Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα. Ο χρόνος, ερχόταν προς το μέρος μου κατά κύματα. Μέσα σ’ αυτόν τον λεηλατημένο ναό. Όλοι οι σταυροί ήταν πεσμένοι. Έπιασα να σκαλίζω με τις παρανυχίδες μου τους τοίχους. Να βγει ό,τι είχαν καταφέρει να θάψουν. Απ’ έξω βούιζε μια ανυπεράσπιστη σιωπή. Μη φοβάσαι, της είπα. Όταν φύγω θα σε πάρω μαζί.
Δεξιά κι αριστερά σπασμένες καρέκλες. Σαν κάποτε γιορτή. Σαν κάποτε αγάπη. Γιατί κανείς δεν τακτοποίησε πριν φύγει; Στην κεντρική κολώνα, την μόνη που είναι ανέπαφη, μια σχισμή ακροβατεί φως. Εκεί βρίσκονται όλες οι συγγνώμες του. Τις φόρεσα στα δάχτυλα και προχώρησα.
Μια μαρμάρινη σκάλα γεμάτη βροχή με οδήγησε στο πατάρι. Τίποτε δεν έμοιαζε με αύριο. Οι ημερομηνίες είχαν λήξει. Τσαλακωμένες επιδερμίδες, σπαταλημένες στιγμές, χιόνι. Μαύρο, πετρωμένο χιόνι. Άρχισα να φυσάω ώσπου τα μάτια μου μάτωσαν. Μια σταγόνα φωτιάς έπεσε στο πάτωμα. Σιγά σιγά εξαπλώθηκε σ’ όλο τον χώρο.
Κοίταξα κάτω. Η σχισμή είχε τώρα μεγαλώσει. Κατέβηκα την σκάλα τρέχοντας. Ήθελα να προλάβω τη ζωή της. Με προσοχή έπιασα τους σταυρούς και τους έβαλα έναν έναν στους τοίχους. Ό, τι ήταν θαμμένο, άρχισε τώρα να φανερώνεται. Πρώτα βγήκαν τα πόδια. Ακολούθησαν τα χέρια, ο κορμός, το κεφάλι. Τελευταία εμφανίστηκαν τα μάτια. Ανοιχτό καφέ. Τον κοιτούσα. Μια ανάρχαιη μελωδία ακούστηκε. Έκπτωτη ησυχία.
Βάδισα προς το μέρος του. Έβαλα τα χέρια του ανάμεσα στους μηρούς μου. Κεκαλυμμένη δουλεία. Αφαίρεσα λίγο κίτρινο απ’ τα μαλλιά μου και το ακούμπησα στους ώμους του. Όταν η γη γλιστράει, όταν ο ήλιος κρυώνει, να έρχεσαι σε μένα, του είπα.
Άφησα το βλέμμα μου να κυλήσει επάνω του. Όλα είχαν επιστρέψει.
Σε μένα.
Μαρία Χρονιάρη
( από το βιβλίο μου "Επειδή Μαζί", εκδ. Απόπειρα 2012)
Μαρία Χρονιάρη
( από το βιβλίο μου "Επειδή Μαζί", εκδ. Απόπειρα 2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου