Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ ΦΩΤΟΣ


-->
Μια εξώκοσμη βεβαιότητα αγκαλιάζει τα κείμενα του βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου, «Πιο νύχτα δεν γίνεται» - Σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου. Μία πραγματικότητα τέλους που συντελείται μπροστά στα μάτια του γράφοντα, δίνοντας τους έναν βιβλικό και προφητικό τόνο. Κείμενα ρεαλιστικά, συμπυκνωμένα, χωρίς κανένα στοιχείο σιωπής. Και όμως. Η σιωπή είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου, η σιωπή είναι αυτή που περιγράφει το κάθε τι καθιστώντας το αναντίρρητα αποδεκτό.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος, γνωρίζει τον τρόπο να υποτάσσει τις λέξεις στο νόημα που ο ίδιος τους δίνει. Λέξεις – σπόροι, που θα ανθίσουν σε εκείνο το έδαφος, που θα αντέξει να δει. Αν κάποιος αποτολμούσε να κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στο έργο του, με εκείνο κάποιου άλλου δημιουργού, το εγχείρημα θα έβρισκε την απάντησή του, μόνο στο όνομα του Γιώργου Χειμωνά. Μεταξύ τους υπάρχει μία ολοφάνερη συγγένεια, μόνο που ο Σταυρόπουλος προσφεύγει σε ένα προσωπικό νόημα, επικαλούμενος τις διαζευκτικές του ρίζες και το εκτινάσσει, το «καθαρίζει» από τις συνέπειές του, για να στήσει τον συμπλεκτικό κορμό της αφήγησής του, για να ακεραιώσει αυτό το «μαζί».
Προχωράει τους χρόνους των ρημάτων, εκεί που η γλώσσα συναντά την αναγέννησή της. Οι λέξεις μιλούν με μία συνείδηση χαρακτηριστική της γραφής του. Μίας απόλυτα νέας γραφής που ανοίγει καινούριους δρόμους, σε ό, τι ως τώρα γνωρίζουμε κι ονομάζουμε λογοτεχνία. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Βιρτζίνια Γούλφ είχε προφητέψει αυτό το νέο είδος λέγοντας: «Θα έρθει ο καιρός που θα υποχρεωθούμε να ανακαλύψουμε καινούργιες ονομασίες για κείμενα που κρύβονται πίσω από τον υπότιτλο «μυθιστόρημα». Θα παρουσιαστεί κάποτε ένα βιβλίο που δεν θα ξέρουμε πώς να το βαπτίσουμε. Θα έχει την μορφή μιάς γραφής που συνηθίσαμε να την λέμε «πρόζα» - όμως θα πρόκειται για μια αλλόκοτη πρόζα, γραμμένη με πολλά στοιχεία της γραφής που συνηθίσαμε να την λέμε «ποίηση».
Το «Πιο νύχτα δεν γίνεται», δεν μπορεί παρά να ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ο συγγραφέας του δεν φοβάται να εμβαθύνει σε νοήματα που μπορεί να προκαλέσουν τη ρωγμή του ορθολογισμού μας. Η μοναδικότητα του λόγου και των εκφραστικών του μέσων είναι τέτοια, που καταργεί σχεδόν αυτόματα τη γνώση μας περί λόγου έως σήμερα. Μας τροφοδοτεί με κείμενα πολυδιάστατα, πολυπρισματικά, βαθύτατα υπαρξιακά. Όσες φορές κι αν διαβαστεί το ίδιο κείμενο, πάντα υπάρχει κάτι νέο για να ανακαλύψεις. Κάτι που σαν δώρο, σε περίμενε για να το βρεις.
Περιγράφει με πολύ άμεσο τρόπο το τέλος όλων εκείνων που συνθέτουν τον ανθρώπινο μύθο. Πρώτα αποδομείται η συμπεριφορά, έπεται η έκπτωση του ανθρώπου, και τελευταίες χάνονται οι λέξεις. Σε εκείνες ο Σταύρος Σταυρόπουλος βρίσκει το έσχατο καταφύγιο, όταν όλα έχουν κριθεί. Τις πλησιάζει και τις κατοικεί με μία ιερότητα, αφουγκραζόμενος την μουσική τους και σεβόμενος την πραγματικότητα που οι ίδιες δημιουργούν.
Σαν συγγραφέας είναι κατά των ορισμών και αυτό το κοινωνεί μαζί μας από την αρχή του βιβλίου, αναφέροντας πως «αυτά τα κείμενα δεν προσχωρούν σε κανένα κίνημα, κι έχουν όλα τα κινήματα μέσα τους μπερδεμένα». Όπως ο ίδιος έχει πει, «η λογοτεχνία δεν συγκροτείται από –ισμούς, είναι η ακραία εκδήλωση ενός πάσχοντος υποκειμένου». Είναι ένας προορισμός. Ένας έτερος είναι η ζωή. Κι ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι υπέρ της ζωής. Φύσει και θέση. «Προς τιμήν της ζωής θα συνεχίσει να βλέπει», όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ομότιτλο κείμενο της σελίδας 173.
Τολμά να σταθεί απέναντι στα σκοτάδια του, βιώνοντας πλήρως και με μοναδικό τρόπο κάθε έννοια, πρόταση, σημείο στίξης που τους αντιστοιχεί: «Άρχισε πάλι να σηκώνει σκοτάδι. Ο ουρανός είναι λερωμένος. Όλες οι όχθες πνίγονται στα χέρια μου. Πουθενά δεν είμαι» ή «Τα όνειρα αλλάζουν αντίο. Το μόνο που κάνουμε είναι να σπαταλάμε κατάγματα, κοιτώντας. Σ’ αυτές τις άδειες καρέκλες μπροστά είναι ο δρόμος μου», όπως λέει στην σελίδα 213.
Παρ’ όλα αυτά, τα κείμενά του έχουν μικρές χαραμάδες φωτός, που αν πιαστείς από αυτές, σε οδηγούν άμεσα σε έναν κόσμο πρωτόγνωρα αληθινό. Όπως για παράδειγμα στην ίδια σελίδα λίγο πιο κάτω γράφει: «Ο πιο μεγάλος ίλιγγος είναι αυτός για τον οποίον αξίζει να ζεις» ή «Ό, τι υπήρξε θα υπάρξει ξανά. Καθετί είναι απόσπασμα», που συναντάμε στην σελίδα 119.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος, μας φέρνει αντιμέτωπους με την εσωτερική μας πραγματικότητα, που σχεδόν πάντα είναι σκληρή και γι’ αυτό δύσκολα την κοιτάμε κατευθείαν στα μάτια. Κυρίως, όταν αφορά στις σχέσεις μας με τους άλλους. Στο κείμενο που φέρει τον τίτλο «Μαζί» γράφει: «Ο άνθρωπος μέσα μου, είναι ανθεκτικός. Τόσο φευγαλέα ανεξάρτητος. Τόσο αδιαπραγμάτευτα μόνος. Με τις πυξίδες του. Ο βυθός της νύχτας. Πού είναι το μαζί;»
Τα λόγια του, ενέχουν το στοιχείο της επανάστασης. Τα κείμενά του, είναι τα ίδια μία επαναστατική πράξη. Επαν – ίσταται και ανασυνθέτει τον κόσμο του. Ποιός μπορεί να διαφωνήσει μαζί του όταν λέει πως: «Η επιβίωση είναι ανταρσία» ή όταν λίγο πιο μετά δηλώνει: «Όταν θες να αλλάξεις τα πράγματα δεν το συζητάς. Απλώς τα αλλάζεις.»
Οι εικόνες που ξεπηδούν μέσα από τα κείμενά του, είναι αναγεννησιακές. Πολυχρωματικές μέσα στο μαύρο τους. Νιώθεις πως είσαι μέρος ενός πίνακα την στιγμή που εκείνος δημιουργείται. Μεταφέρεσαι αυτόματα σε έναν κόσμο που ακόμη κι αν δεν υπάρχει, εμφανίζεται στα μάτια σου με τρόπο αδιαμφισβήτητο. Το «κακό» με τον Σταύρο Σταυρόπουλο, είναι πως τον κόσμο αυτόν, τον βλέπει. Τον ζει. Και προσπαθεί να περιγράψει το τέλος του όντας κι ο ίδιος κομμάτι αυτού του τέλους.
Όσο προχωράς στην ανάγνωση, τόσο περισσότερο ανακαλύπτεις πως όλα όσα προηγήθηκαν δεν ήταν παρά ένα πρόγευμα ζωής που πλησιάζει σε τέρμα. Όταν ο άνθρωπος δεν υπερασπίζεται και δεν επιβεβαιώνει τον μύθο του, τότε το μόνο που απομένει είναι να αφαιρέσεις την πούδρα και το μακιγιάζ και να κοιτάξεις την αλήθεια κατάματα.
Στη λογοτεχνία τα πάντα είναι ρευστά. Σε αυτό μοιάζει με τη ζωή – που όμως παραμένει ανενεργή, μη έχοντας την δυνατότητα ή την ικανότητα να τα ανασυνθέσει, μετατρέποντας την απελπισία σε «παρτιτούρα» δημιουργίας ποτισμένη με ιδέες. Η ανασύσταση ενός κόσμου που έχει διαλυθεί, ενός μύθου που έχει καταρρεύσει, χρειάζεται αρκετό πλεόνασμα φωτός, για να μπορέσουν να δημιουργηθούν εκ νέου οι συνθήκες εκείνες που θα οριοθετήσουν την από του τέλους αρχή. Αυτά τα αποθέματα ο Σταύρος Σταυρόπουλος τα διαθέτει. Εξάλλου, μέσα από την ίδια την γραφή του, δίνεται η συνέχεια ενός κόσμου που έχει χαθεί και προσπαθεί ξανά να τοποθετηθεί σε τροχιά.
Κι αν το εδώ είναι αλλού, τότε όντως «Πιο νύχτα δεν γίνεται».


( Η ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου στα Public της Θεσσαλονίκης, την Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011)

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΕΤΣΙ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ


Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς;
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς;
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ' ακούς

Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς;
Πού μ' αφήνεις, πού πας και ποιός, μ' ακούς;
Σου κρατάει το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μια μέρα, μ' ακούς

Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς;
Των ανθρώπων

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα-ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς;

Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς;
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς;
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δυό μαζί, μ' ακούς;


Οδυσσέας Ελύτης

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

ΞΑΝΑ






Μία σιωπή έσβησε. Ακούω τα βήματά της να απομακρύνονται. Τα ίχνη που αφήνουν τα πέλματα γίνονται οδηγός μου. Πατώ σιγανά για να πιάσω τον ήχο του. Τον βλέπω στο λιμάνι, στα ερείπια της Πορτάρας. Εκεί στον ναό του Απόλλωνα, να πονάει την Αριάδνη του. Του πιάνω το χέρι.Φέγγω με τα δάχτυλα ένα – ένα τα σκαλιά της επιστροφής.

Όλο το νησί δικό του. Ολόκληρος ένα νησί. Ένας αδιάφανος άνθρωπος με ανασυνθέτει κόβοντας τα κομμάτια μου. Αυτό που προκύπτει τελικά είναι πιο πολύ εγώ από μένα. «Κοίτα με», λέει και με γεννάει στο φως. Τα flamingos χορεύουν στον δρόμο. Στα σοκάκια οι νεράϊδες κρατούν ονειροπαγίδες. Ένας χρόνος και τρεις επιστροφές. Η διαδρομή για το μοναστήρι είναι δύσβατη. «Μαζί σου όλα τα μπορώ». Μία προσευχή, ένα τάμα, η εκκλησία που με περίμενε να μπω. Την επόμενη φορά θα δεξιωθώ την ζωή μου.

Στο Καστράκι η γαρμπίλη δεν βοηθά. Μόνο στα μάτια του φανερώνονται τα ματάκια. Στη θάλασσα της Σαχάρας. Ένας λύκος μου δίνει σαλιγκάρια από σμάλτο. Τα κρεμάω στο λαιμό μου. Ένα αδιαμφισβήτητο λάθος είναι η πιο σωστή πληροφορία.

Στη μηχανή μια πεταλούδα κολλάει στην μπλούζα του. Ανοίγει τα φτερά της και τον κυκλώνει. Τώρα τίποτα δεν μπορεί να χαθεί. Ολόγυρά του φτερουγίζουν ψυχές από χρώματα. Όλα θέλουν να τον αγγίξουν. Σε μία γωνία περιμένει η Κασσάνδρα. Κάθε βράδυ την ίδια ώρα. Ένας χρησμός κομμένος στη μέση.
 
Τα παιχνίδια στη Χώρα, ο δρόμος για τα ορεινά, η στροφή των Αγίων. Μέσα στο κάστρο συναυλίες. Οι Ενετοί ακούνε τζαζ. Το σαξόφωνο κι η φυσαρμόνικα τον παίρνουν στα χέρια. Γέρνω στο άνθος των αθανάτων και τον βλέπω να ίπταται. Τώρα ξέρω. Τώρα κάθε φορά ως την επόμενη φορά.

Στο πρόσωπό του είναι χαραγμένες όλες οι ελπίδες μου. Μέσα στη χούφτα του ζουν σφραγισμένες οι στιγμές που θα ζήσω. 

Και μια νύχτα με τις σταγόνες της βροχής θα γράψω με τις βλεφαρίδες του πάνω στο δέρμα μου το τελευταίο βιβλίο της μουσικής του.

Μαρία Χρονιάρη 

(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012)


Πρώτη δημοσίευση στο μπλογκ του Σταύρου Σταυρόπουλου, τον οποίο και ευχαριστώ


http://sstavropoulos.blogspot.com/2011/11/blog-post_11.html