Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

ΜΟΝΟΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ




Η μουσική έχει τη δύναμη, να φτάνει στα έγκατα της ψυχής και να δείχνει. Την εσωτερική πορεία, τα φωτεινά σκοτάδια μας. Να μας μαθαίνει τον ανώτερο εαυτό μας και να βοηθά στην κατανόηση της αλήθειας μας. Παρέα με την Εκάτη, νύχτα Δευτέρας με όλα εκείνα που ποτέ δεν λείπουν. Και μ' εσένα, που είσαι όλα.

Καλή ακρόαση.







Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

ΕΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΟΛΑ



Νύχτα βροχερή κι όλα τα φώτα εντός, αναμμένα στη διαπασών.  Κι εσύ, πανταχού παρών στο χώρο, στον ουρανό, στις νότες, στη σιωπή.  Μέσα στο άφατο βάθος των πιο κρυφών στιγμών. Και την Εκάτη να κοιτά και να χαρίζει. Και τα τραγούδια, που πάντα μιλούν σε όσους ξέρουν ν' αναγνωρίζουν.

Καλή ακρόαση.





Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Η ΛΗΘΗ ΜΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ




η λήθη μου ποτέ δεν κοιμάται


Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Χρονιάρη «Αγέννητη γη», εκδόσεις Σοκόλη, 2017



από τον Γιώργο Ρούσκα //*

 
Αγέννητη γη. Ποια είναι αυτή η γη που δεν γεννήθηκε; Ή δεν γεννήθηκε ακόμα; Η γη της επαγγελίας; Η γη της ολοκλήρωσης; Της ευτυχίας, του εκπληρωμένου έρωτα; Της από κοινού συμπόρευσης; Της τελείωσης; Της συνδημιουργίας; Αυτή όπου καλλιεργείται από κοινού η χαρά, η αφθονία, η ειρήνη; Η γη της αρμονίας και της ισορροπίας; Ένα παιδί που ποτέ δεν γεννήθηκε; Ή το ίδιο το αγέννητο μέλλον; Ή η αγέννητη μνήμη;

Γιατί δεν γεννήθηκε; Αποβολή; Έκτρωση; Ή ούτε καν σύλληψη; Δεν πρόλαβε; Τραγική η παράμετρος του χρόνου. Μήπως τελικά είναι εκείνη η γη που υπάρχει αγέννητη από μόνη της, η γη της σκληρής πραγματικότητας;

Εξαιρετικός τίτλος ποιητικής συλλογής. Στο προσκήνιο η «μήτρα-μάνα» γη. Γη ως ένα ξεχωριστό σύμπαν, ως ψυχισμός, ως μικρόκοσμος ή μακρόκοσμος. Ως επιθυμία αλλά και ως πραγμάτωση.  Η δυναμική του τίτλου συμπεριλαμβάνει τα αμέτρητα επίθετα που καθορίζουν την ισχυρότατη λέξη με τα 2 μόλις γράμματα: γη πλούσια, μοναδική, ορεινή, καμένη, χέρσα, εύφορη, γόνιμη, ξένη, μακρινή, θεϊκή, κλπ.

Στην αρχή του βιβλίου παρατίθενται αντί εισαγωγής 3 μότο και ένα κείμενο, όλα εξαιρετικά. Αναφέρω ένα, το πασίγνωστο εκείνο του Καβάφη:
«Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο το όχι -το σωστό- εις όλη την ζωή του».

Ξεκίνησα να διαβάσω το βιβλίο και παρασύρθηκα από τα χειμαρρώδη του νερά τόσο πολύ που δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν συνάντησα τα περιεχόμενα. Το κράτησα στα χέρια μου μετά και συλλογίστηκα. Είναι ποίηση; Σαφέστατα ναι. Έχει μορφή ημερολογίου; Ναι, χωρίς ημερομηνίες. Είναι επιστολές ανεπίδοτες; Πιθανότατα. Είναι επιστολές προς επίδοση; Ναι. Είναι κείμενα που γράφτηκαν με σκοπό την κατανόηση μιας κατάστασης, μιας απόφασης ή ενός γεγονότος και τη διαχείρισή του; Τη δημοσιοποίηση της θέσης της ποιήτριας με ό,τι καλύτερο διαθέτει τώρα, δηλαδή τις λέξεις; Λέω τώρα, διότι πριν μπορούσε πιθανότατα να γνωστοποιήσει σε έναν τουλάχιστον παραλήπτη τα πάντα με ένα βλέμμα, με ένα άγγιγμα, με μια κίνηση.

Είναι απόπειρα λύτρωσης; Απαντήσεις; Είναι ένα μεγάλο «γιατί» που απευθύνεται προς τον άλλον αλλά και προς εαυτόν; Μέσα μου κάτι φωνάζει δυνατά: ναι!

Τι συνέβη λοιπόν; Χωρίς να έχουμε γνωριστεί με την Μαρία Χρονιάρη, χωρίς να ξέρω τα προσωπικά της, μέσα από τον γραπτό της λόγο και μόνο –αυτό άλλωστε έχει αξία στην ποίηση- βλέπω πως το κίνητρο και το σπέρμα για να γεννηθεί τούτο εδώ το ποιητικό σώμα, τούτη η ποιητική γη, είναι ένας χωρισμός. Για την ακρίβεια είναι «ο Χωρισμός», το μεγάλο «Όχι» που τόλμησε να αρθρώσει, εκπλήσσοντας και τον ίδιο της τον εαυτό.

Δε ξέρω αν ο χωρισμός αυτός είναι πραγματικός ή ποιητικός, αν είναι χάριν του μύθου, πρόσφατος ή παλαιός. Δεν ξέρω αν τη σημάδεψε και πόσο. Κανείς δεν ξέρει. Ο χρόνος θα δείξει. Όλα τούτα δεν έχουν σημασία για τον αναγνώστη. Σημασία έχει η διαπραγμάτευση ενός καθοριστικού για τη ζωή ζητήματος μέσα από την Ύψιστη του Λόγου Τέχνη, το πώς δηλαδή θα κατορθώσει να εκφράσει ποιητικά τον ψυχισμό του ανθρώπου, να επικοινωνήσει, να κραυγάσει αμείλικτα κατηγορώ, να ψελλίσει αμέτρητα γιατί, να στηριχτεί πάνω σε λεπτομέρειες για να μην πέσει, να συνομιλήσει με μνήμες ενεργές. Να ελπίσει, να δώσει χώρο με τη συγ-χώρεση, να ψυχαναλύσει. Αξία έχει εν τέλει το πώς θα διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο μήνυμα προς τον «άλλο» που κάποτε υπήρξε μέρος ενός -πραγματικού ή κατά φαντασίαν- «μαζί» αλλά και προς τον εαυτό του γράφοντος και μέσα από αυτό προς τον κάθε αναγνώστη.  Μπορεί η γη που είχε στο μυαλό της η ποιήτρια να είναι αγέννητη, ή αγέννητη ακόμα -ποιος ξέρει;- μα τούτη εδώ η ποιητική γη είναι γεννημένη. Με καισαρική μεν αλλά με το δυνατό κλάμα ενός υγιέστατου μωρού!

Το πρώτο που συμβαίνει μετά από ένα συνταρακτικό γεγονός, είναι η καταχώρισή του στη μνήμη. Το εξαιρετικά δύσκολο είναι η διαχείριση της μνήμης, άρα η διαχείριση του ίδιου του γεγονότος. Γιατί ό,τι και να γίνει, η μνήμη εμφανίζεται από το πουθενά και σπέρνει ελπίδες, με τους σπόρους που είχαμε καταχωνιάσει στη φυλακή του υποσυνείδητου και τους νομίζαμε καλά ασφαλισμένους.

Η Χαρούλα Αλεξίου το τραγουδά σε στίχους Μανώλη Ρασούλη:
«Όλα σε θυμίζουν, / απλά κι αγαπημένα, / πράγματα δικά σου, καθημερινά /
σαν να περιμένουν κι αυτά μαζί μ’ εμένα / νά ’ρθεις κι ας χαράξει για στερνή φορά».

Η Μαρία Χρονιάρη το λέει ποιητικά με ένα αντιθετικό δίπολο, ενδεικτικό της παλινδρόμησης από το ναι στο όχι, από τη μνήμη στη λήθη:

Τίποτα που να σε θυμίζει
δεν έμεινε
Είδες, σου λέω,
τίποτα απ’ ότι μας άγγιξε
δεν χάνεται στον χρόνο.


Η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια και είναι απρόβλεπτη. Ο Ανώτερος Εαυτός, με το σώμα καθισμένο σε χαλαρή στάση, όπως στον καναπέ του ψυχολόγου, ομολογεί ευθαρσώς το μέγα πρόβλημα:

Θέλω να ξεχάσω
μα η μνήμη μου δεν βοηθά
Θέλω να θυμηθώ
μα η λήθη μου ποτέ δεν κοιμάται.


Ευκαιρία να επισημάνω δύο θέματα. Το πρώτο είναι η τόλμη. Η ποιήτρια έχει περίσσεια, γεγονός που πιστοποιείται και με την παρούσα έκδοση. Το δεύτερο είναι η χρήση των προσώπων στον λόγο της. Η επιλογή του πρώτου ενικού προσώπου γίνεται σε όσα ποιήματα αναφέρεται στον εαυτό της και είναι τόσο επιτυχής, ώστε καταφέρνει να ταυτιστεί ο αναγνώστης μαζί της και να νιώσει ότι μιλάει και εκείνος. Η κατά κόρον χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, χρησιμοποιείται όταν απευθύνεται άμεσα στον «άλλον», μα αργοπίνοντας σαν σπάνιο κρασί τη γραφή της, διαισθάνεσαι ότι απευθύνεται έμμεσα και σε εκείνη. Χωρίς να το καταλάβεις, ανοίγουν δικές σου πληγές που τις νόμιζες γιατρεμένες και πολλοί στίχοι από αυτούς που διαβάζεις, προφέρονται από το στόμα σου. Η Ποίηση αυτή, έχει δυναμική.  

Πώς έφτασε ως εδώ; Έχει περάσει δύσκολα. Απέκτησε εμπειρία, μπήκε για τα καλά στον κόσμο των «μεγάλων»: 

γιατί ξέρει πόσο πονάει η ορφάνια
να κρύβεις μέσα σου όλου του κόσμου
τη θλίψη.


Ο χωρισμός είναι ένας θάνατος. Ακολουθεί το πένθος. Με όλα του τα στάδια. Τα κυριότερα από αυτά ώσπου να φτάσουμε στην αποδοχή -αν φτάσουμε ποτέ- είναι κατά τους ψυχολόγους και κατά την κοινή πια εμπειρία τα εξής: σοκ, άρνηση, θυμός, θλίψη ή κατάθλιψη, προσποίηση, άρνηση, υποτίμηση, αυτοκατηγορία. Πολλά δίνουν το «παρών» στη συλλογή.

Από τα πρώτα που γίνονται για να απαλυνθεί ο πόνος αλλά και για να δούμε καθαρότερα, είναι να εντοπίσουμε τα -κατά τη θεώρησή μας- άσχημα στοιχεία του άλλου, τα ελαττώματα και τις ανάρμοστες συμπεριφορές. Πολλές φορές η υποτίμηση του άλλου, είναι μία ασυνείδητη άμυνα που γίνεται αυτόματα για να μην καταρρεύσουμε. Του ή της λέμε, με τους παρακάτω στίχους ότι: «σε μετράω πια»

με τις μέρες της προδοσίας σου
με τη φωνή που γιόρταζαν ψέματα στον καθρέφτη.

Μετά, έρχονται οι αποκαλύψεις μία μία. Αναρωτιέται το ποιητικό υποκείμενο:

  • Υπήρξες στ’ αλήθεια ως έτερον ήμισυ;
Απαντά:
Ποτέ δεν υπήρξες
Ήσουν η επινόηση μιας εξαντλημένης πραγματικότητας.

  • Ήρθες όντως στη ζωή μου;
Δεν σε γνώρισα ποτέ
Κι αν ίσως κάποτε ήρθες
είναι γιατί η φαντασία μου
γεννάει πάντα ζωή.



Σποραδικά, έρχονται συνειδητοποιήσεις, αποκρυσταλλώνονται αίτια, κίνητρα, αποτελέσματα. Προσωπεία πέφτουν. Αφορούν στο τώρα:

  • Είναι πολλά που περίμενα
μα σταυρώθηκαν στη σκόνη

  • τώρα πια ξέρω
Για να ορίζεις τον φόβο σου
πρέπει να ουρλιάζεις ζωή

Αφορούν και στο τότε:

  • Σε αγάπησα όπως τα παιδιά αγαπούν / τους αγγέλους
Κι εσύ με κατακρήμνισες από κάθε βράχο
που η ηχώ μας φωνάζει
 
o    Και σε κοιτώ δίχως να έχεις τίποτα να πεις
και με κοιτάς χωρίς να περιμένεις τη σκιά μου
Κι όλο να χάνουμε ζωή

  • Ζω μέσα στα πέντε μέτρα
της λογικής σου

  • Όταν διψούσες γινόμουν θάλασσα
κι όταν πεινούσες ήμουν για σένα ψωμί
Ξέχασα μέσα σου όλο το είναι μου
κι όταν το βρήκες είπες πως ούτε κι αυτό
σου φτάνει.



Εδώ οφείλω να επισημάνω –μιλάνε και οι δικές μου πληγές- ότι η ευθύνη είναι κοινή. Αν δεις ότι ο άλλος δεν ανταποκρίνεται μία, δύο, τρεις, αν τον δεις να είναι «αλλού» από εκεί που εσύ για «εσάς» ονειρεύεσαι, αν έμπρακτα δεν σε τιμά, δεν σε σέβεται, δεν σου αναγνωρίζει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και σου στερεί την ελευθερία σου, αν σε καταπιέζει και εσύ επιμένεις, τότε δεν έχει μόνο εκείνος θέμα. Έχεις και εσύ που κάνεις πως δεν βλέπεις. Αν στο όνομα μιας ανεξήγητης έλξης ή μιας εικονικής πραγματικότητας δικής σου κατασκευής, αν στο κρυμμένο όνομα ασφάλειας, συμφέροντος, ή ακόμα και επιβεβαίωσης της ύπαρξής σου μέσα από τον πόνο ή την υποταγή μένεις σε μια κατάσταση όπου θυσιάζεσαι και αφήνεις τον άλλον να σε τσαλαπατάει, φταις εξ’ ίσου, έχεις την ίδια με εκείνον ευθύνη.

Ίσως και μεγαλύτερη, γιατί ο άλλος μπορεί να μην έχει απόλυτη συναίσθηση. Μπορεί να έχει μεγαλώσει έτσι, να το θεωρεί φυσιολογικό. Το θέμα είναι εσύ τι κάνεις.
Όταν λέω εκείνον, εννοώ τον άλλο, αδιάφορα από το γένος του. Να ξεκαθαρίσω ακόμη πως όταν μιλώ στην προσέγγισή μου αυτή σε δεύτερο πρόσωπο, εννοώ πρώτο, εμένα, προς άρση κάθε παρανοήσεως.

Τώρα, τα σκέφτεσαι ίσως λίγο διαφορετικά. Καθαρότερα. Κάπου κάπου μπορεί να φτάνεις στα άκρα, κανείς όμως δεν θα σε παρεξηγήσει. Παραλογισμός ή πικρή αλήθεια, οι στίχοι σου λένε ότι:

η μόνη ελευθερία στην αγάπη
ονομάζεται θάνατος.


Εδώ θα θυμίσω μόνο τον στίχο «Ότι κραταιά ως Θάνατος Αγάπη»
από το Άσμα Ασμάτων, με το οποίο υπάρχει συνάφεια για να μην πω ταύτιση. 

Το φαρμάκι και μάλιστα ως πικρή ειρωνεία είναι το επιδόρπιο που συνοδεύει συχνά το γεύμα των εδεσμάτων της αγάπης. Έτσι, συχνά μένουν πίσω σκληρές διαπιστώσεις:

Ξέρεις, η ανταμοιβή στον ρόλο
που φόρεσες
είναι πως κανείς δεν θα μάθει
πώς είναι να σκοτώνεις
Με το χέρι που
χάιδευες
Με το ίδιο χέρι που αγαπούσες.


Θέλεις έστω και για λίγο να έχεις τον πρώτο λόγο. Δηκτικά του λες:

Μη φοβάσαι, δεν θα πω σε κανέναν
ότι ο άντρας που αγάπησα
είναι το μαχαίρι που τεμάχισε
τη ζωή μου.


Η φάση αποδοχής της νέας κατάστασης, περνάει πολλές φορές και από τη σφοδρή επιθυμία για εκδίκηση που δίνεται -ας μου επιτραπεί- με έναν λυρικό ρεαλισμό:

Θα έρθει μια μέρα
που θα πονάς
με κάθε λυπημένο μου ποίημα
Με κάθε γράμμα
που τη σελίδα θα χαράζει
Με κάθε γιατί
που θα θυμάσαι πως δεν ρώτησες.


Η ελπίδα λένε πεθαίνει πάντα τελευταία. Να ήταν μόνο αυτό! Είναι στιγμές που θέλεις να τα αλλάξεις όλα, να γίνουν έτσι όπως κατά τη γνώμη σου θα «έπρεπε» να είναι. Θέλεις πάλι να τα αναλάβεις όλα επάνω σου, μα ξεχνάς στη βιασύνη σου να ρωτήσεις τον άλλο αν θέλει. Του δίνεσαι πάλι άνευ όρων:

Κι όταν θα πέφτει η νύχτα
θα αναπνέω μέσα σου φως
για να βγάλω απ’ τη φυλακή
την πιο λευκή ψυχή σου.


Σε στιγμές που σε πνίγει το δίκιο, αποζητάς διακαώς επαφή. Επικοινωνία:

Και κάτι ώρες όπως αυτή
θέλω να ’ρθω
να σε βρω
να σου πω
πως είσαι όλες οι πατρίδες
της θλίψης μου.


Έρχονται και οι θύμησες από καθοριστικές στιγμές, από σημαδιακές κινήσεις, από ανεπανάληπτες όσο και πρωτόγνωρες επαφές, να ανάψουν καινούργιες φωτιές, φανερώνοντας πως και αυτές που θεωρούσες σβηστές, καίνε ακόμα. Κυρίαρχη αίσθηση όλων; Η του αγγίγματος. Σε πολλά ποιήματα ομολογείται:

  • κι από τα χέρια σου
στάζουν φωνές όλων των άμετρων αιώνων

  • μετάλαβα όλα τα καλοκαίρια
που ξυπνούσαν τα χέρια σου

  • Κρατούσα στις χούφτες μου
όλη τη θάλασσα

  • Υπάρχω εδώ
που οι παλάμες μας βούλιαξαν

  • Τα χέρια σου
ποτέ δεν ήταν δικά μου

  • Πήρα τα χέρια σου και σκότωσα
την ψυχή μου




Αναρωτιέσαι τελικά αν είσαι ερωτευμένη(-ος) ακόμα. Τότε ήσουν. Το ξέρεις καλά. Πώς; Αφού λες:

Επινόησα τον κόσμο
για να μπορέσεις να υπάρξεις
               
θυμίζοντας τον μεγάλο μας ποιητή Τάσο Λειβαδίτη:

«Γι’ αυτό έγινε ο κόσμος μάτια μου, / γι’ αυτό, για να σε συναντήσω».

Ναι, σε αυτό εκείνος έχει δίκιο… Δεν μου ζήτησε εκείνος να επινοήσω τον κόσμο για να μπορέσω να υπάρξω. Εγώ τον έπλασα, εγώ τον φαντασιώθηκα, εγώ υποχώρησα. Εγώ θεοποίησα εκείνον. Αυτός υπήρχε. Έτσι όπως ήταν και πριν. Με μάσκα ή χωρίς. Εγώ δεν έβλεπα. Εγώ τον ήθελα μέσα σε έναν άλλο κόσμο, στον  κόσμο μου, στον κόσμο μας. Ευθύνομαι; Ναι!

Κινείσαι με μεταπτώσεις. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια δικαιολόγησης της συμπεριφοράς του άλλου, επαναλαμβάνεις τα λάθη που έκανες και πριν. Φορτώνεσαι τα πάντα. Κατηγορείς τον εαυτό σου. Για όλα φταις εσύ και η κακή σου μοίρα. Λες:

Φταίει που γεννήθηκα φθινόπωρο
και το όνομά μου είναι Μαρία.


Ίσως να σε βολεύει η ταύτιση με τον πόνο της Μαρίας της Μαγδαληνής, με τη θυματοποίηση της Μαίρης Παραγιωταρά. Με τη Μαρία Κάλλας. Με την αγαπημένη μου Μαρία Πολυδούρη. Αποζητάς οίκτο;

Μαρία, μην ξεχνάς τη λάμψη του ονόματος που φέρεις. Άσε τη χριστιανική ετυμολογία. Στον Όμηρο (Οδύσσεια λ326), υπάρχει η λέξη «μαίρω» που σημαίνει λάμπω, ακτινοβολώ. Το όνομά σου ακτινοβολεί, λαμποκοπά. Όπως και η θάλασσα, mare στα ιταλικά.
Όπως και εσύ! Καιρός για αποφάσεις.

Πιστή σου άμυνα, ασφαλής καταφυγή οι λέξεις. Είναι εκεί, τις γνωρίζεις καλά, τις κάνεις άλλοτε μαχαίρι και άλλοτε χάδι. Η γραφή είναι νησίδα σωτηρίας. Τώρα αν θέλεις να κρατήσεις κάτι στη ζωή που ξέρεις πολύ καλά ότι δεν υπάρχει, δικό σου θέμα:

Άλλον τρόπο δεν ξέρω να σε κρατάω ζωντανό
απ’ το να σε κάνω λέξεις.


Το επισημαίνω για να δείξω ότι έχουμε δρόμο ακόμα. Όλοι. Το ξέρεις καλά και εσύ, το γράφεις κιόλας πάνω στο υπέροχο ταφικό επίγραμμα της πρώην σχέσης σου:

Ποια πραγματικότητα
είναι αρκετά πραγματική
ώστε να αντέχει την ίδια της τη φύση;

Δεν πειράζει. Θα καταλάβεις. Κάποτε ίσως πεις: «Καλέ μου εαυτέ, έλα. Πάμε μπροστά στον καθρέφτη». Θα κοιτάξεις τα μάτια σου που θα σε κοιτάνε και θα πεις : «Με συγχωρώ. Με αποδέχομαι. Με κατανοώ. Με τιμώ. Με αγαπώ.»

Όμως απόψε, τα δάκρυα στέρεψαν. Δεν έχεις άλλο κουράγιο. Στο τελευταίο σου ποίημα, συμπυκνώνεις:

Σε κοίταζα / και τα μάτια μου γέμιζαν θλίψη / … /
«Ποτέ πιά»


Η ζωή σου ήταν Έρημη χώρα, σαν αυτή του T.S. Eliot. Από εκεί το «ποτέ πια». Το βλέπεις. Αποφασίζεις να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου. Επιτέλους! Ποτέ πια παρωπίδες, ποτέ πια υποχωρήσεις, ποτέ πια παράβλεψη.
Ποτέ πια θλίψη, πόνος, ποτέ πια εξιδανίκευση, παράδοση άνευ όρων, εξάρτηση.

Όμως, δεν έχεις ακόμα συμφιλιωθεί με τον ανεμοστρόβιλο που τα πήρε και τα σήκωσε σχεδόν όλα. Οργή, θυμός, βία, δεν έχουν καταλαγιάσει ακόμα εντός σου. Θέλεις χρόνο.
Με τους τελευταίους στίχους σου φτιάχνεις ένα αμείλικτο ερώτημα που απευθύνεις σε «εκείνον», αλλά με το θάρρος της επαφής μου με τη νεογέννητη «Αγέννητη Γη», το διαβάζω κοιτάζοντας και τη μητέρα της, εσένα, αλλά και εμένα και όποιον ήθελε ακούσει : 

Άραγε θα συγχωρήσεις ποτέ τον εαυτό σου
για τη ζωή που δεν ζήσαμε;


Κάποια νύχτα -μέρες πριν- επηρεασμένος από τα ποιήματα, ρώτησα τον εαυτό μου, κοιτάζοντας τα δάκρυα να διπλασιάζονται στον καθρέφτη μου:

Άραγε θα συγχωρήσεις ποτέ τον εαυτό σου
για τη γη που έμεινε αγέννητη;


Η ανωτέρω προσέγγιση, εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Café στις 20-02-2018.



* ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

Το κείμενο της κριτικής του Γιώργου Ρούσκα, δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό Περιοδικό Fractal. Δείτε εδώ:


Τα δικαιώματα των φωτογραφιών στην ανάρτησή μου, ανήκουν στους: Χάρη Τσιλόπουλο, Μανόλη Μπαρδάνη, Γεωργία Λιάμπη, Άννα Μαρινάκη. Οποιαδήποτε χρήση τους χωρίς την άδειά των φωτογράφων είναι παράνομη.