Βράδυ Δευτέρας. Ακροβατεί. Μια θάλασσα χωρισμένη στα τρία. Διαφορετική υφή. Χορός χρωμάτων. Ο πεζόδρομος, νοητή γραμμή μιας αλλόκοτης γεωγραφίας.
Το παλιό τραίνο χορεύοντας της κλείνει το μάτι. Ένα καρουζέλ ασάλευτα στημένο απέναντί της με όλα τα καθαρόαιμα να χτυπούν τα πέταλά τους. Πλησιάζει. Το αγγίζει. Τα δάχτυλά της βουλιάζουν.
Ακινησία. Της στιγμής. Γλείφει τα νύχια της. Σουφλέ σοκολάτας. Με παγωτό. Στη μέση. Ο στενός καναπές έχει πάρει το σχήμα του. Τη φοράει. Δεύτερο ρούχο. Της αλητείας. Σκισμένο τζιν σε λευκή επιδερμίδα. Ενα ευμέγεθες κτήριο στα δεξιά της. Επιγραφή της Εθνικής. Παλιγγενεσίας; Του βγάζει τη γλώσσα και προσπερνά καρφώνοντας το πέτρινο οδόστρωμα.
Τα παιχνίδια έχουν τη δική τους ιστορία. Τα ταΐζουν στρογγυλά μέταλλα για να τα καλοπιάσουν. Απόψε κανείς δεν θα τα πάρει σπίτι του. Στο ξύλινο τραπέζι κάνουν παρέλαση τα γράμματα. Σε ένα ροζ μαξιλάρι, δύο εν τη γενέσει τους νύχτες. Δεξιά και αριστερά, λέξεις που μυρίζουν καλοκαίρι. Ένα ραντεβού στο σκάσιμο του κύματος.
Γράφει πάνω στα μάτια της. Στο λιμάνι περιμένει ένα άλογο. Μπαλαρίνα που αλλάζει παπούτσια στο ενδιάμεσο των χορών. Μέχρι την ώρα της λήξης. Θα το σκοτώσουν όταν γεράσει; Αυτός σιωπηλά παρακολουθεί την εξέλιξη. Μιας γυναίκας. Μοιάζει ευχαριστημένος. Συμφιλιώθηκε. Έκανε την ειρήνη βραχιόλι και την έδεσε στο χέρι του.
Ο κόσμος πηγαινοέρχεται. Έτσι όπως στοιχίζονται, μοιάζουν με στρατιώτες την ώρα της πρωινής αναφοράς. Φόρα το μπουφάν σου. Δεν έχει φώτα και φοβάμαι. Το γκάζι ξεχάστηκε σήμερα και άναψε φωτιά. Δρόμοι αλυκές συνοδεύουν την πορεία. Το σκοτάδι μυρίζει ιώδιο.Ο αέρας τρυπάει τις βλεφαρίδες της. Στη στροφή των Αγίων ακούγεται μια ησυχία. Οι ρόδες συλλέγουν τα απολιθώματα.
Ένας σκορπιός σκαρφαλώνει στο αυτί της. Θα με τσιμπήσει; Δύο ινδιάνικες καρδιές, δόλωμα για το δηλητήριό του. Φυτρώνουν λουλούδια στις πέτρες; Οι ανθοί γεννήθηκαν για να τροφοδοτούν το κεντρί. Ένα σμήνος για κάθε βασίλισσα.
Στο νούμερο εννιά έχει ξαπλώσει ένα κρεβάτι. Η σιωπή είναι το αντάλλαγμα της αγάπης ή η αγάπη της σιωπής; Χέρια που έγιναν σιδερότυπα στιγμών. Στο μέρος που έζησε μαζί του πριν πάει. Ολες τις υγρές νύχτες ενός καλοκαιριού. Είκοσι χρόνια πίσω. Παλινδρομική κίνηση μιας ελπίδας που θέλει να ζει. Τώρα. Μετά. Εκεί.Ξανά μαζί. Με το ίδιο όνομα να ταξιδεύει στο διηνεκές. Μέσα του. Κυρίως.
Βλέμματα καρφιά, χείλη με γεύση αλμύρα και δυο κορμιά. Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή.
Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου