Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΩ ΖΩΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΥΡΙΖΟΥΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ









Κλείνω τα μάτια και συγκεντρώνω όλες τις αναπνοές στα χείλη και, τότε, όλη η θάλασσα χύνεται μέσα μου


(επικεφαλής στροφή)
Όταν τα ανοίγω τα μάτια, ένα αστέρι πέφτει.
Το πιάνω και το καρφιτσώνω δίπλα απ’ την τσέπη μου.
Εκεί που θα σε βρίσκω κάθε που φεύγεις.

ΛΕΖΑΝΤΑ: Τρέχει η μοναξιά απ’ τα μάτια μου. Κάνει τάφους όπου πέσει.


Ισορροπώ χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Το κοινό από κάτω με ανοιχτό στόμα περιμένει να με καταπιεί.
Δεν πέφτω


ΧΩΡΑ
Βράδυ Δευτέρας. Ακροβατεί.
Μια θάλασσα χωρισμένη στα τρία.


Διαφορετική υφή. Χορός χρωμάτων.
Ο πεζόδρομος, νοητή γραμμή μιας αλλόκοτης γεωγραφίας.
Το παλιό τραίνο χορεύοντας της κλείνει το μάτι.
Ενα καρουζέλ ασάλευτα στημένο απέναντί της με όλα τα καθαρόαιμα να χτυπούν τα πέταλά τους.
Πλησιάζει. Το αγγίζει.
Τα δάχτυλά της βουλιάζουν. Ακινησία. Της στιγμής.
Γλείφει τα νύχια της. Σουφλέ σοκολάτας. Με παγωτό.
Στη μέση.
Ο στενός καναπές έχει πάρει το σχήμα του.
Τη φοράει. Δεύτερο ρούχο. Της αλητείας.
Σκισμένο τζιν σε λευκή επιδερμίδα.
Ένα ευμέγεθες κτήριο στα δεξιά της.
Επιγραφή της Εθνικής. Παλιγγενεσίας;
Του βγάζει τη γλώσσα και προσπερνά καρφώνοντας το πέτρινο οδόστρωμα.
Τα παιχνίδια έχουν τη δική τους ιστορία.
Τα ταΐζουν στρογγυλά μέταλλα για να τα καλοπιάσουν.
Απόψε κανείς δεν θα τα πάρει σπίτι του.
Στο ξύλινο τραπέζι κάνουν παρέλαση τα γράμματα.
Σε ένα ροζ μαξιλάρι, δύο εν τη γενέσει τους νύχτες.
Δεξιά και αριστερά, λέξεις που μυρίζουν καλοκαίρι.
Ένα ραντεβού στο σκάσιμο του κύματος.
Γράφει πάνω στα μάτια της.
Στο λιμάνι περιμένει ένα άλογο.
Μπαλαρίνα που αλλάζει παπούτσια στο ενδιάμεσο των χορών. Μέχρι την ώρα της λήξης.
Θα το σκοτώσουν όταν γεράσει;
Αυτός σιωπηλά παρακολουθεί την εξέλιξη. Μιας γυναίκας. Μοιάζει ευχαριστημένος. Συμφιλιώθηκε.
Έκανε την ειρήνη βραχιόλι και την έδεσε στο χέρι του.
Ο κόσμος πηγαινοέρχεται.
Έτσι όπως στοιχίζονται, μοιάζουν με στρατιώτες την ώρα της πρωινής αναφοράς.
Φόρα το μπουφάν σου.
Δεν έχει φώτα και φοβάμαι.
Το γκάζι ξεχάστηκε σήμερα και άναψε φωτιά.
Δρόμοι αλυκές συνοδεύουν την πορεία.
Το σκοτάδι μυρίζει ιώδιο αέρας τρυπάει τις βλεφαρίδες της. Στη στροφή των Αγίων ακούγεται μια ησυχία.
Οι ρόδες συλλέγουν τα απολιθώματα.
Ένας σκορπιός σκαρφαλώνει στο αυτί της.
Θα με τσιμπήσει; Δύο ινδιάνικες καρδιές, δόλωμα για το δηλητήριό του.
Φυτρώνουν λουλούδια στις πέτρες;
Οι ανθοί γεννήθηκαν για να τροφοδοτούν το κεντρί.
Ένα σμήνος για κάθε βασίλισσα.
Στο νούμερο εννιά έχει ξαπλώσει ένα κρεβάτι.
Η σιωπή είναι το αντάλλαγμα της αγάπης ή η αγάπη της σιωπής;
Χέρια που έγιναν σιδηροτυπία στιγμών.
Στο μέρος που έζησε μαζί του πριν πάει.
Όλες τις υγρές νύχτες ενός καλοκαιριού.
Είκοσι χρόνια πίσω.
Παλινδρομική κίνηση μιας ελπίδας που θέλει να ζει.
Τώρα. Μετά. Εκεί.
Ξανά μαζί.
Με το ίδιο όνομα να ταξιδεύει στο διηνεκές.
Μέσα του. Κυρίως.
Βλέμματα καρφιά, χείλη με γεύση αλμύρα και δυο κορμιά. Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε.
Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του.
Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους.
Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει.
Η ηδονή.
Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.

[Μαρία Χρονιάρη, Βιβλιοθήκη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ 30-12-2010]

(ευχαριστώ τον k ART ά SOS για το όμορφο πάντρεμα των ποιημάτων και του πεζού λόγου μου)

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
http://petrokalamithra.blogspot.com/2010/12/blog-post_30.html

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

ΧΩΡΑ


Βράδυ Δευτέρας. Ακροβατεί. Μια θάλασσα χωρισμένη στα τρία. Διαφορετική υφή. Χορός χρωμάτων. Ο πεζόδρομος, νοητή γραμμή μιας αλλόκοτης γεωγραφίας.
Το παλιό τραίνο χορεύοντας της κλείνει το μάτι. Ένα καρουζέλ ασάλευτα στημένο απέναντί της με όλα τα καθαρόαιμα να χτυπούν τα πέταλά τους. Πλησιάζει. Το αγγίζει. Τα δάχτυλά της βουλιάζουν.

Ακινησία. Της στιγμής. Γλείφει τα νύχια της. Σουφλέ σοκολάτας. Με παγωτό. Στη μέση. Ο στενός καναπές έχει πάρει το σχήμα του. Τη φοράει. Δεύτερο ρούχο. Της αλητείας. Σκισμένο τζιν σε λευκή επιδερμίδα. Ενα ευμέγεθες κτήριο στα δεξιά της. Επιγραφή της Εθνικής. Παλιγγενεσίας; Του βγάζει τη γλώσσα και προσπερνά καρφώνοντας το πέτρινο οδόστρωμα.

Τα παιχνίδια έχουν τη δική τους ιστορία. Τα ταΐζουν στρογγυλά μέταλλα για να τα καλοπιάσουν. Απόψε κανείς δεν θα τα πάρει σπίτι του. Στο ξύλινο τραπέζι κάνουν παρέλαση τα γράμματα. Σε ένα ροζ μαξιλάρι, δύο εν τη γενέσει τους νύχτες. Δεξιά και αριστερά, λέξεις που μυρίζουν καλοκαίρι. Ένα ραντεβού στο σκάσιμο του κύματος.

Γράφει πάνω στα μάτια της. Στο λιμάνι περιμένει ένα άλογο. Μπαλαρίνα που αλλάζει παπούτσια στο ενδιάμεσο των χορών. Μέχρι την ώρα της λήξης. Θα το σκοτώσουν όταν γεράσει; Αυτός σιωπηλά παρακολουθεί την εξέλιξη. Μιας γυναίκας. Μοιάζει ευχαριστημένος. Συμφιλιώθηκε. Έκανε την ειρήνη βραχιόλι και την έδεσε στο χέρι του.

Ο κόσμος πηγαινοέρχεται. Έτσι όπως στοιχίζονται, μοιάζουν με στρατιώτες την ώρα της πρωινής αναφοράς. Φόρα το μπουφάν σου. Δεν έχει φώτα και φοβάμαι. Το γκάζι ξεχάστηκε σήμερα και άναψε φωτιά. Δρόμοι αλυκές συνοδεύουν την πορεία. Το σκοτάδι μυρίζει ιώδιο.Ο αέρας τρυπάει τις βλεφαρίδες της. Στη στροφή των Αγίων ακούγεται μια ησυχία. Οι ρόδες συλλέγουν τα απολιθώματα.

Ένας σκορπιός σκαρφαλώνει στο αυτί της. Θα με τσιμπήσει; Δύο ινδιάνικες καρδιές, δόλωμα για το δηλητήριό του. Φυτρώνουν λουλούδια στις πέτρες; Οι ανθοί γεννήθηκαν για να τροφοδοτούν το κεντρί. Ένα σμήνος για κάθε βασίλισσα.

Στο νούμερο εννιά έχει ξαπλώσει ένα κρεβάτι. Η σιωπή είναι το αντάλλαγμα της αγάπης ή η αγάπη της σιωπής; Χέρια που έγιναν σιδερότυπα στιγμών. Στο μέρος που έζησε μαζί του πριν πάει. Ολες τις υγρές νύχτες ενός καλοκαιριού. Είκοσι χρόνια πίσω. Παλινδρομική κίνηση μιας ελπίδας που θέλει να ζει. Τώρα. Μετά. Εκεί.Ξανά μαζί. Με το ίδιο όνομα να ταξιδεύει στο διηνεκές. Μέσα του. Κυρίως.

Βλέμματα καρφιά, χείλη με γεύση αλμύρα και δυο κορμιά. Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή.

Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.

http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=236934
(Το κείμενο αυτό προδημοσιεύθηκε στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας και αποτελεί μέρος του βιβλίου, "Επειδή Μαζί", εκδ. Απόπειρα 2012)

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

ΗΜΙΤΕΛΙΚΟΣ


Βρέθηκε στον χώρο που τα γεγονότα κολυμπούσαν στα μάτια της. Οι βλεφαρίδες, ομπρέλες ενός νεογέννητου. Στρίμωξε τη θάλασσα σ' ένα σουρωτήρι και το έβαλε πάνω στο στόμα της. Πώς πίνει κανείς το θαύμα;
Λευκές καρέκλες με γεύση οινοπνεύματος. Άν αποφυλακιστεί το φιτίλι, όλα θα γίνουν πορτοκαλί.

Στην οθόνη ο αγώνας δικαίωσε την επιλογή. Υπερίσχυσε το κόκκινο. Έτοιμο σαν πάντα. Ο εκφωνητής μιλά αγγλικά. Δεν μου αρέσουν τα ελληνικά του, λέει. Επιβεβαίωση μιας αδικίας. Χρόνων πριν. Στο γήπεδο, το μόνο χρώμα που έχει σημασία είναι του χλοοτάπητα. Εκείνο που αρκεί: ένα γκολ.

Τα κοχύλια κρέμονται στους λοβούς της. Όλα επάνω της χώρεσαν σ' ένα χρώμα. Ξεγέλασε το ηλιοβασίλεμα και το αιχμαλώτισε. Για μια στιγμή, η αιωνιότητα τυλίχτηκε στον λαιμό της. Πόση ζωή χωράει σε τρία γράμματα; Πώς να συναγωνιστεί τόσα ματάκια; Στο πέρασμα των χρόνων, οι κέδροι ξέχασαν και η γαρμπίλη δεν τη βοηθά. Να δει. Να μάθει. Το μυστικό. Άραγε, ανακάλυψε κανείς το άγιο «χάραγμα»; Εκείνο της προστασίας της όρασης;

Απ' το μπαλκόνι βλέπει το άσπρο χωριό να μεγεθύνεται. Οι αναμνήσεις ψηλώνουν με τον καιρό. Θα μαρκάρει το περίγραμμά της στους τοίχους. Στο επόμενο ταξίδι θ' αναποδογυρίσει το εννιά και απ' την κλειδαρότρυπα θα αναζητήσει τη μνήμη.

Πάνω στο στρώμα ξεκουράζεται το Μεσολόγγι. Σκύβει και το φιλά. Τρίζει το αλάτι στο δέρμα. Μια αλμυρή επαφή σήκωσε Μποφόρ στο σεντόνι της. Όλα ανακατεύτηκαν. Απ' τον βυθό αναδύονται σμαράγδια. Γέμισε το δωμάτιο πολύτιμο. Πόσο μπορεί ν' αλλάξει η αλήθεια, όταν την κοιτάς από άλλη πλευρά; Πώς οι ίδιοι άνθρωποι έκαναν το πριν τώρα;


Μετοίκησε στη γλώσσα του. Όλα της τα υπάρχοντα τα στήριξε στις ρίζες των δοντιών του. Χωρίς ταυτότητα. Με παλιό διαβατήριο. Θα νοικιάσει αυτές τις κοιλότητες των αλλαγών. Αντάλλαγμα, για να αναπνέουν τα γράμματα. Εφτά. Απαρνήθηκε το ένα. Εισπνέει βαθιά. Στην τηλεόραση ο Βαν Γκογκ σκοράρει. Πριν ή μετά το αυτί;

Μέσα στη χούφτα της κρατά μια απορία. Γέρνει προς το μέρος του, για να 'ρθει το μετά. Δύο διαφορετικά σύμφωνα ταξίδεψαν στον χρόνο. Σελίδες βιβλίου γραμμένες στη σέλα μιας μηχανής. Η σκιά ενός δέντρου στην κορυφή ενός αμμόλοφου. Στιγμιότυπα ζωής καρφιτσωμένα στη φούστα της.

Πήγε και βρήκε όλα όσα την περίμεναν. Αγάλματα σκιές. Ασπρόμαυρες. Χώρεσε όλες τις αναπνοές σ' ένα μπουκάλι και το ακούμπησε στο κομοδίνο της. Σφηνάκι νησί. Do you love me?
Ο καναπές μεγάλος. Εκεί ταυτίζονται. Μόνον ένας φόβος: Να μείνει ο τόνος στη θέση του. Και τα καρφιά με το σφυρί να θαφτούν στο άφατο της θάλασσας.

Της Αγίας του χιονιά.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Μείξη Tcaikovski - Waits - Σταυρόπουλος - Χρονιάρη


ΤΟ βραδυ το μπαρ ειναι σκοτεινο. 
Τα γεγονοτα συμβαινουν αναποδα:
η μουσικη ακουει τους ανθρωπους να μιλουν.
Αναπνεουν, εγκαθιστωντας τις μοναξιες τους.
Γουλια γουλια.
Θελει να τους επιδιορθωσει σε λιγα λεπτα.
Ο χαμηλος φωτισμος παρασυρει τις λεξεις σε πτωχευση.
Στην μπαρα έχει χυθει λιγο κρασι.

Μονον η αθωοτητα των στιχων εφημερευει.
Περιθαλπει την αγωνια αυτης της μονιμης απουσιας,
την στεγαζει σε τιτλους.
Αν θες να αλλαξεις τα πραγματα, δεν το συζητας.
Απλως, τα αλλαζεις.
Η αποφαση ειχε απο χρονια παρθει. 
Και ο καιρός εφτασε.
Να κανει τα ονοματα να παψουν και να φυγει ο παρατατικος.
Να γινει μελλοντας τετελεσμενος



Κλεβω τον φιλο μου που περιμενω,
στις Μοιρες.
O καλύτερος βιβλιοθηκάριος του κόσμου με σερβίρει .
ΟΥΊΣΚΙ που δεν πίνω ποτέ ,
το νοθεύω για να το αντέξω,
όπως όλα, μετά ο Ρωσικός Χορός επί δύο,
Tchaikovsky και Waits,
όλα ταιριάζουν αυτές τις μέρες και τίποτα
δεν διαφέρει
από τα καταστροφικά παλιά καλοκαίρια

Калинка, калинка, калинка моя!  саду ягода малинка, малинка моя!

Αναπνέω καίγεται ο λαιμός μου και το στέρνο μου,
πάρε το πακέτο μου έχει κάμποσα μέσα,
σου χαρίζω τον καρκίνο για απόψε,
και για σένα
οι τράκες πρέπει να σταμάτησουν,
το ίδιο και η κοροιδία μεταξύ μας.
ο Κολασμένος Ρώσος Καλόγερος θα μας σερβίρει
απολαυσέ την Νύχτα
απόψε θα καταπιούμε την Νύχτα
θα είναι ένα κωμειδύλιο
που αν και με μέτριες ερμηνείες
θα καταπλήξει άπαντες.


Οσο για την αμφιβολια, 

αυτη θα κοπει στο μονταζ.

(ευχαριστώ τον ADE GIA, που κόλλησε τις λέξεις μου με όλα αυτά τα μυαλά και κυρίως με εκείνο του Σταύρου Σταυρόπουλου)

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
http://adegia.blogspot.com/2010/12/tchaikovsky-waits.html

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

ΘΗΣΕΙΑ

Περπατάει στον ίδιο πεζόδρομο, έξι χρόνια μετά. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι αυτή. Από μέσα. Μια μηχανή κρατάει τσίλιες έξω απ' την παιδική χαρά που κάποτε ήταν λίγη. Σκάβει με τα νύχια της τα χνάρια που ξεχάστηκαν απ' τους τουρίστες και κάθεται στην ιστορία του πλακόστρωτου. Απέναντί της η Ακρόπολη.
Οι βλεφαρίδες της χαράσσουν τις κολόνες. Τα μάρμαρα αναπνέουν ακόμη. Μια καρυάτιδα στρέφει το βλέμμα στον ήλιο που δύει. Βόλτα στο χάσιμο των αιώνων. Αυτό το καλοκαίρι χώρεσε όλα τα χρόνια της στο λακκάκι απ' τον λαιμό του.

Λίγο πιο κει, το παλιό θερινό σινεμά. Η ταινία έχει αρχίσει. Στο Εκράν βλέπει την αλήθεια του τέλους. Εκείνου που απ' την αρχή προκαλείς γιατί ψάχνεις να βρεις τον τρόπο. Για το μη τέλος. Κι όλα παύουν τη στιγμή που μαθαίνεις. Που δεν μπορείς να αντέξεις την απελευθέρωση. Την ανταλλάσσεις για τη ζωή. Και τη νιότη.

Μια σκιά στον τοίχο χορεύει υπό τον ήχο μιας φυσαρμόνικας. Ένα δωμάτιο διπλό. Χωρά μόνο ένα μονό στρώμα. Σιωπή. Έρωτας. Υπόθεση προσωπική. Το καπέλο ενός λαμπατέρ, μάσκα οξυγόνου για τα δάκρυα. Στο παρκέ ξανασταυρώνεται ο Χριστός. Λίγο βούτυρο, η «αγία οικογένεια», βιασμός.

Πόσες εκδοχές της πραγματικότητας χρειάζεται κάποιος για να ζήσει; Ποιό θήραμα και ποιός κυνηγός δανείζει ρόλους; Ο συριγμός μιας σφαίρας. Βγάζει την τσίχλα απ' το στόμα του και την αφήνει. Αποτύπωμα στα κάγκελα για κείνους που θα 'ρθουν. Πώς τον θέλετε τον ήρωά σας;

Το φεγγάρι λίγο πριν από το γέμισμα, με τα σύννεφα να περνούν από μπροστά του, φαίνεται παράξενα πιο φωτεινό. Γέρνει προς το μέρος του. Οδηγούν τη δική τους ιστορία. Μετά, στάση για μια μπίρα κι όλα αλλάζουν νόημα. Η απάντηση δίνεται τη στιγμή που το βλέμμα ενώνει. Όλος αυτός ο πόλεμος, όλη αυτή η μη αλήθεια, πώς γίνεται να γεννήσουν όνειρα;
Ευτυχώς, το αστέρι που είχε προλάβει να δει πέφτοντας, δεν την ξέχασε.

Η απόφαση είχε από χρόνια παρθεί. Και ο καιρός έφτασε. Κατηφόρισαν δύο μέσα στο πλήθος. Μάκρυναν. Έγιναν ένα.Ήρθε για να ξημερώσει. Να κάνει τα ονόματα να πάψουν και να φύγει ο παρατατικός. Να γίνει μέλλοντας τετελεσμένος. Αρκεί, για να φανερώσει τα πράγματα. 

Θα ξεκινήσει μια νέα ταινία. Θα μάθει τα βήματα. Στο ταγκό το μόνο που χρειάζεται είναι να παρακολουθείς τα πόδια των χορευτών. Σ' ένα νησί, στην άκρη του γκρεμού, θα παίξουν όλα τα πλάνα. Ηφαίστειο.

Όσο για την αμφιβολία, αυτή θα κοπεί στο μοντάζ.


Μαρία Χρονιάρη
Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας
Σαββάτο, 18 Δεκεμβρίου 2010

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=233633

(Το κείμενο αυτό προσημοσιεύθηκε στην Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, και αποτελεί μέρος του βιβλίου "Επειδή Μαζί", εκδ. Απόπειρα 2012)

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΩ ΖΩΕΣ 1





Υπάρχεις εκεί που δεν φαίνεσαι. Πάντα κρύβεσαι μέσα σε χάρτινες σακούλες, βιολογικές. Σε ξημερώνω ανάμεσα απ’ τα δόντια μου. Όμως φοβάμαι να κοιμηθώ γιατί κάτω απ’ το μαξιλάρι μου παραφυλάει μια φαλτσέτα. Δώρο της αγάπης που μου χαρίστηκε.

Ο ουρανός κατέβασε ρολά σήμερα. Αποφάσισε ανέντιμα να αλλάξει χρώμα.


(Μαρία Χρονιάρη, Εκεί που αλλάζω ζωές, εκδ.Απόπειρα, 2010)