίθενται από αισθήσεις προαισθήσεις, διαισθήσεις και αναμνήσεις, ανεπεξέργαστες εν πολλοίς, και όχι πάντα δικές της. Υποστασιοποιούνται ως περιστατικά από άλω, από ύλη και από ιλύ – τις αξεδιάλυτες στην ύπαρξη… Γίνονται ποιήματα, ψιχία ψυχής, και αναλαμβάνουν ρόλο σημαδιών, που η ποιήτρια αφήνει ξοπίσω της, καθώς προχωρά, για να μη χάσει το δρόμο της.

Γράφοντας, λοξοκοιτάζει τη ζωή, σαν ανήλικη, «με θυμό και φόβο». Σκέφτεται πως πρόκειται προφανώς για ένα περίπλοκο, μοναχικό παιχνίδι συναναστροφών, χωρίς κανόνες.
Ψάχνει αδιάκριτα πίσω και κάτω από τις σκέψεις, τις σχέσεις, το σώμα, τη μοναξιά του άλλου σώματος, περιεργάζεται και σχολιάζει όλα αυτά τα προικώα της δώρα.

Η ποιήτρια έχει βιοποριστική σχέση με το χώρο της εικόνας. Πιθανόν για το λόγο αυτό οργανώνει σκηνοθεσίες, παρακολουθεί μιμήσεις άλλων ζωών και ασκείται παράλληλα στην εστίαση σε λεπτομέρειες.
Πιθανόν για το λόγο αυτό συλλαμβάνει τον κόσμο της σε μονοπλάνο και τον αναπαράγει / περιγράφει σε κινηματογραφικό χρόνο όπου όλα έχουν συμβεί, όλα συμβαίνουν όλα θα συμβούν ταυτόχρονα: 

Στην άκρη του μόλου με τον παλιό φάρο, χαράζω ορίζοντα με θέα τη φυγή. Θα ξεράσω την άγκυρα με το πρώτο φως που θα δω θάλασσα.

Κρυφά ή φανερά, μέσα στους στίχους της – από τους δήθεν πρωτόλειους ως τους αθώα υποψιασμένους, το μπαλάκι του παιχνιδιού πηγαινοέρχεται συνεχώς, χτυπώντας ανάμεσα στο παρόν και στο άγνωστο και πέφτει πάνω σε ξαφνικές συστάδες λέξεων που λειτουργούν και μόνο με τον ήχο τους ως ξόρκια.

Τα ποιήματά της είναι συχνά μονόστιχα «αποφθέγματα» διατυπωμένα σε μορφή παιδικών γρίφων: 
Αύριο θα είναι όλα χθες. Αρκεί το αύριο να είναι σήμερα.

Η αγάπη, ο κύριος άξονας του βιβλίου, είναι κάτι που την μπερδεύει: δεν ξέρει ούτε πώς να την αντιμετωπίσει ούτε πώς να της φερθεί. Απέναντί της είναι άπληστη, είναι αδέξια, είναι αφηρημένη, είναι αντιφατική, είναι ανεπαρκής. Είναι πολλά από τα πολλά α της αγάπης…

Λιωμένα σ’ αγαπώ στο βάζο με τη μαρμελάδα. Πήγα να πάρω ένα και πασαλείφτηκα, λέει.

Πότε νιώθει σχεδόν τη σκέπη μιας αγάπης να την προστατεύει:
Στο ταβάνι μου υπάρχει μια παράξενη αντανάκλαση αγάπης.

Πότε τα χάνει όλα:
Η χαρά καθόταν κάτω κι έκλαιγε. Μόλις είχε φύγει η αγάπη.

Περνά σε φάση αυτολύπησης και αυτοτιμωρίας:
Καίω το μυαλό μου κάθε φορά. Λίγο πριν λιώσει το σβήνω ρίχνοντας πάνω του τα λόγια σου.

Προσηλώνεται για λίγο σε μια ιαματική ομογενοποίηση αναμνήσεων τετελεσμένου χρόνου:
Εμείς λείπουμε. Λυπούμαι. Κι όμως, εκεί, ώρες πριν το ξημέρωμα, έζησαν όλα όσα μπορέσαμε ποτέ να υπάρξουμε.

Σε κατάσταση απόλυτης διαύγειας κάνει τον ισολογισμό:
Κι όμως εσύ αγαπήθηκες ερήμην σου. Εγώ σ’ αγάπησα εις γνώσιν μου.

Μετά, το φιλοσοφεί:
Πάθος. Λάθος. Ένα σύμφωνο διαφορά. Που όμως χρειάζεται το ίδιο θάρρος.

Καταλήγει και δηλώνει με ενήλικη σοφία:
Σε έχω μάλλον επινοήσει

Τελικά ξεχνιέται και αποφασίζει να συνεχίσει σε άλλη διαδρομή:
Ευτυχώς που άλλαξα μπαταρία στο φεγγάρι

Προκλητικά κυκλοφορεί στο στενό αδιέξοδο του ποιήματος:
μ’ ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα αναπτήρα μυαλό -και συνεχίζει την πορεία της…

Και το ανήσυχο αυτό βιβλίο κλείνει μ’ ένα ανησυχητικό, άπατο, μονόστιχο ποίημα:

Δεν έχω πια άλλες απορίες για τη ζωή. Μου τις έλυσαν τα φαντάσματα."

Παυλίνα Παμπούδη

(Η ομιλία της ποιήτριας Παυλίνας Παμπούδη στην παρουσίαση του βιβλίου μου "Εκεί που αλλάζω ζωές", στο Φλοράλ, στις 4/4/11)

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

ΣΤΟ FLORAL

 



Η Απόπειρα και το Floral books + coffee παρουσιάζουν το βιβλίο της Μαρίας Χρονιάρη, Εκεί που αλλάζω ζωές, τη Δευτέρα 4 Απριλίου, στις 8 το βράδυ, στο χώρο του βιβλιοπωλείου.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Σταύρος Σταυρόπουλος και η Παυλίνα Παμπούδη.
Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει η ηθοποιός Μυρτώ Αλικάκη.

Floral books + coffee: Θεμιστοκλέους 80, 106 81 Εξάρχεια, τηλ: 210/3800070