Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΡΤΕΣΗΣ - Ο ΞΕΝΟΣ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

 



22 Δεκεμβρίου 1976.
Σε ένα ορεινό χωριό της Λάκκας Σουλίου.

Το τραπέζι είχε ήδη στολιστεί με τα κόκκινα τριαντάφυλλα του κήπου, μέσα στο γυάλινο βάζο δώρο της θείας Καλλιόπης από το παζάρι το περσινό Πάσχα, για τη γιορτή της Λαμπρινής. Ένα χρωματιστό πλισέ τραπεζομάντηλο για ειδικές περιστάσεις είχε πάνω του τα καλά σερβίτσια, γεμάτα με καλούδια που τόνιζαν τη σπουδαιότητα της στιγμής: κουλουράκια με σουσάμι, ηπειρώτικες πίτες, ζεστός τραχανάς και τυριά, ψητό αρνί και φυσικά την κανάτα με το κρασί. Στο παλιό πέτρινο σπίτι επικρατούσε αναβρασμός· ο Βασίλης παρακολουθούσε με απορία και του φαινόταν αλλόκοτη και ασυνήθιστη αυτή η αναστάτωση. Μα κι αυτός ένιωθε μια παράξενη αίσθηση, μια γλυκιά προσμονή. Προσμονή για τον πατέρα του, τον Κωνσταντή, που γύριζε από τη Γερμανία, όντας μετανάστης, έπειτα από εφτά χρόνια. Τους έβλεπε όλους να τρέχουν, να ετοιμάζουν, να αδημονούν με σφιγμένα χαμόγελα, κι είχε παρασυρθεί κι αυτός σε τούτη την τρέλα της αναμονής.

Η μάνα του, η Λαμπρινή, φορώντας το καλό, σκούρο καφέ κυριακάτικο φόρεμά της, κανόνιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες του τραπεζιού. Η θεία Καλλιόπη, αδερφή του πατέρα του, πήγαινε μια από δω και μια από κει, σέρνοντας τα στρουμπουλά πόδια της. Η αδερφή του, η Δημητρούλα, πέντε χρόνια μεγαλύτερη ο Βασίλης ήταν δεκατεσσάρων έμοιαζε με ουρά της Λαμπρινής, μιας κι ήταν διαρκώς πίσω της, έτοιμη να βοηθήσει σε ό,τι της ζητηθεί. Στην αυλή με τα δύο ξύλινα παγκάκια και τις δανεικές καρέκλες από τη γειτονιά, λόγω της ημέρας, συνωστίζονταν κι άλλοι πιο μακρινοί συγγενείς, θείοι και ξαδέρφια. Η μόνη που έδειχνε αγέρωχη, χωρίς να καταπιάνεται με κάτι, ήταν η γιαγιά του η Βάγια, μάνα του Κωνσταντή, καθισμένη στην παλιά αρχοντική πολυθρόνα, μες στα μαύρα της ρούχα. Η μόνη κίνηση που έκανε κάθε τόσο, ήταν να σηκώνει ελαφρά το σάλι της και να ισιώνει το μαντήλι της, φανερώνοντας κι εκείνη λίγη από την ταραχή της. Δίπλα της, στο τραπεζάκι με το πλεκτό, ήταν ακουμπισμένο το κασετόφωνο που δεν είχε σταματήσει απ’ το πρωί να κελαηδά. Τώρα ακούγονταν τα λόγια ενός δημοτικού τραγουδιού: «Σου στέλνω μήλο, σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, μωρέ ξένε μου.»

Φτάνοντας ο Κωνσταντής, αφού χαιρέτησε στην αυλή έναν έναν όλο το συγγενολόι, μπήκε στο σπίτι και πήγε κατά σειρά πρώτα στη μάνα και την αδερφή του κι έπειτα στη γυναίκα και την κόρη του, αγκαλιάζοντας και φιλώντας την καθεμιά τους. Τέλος, το βλέμμα του πήγε στον Βασίλη, που είχε να τον δει από όταν ήταν εφτά χρονών. «Έλα εδώ ρε κερατά» του λέει, «μεγάλωσες», και του δίνει ένα μπάτσο στο σαγόνι. Ο Βασίλης κοίταζε αμήχανος και κάπως φοβισμένος αυτόν τον αγριάνθρωπο που εισέβαλε σπίτι του και που έλεγαν ότι είναι ο πατέρας του. Μα αυτός δεν ένιωθε τίποτα, καμιά έλξη για τον «ξένο» με τα τραχιά χαρακτηριστικά, τους γκρίζους κροτάφους και το κάπως ατημέλητο ντύσιμο. Έφτασε στο σημείο να ρωτήσει τη Λαμπρινή: «Μάνα, αυτός είναι δικός μας;» Κι εκείνη, βάζοντας το χέρι της στο στόμα, δείχνοντάς του να σωπάσει, τον μάλωσε χαμηλόφωνα: «Σσσ... τι λες, μωρέ φιδοδαγκαμένε; Πάψε μη σ’ ακούσει ο πατέρας σου κι έχουμε μπλεξίματα.»

Ο Βασίλης, από μικρός, ήταν εσωστρεφής, συνεσταλμένος, και τώρα στην εφηβεία ήταν οξύθυμος, έτοιμος για καβγά χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Περνώντας οι μέρες στο σπίτι, και με το «νέο» μέλος σε ρόλο επιθεωρητή, κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό του, γινόταν απόμακρος, απαντούσε μονολεκτικά και έλειπε πολύ συχνά από το σπίτι. Σε μία από τις λίγες κουβέντες που είχαν με τη μάνα και την αδερφή του, προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι ο πατέρας τούς αγαπάει και πως ό,τι έκανε τόσο καιρό στην ξενιτιά, το έκανε γι’ αυτούς, για να μην τους λείψει τίποτα. Όμως ο Βασίλης αδυνατούσε να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να τους αγαπάει από μακριά για εφτά ολόκληρα χρόνια. Και πώς ήταν δυνατόν να λείπει απ’ το μεγάλωμα του γιου του, στην πιο τρυφερή του ηλικία. Είχε πιάσει πολλές φορές τον εαυτό του να ζηλεύει τους συμμαθητές του: όταν οι πατεράδες τους έρχονταν να πάρουν τους βαθμούς απ’ το σχολείο ή όταν στις παρέες τα άλλα παιδιά διηγούνταν ιστορίες με τον πατέρα τους, αυτός δεν είχε τίποτα να μοιραστεί κι η ζήλια φώλιαζε στην παιδική ψυχή του.

Ένα μεσημέρι, κι ενώ ο Βασίλης τριγυρνούσε στους δρόμους, έπεσε πάνω στον Κωνσταντή, που έβγαινε απ’ το καφενείο πιωμένος και τσαντισμένος, επειδή έχασε στα χαρτιά. «Πού γυρνάς, ρε κερατά;» του πέταξε θυμωμένα ο Κωνσταντής. «Κι εσένα τι σε νοιάζει;» του απαντά ο μικρός. Ο πατέρας του σηκώνει το χέρι: «Να σ’ αστράψω ένα», και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, ο Βασίλης είχε γυρίσει την πλάτη κι απομακρυνόταν, φτύνοντας μια βρισιά μέσα απ’ τα δόντια του. Λίγη ώρα αργότερα, καθώς πήγαινε προς το ερημικό παλιό γεφύρι για να ηρεμήσει κάπως τα τσακισμένα του νεύρα, είδε πολύ κόσμο να τρέχει ανήσυχος. Ανάμεσά τους και η αδερφή του, η Δημητρούλα, η οποία τον ενημέρωσε πως ο πατέρας τους έπεσε στη μικρή χαράδρα, λίγο πάνω από το σπίτι, και είναι ήδη στο ασθενοφόρο καθ’ οδόν για την πόλη.

Ο Βασίλης ταράχτηκε και, χωρίς να το σκεφτεί, έτρεξε πρώτος να βρει αυτοκίνητο που θα τους πήγαινε στην πόλη. Στον δρόμο ήταν τρομοκρατημένος, μα και αποφασισμένος να βοηθήσει τον πατέρα του. Ακόμα κι η Λαμπρινή με την Δημητρούλα είχαν εκπλαγεί μ’ αυτή την ξαφνική αλλαγή του. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία του, ούτε να κατανοήσει τι ακριβώς του συμβαίνει. Όταν επιτέλους, μετά από αρκετή ώρα που του φάνηκε αιώνας έφτασαν στο νοσοκομείο, άρχισε να ρωτάει πού έχουν τον πατέρα τους. «Ρουγκάνας!» φώναζε, σχεδόν κραύγαζε, ο Βασίλης. «Κωνσταντής Ρουγκάνας!» Ανάμεσα στους υγειονομικούς που τον κοίταζαν εμβρόντητοι, πρόσεξε έναν ψηλό, εύσωμο, με αραιή κόμη, που στον λαιμό του, πάνω απ’ την πράσινη ρόμπα, είχε περασμένα τα ακουστικά, και αριστερά, στο μέρος της καρδιάς, ένα ταμπελάκι που έγραφε το όνομά του. Πριν προλάβει να πάει προς τον γιατρό, τον είδε να κάνει ένα νεύμα προς τον νεαρό, μικροκαμωμένο τραυματιοφορέα. Ο τελευταίος, απ’ ό,τι φάνηκε, ήταν ο οδηγός του ασθενοφόρου και είχε δει την ακατανόητη, απ’ το μεθύσι, συμπεριφορά του Κωνσταντή. «Είναι εκείνος ο τρελός που...» και σταμάτησε, βλέποντας τον Βασίλη να ορμά, οργισμένος, με τεντωμένες τις φλέβες του έτοιμες να εκραγούν, και να τον ακούει με στεντόρεια φωνή:

«Δεν είναι τρελός. Είναι ο πατέρας μου!!!»


Κωνσταντίνος Κουρτέσης

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

ΕΛΕΝΗ ΗΛΙΑΔΟΥ ΚΑΠΩΝΗ - Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑΣ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

 


                                      

Το μακρινό 1924, έναν Μάη μήνα, σ’ έναν μαχαλά της Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε ένα αγοράκι. Ήταν ξανθό και ροδαλό με γαλανά μάτια κι όμορφο! Τόσο όμορφο που όλοι έλεγαν πως έμοιαζε με άγγελο. Αυτό το μωρό ήταν ο πατέρας μου.

Δύσκολα τα χρόνια που ήρθε στον κόσμο τούτο. Οι πιέσεις των Τούρκων στην Ελληνική μειονότητα, ανάγκασε την οικογένεια να φύγει από την Πόλη. Έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, στον Λαγκαδά συγκεκριμένα, όπου και εγκαταστάθηκαν και έφτιαξαν ζωή απ’ την αρχή!

Εκεί μεγάλωσε ο πατέρας μου, εκεί έμαθε γράμματα, εκεί γνώρισε τον έρωτα στα μάτια της μάνας μου, εκεί γεννήθηκα εγώ και ο αδελφός μου, εκεί, ένα Μεγάλο Σάββατο, στα 33 χρόνια του, κόπηκε και το νήμα της ζωής του. «Στα χρόνια του Χριστού, παιδάκι μου», έλεγε και ξανάλεγε η μάνα μου ανάμεσα στ’ αναφιλητά της.

Αλλά οι άγγελοι δεν μπορούν να μένουν για πολύ στη γη, έτσι δεν είναι; Δεν είναι σωστό. Έρχονται για λίγο, μόνο και μόνο για να δείξουν στους ανθρώπους πόσο όμορφος μπορεί να γίνει ο κόσμος και μετά γυρίζουν εκεί που ανήκουν. Στο σύμπαν! Έτσι, λοιπόν, και ο δικός μου άγγελος, γύρισε πίσω, εκεί που ανήκε, στο φως!

Την απουσία του δεν την ένοιωσα έντονα τότε. Ήμουνα μικρό παιδί, δεν είχα κλείσει καν τα έξι, ο αδελφός μου ήταν μωρό… Θυμάμαι τον κόσμο που ήρθε να τον αποχαιρετίσει. Ήταν τόσοι που δεν χώραγαν στο σπίτι μας, ούτε στην αυλή μας, ούτε καν στον δρόμο! Κοίταζα σαστισμένη, χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς κάνανε όλοι εκείνοι οι άνθρωποι και γιατί κλαίγανε και αγκάλιαζαν τη μαμά μου… Η αγάπη των ανθρώπων με ξάφνιαζε.

Μετά, όταν όλα τέλειωσαν, η γιαγιά μου, η μάνα της μάνας μου και τ’ αδέλφια της, δεν μας άφησαν μόνους. Στάθηκαν δίπλα μας και μας έδωσαν πολλή αγάπη. Μετακομίσαμε στο πατρικό της μαμάς μου, ήμασταν δεμένη οικογένεια.

Την έλλειψή του την ένιωσα όταν μεγάλωσα και άρχισα να ψάχνω τους δρόμους που ήθελα ν’ ακολουθήσω, και που για κάποιο λόγο δεν έμοιαζαν με αυτούς που μου έδειχναν οι άλλοι γύρω μου. Πολλά απ’ αυτά που θεωρούσα δεδομένα μέχρι τότε, διαφοροποιήθηκαν και η ανάγκη να ανακαλύψω τι αίμα κυλάει στις δικές μου φλέβες, έγινε επιτακτική!

Ήταν από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής μου εκείνη… Ήμουν παντρεμένη μ’ έναν σπουδαίο άντρα, είχα δυο υπέροχες κόρες, κανονικά έπρεπε να ήμουν ευτυχισμένη! Αλλά δεν ήμουν. Έπρεπε να ψάξω να βρω τα κομμάτια που μου έλλειπαν για να νιώσω καλά, για να νιώσω ολόκληρη και να μπορέσω να τοποθετήσω κάπου την ύπαρξή μου. Έλλειπαν τα κομμάτια που αφορούσαν τον πατέρα μου. Αυτά έψαχνα να βρω και ένιωθα θυμό, που έφυγε νωρίς και με άφησε μόνη, και που δεν μπορούσα να του το πω, θαρρείς μπορούσε ο ίδιος να κάνει κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό που ήταν γραμμένο για κείνον, όπως είναι για τον καθένα μας…

Άρχισα τότε να διαλογίζομαι με τον εσωτερικό μου κόσμο, άρχισα να κάνω το ταξίδι εντός μου και ηρέμησα, γιατί ήξερα πως θα τον συναντήσω… Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να εκπαιδεύσω την ψυχή μου, να μάθει ν’ αναγνωρίζει τα σημάδια, γιατί ήξερα ότι ήταν εκεί που μόνο εγώ μπορούσα να τον νιώσω, εκεί που η μνήμη μου δεν είχε εικόνα, αλλά ήταν η ροή του αίματος στις φλέβες μου, που οδηγούσε την αναζήτησή μου και οι ανάσες μέσα μου! Εκεί, που όλα υπάρχουν, αν θέλεις να υπάρχουν!

Και αφέθηκα στις αισθήσεις κι όχι στη λογική κι άρχισα να νιώθω την ύπαρξή του παντού! Γιατί ο πατέρας μου ήταν άγγελος και εγώ το είχα ξεχάσει… Κι άρχισα να τον νιώθω στη βροχή, που έπεφτε στο πρόσωπό μου και στον ήλιο που μ’ έλουζε με φως. Στους ήχους και στις μουσικές που γαλήνευαν την ψυχή μου, στα βλέμματα των αγνών ανθρώπων και στις αγκαλιές αυτών που αγαπούν αληθινά. Στις μυρωδιές των λουλουδιών και στα τιτιβίσματα των πουλιών. Εκεί που όλα είναι όμορφα, όπως μια Ανατολή ή μια Δύση του ήλιου! Και θυμήθηκα, πως κάθε φορά που σκόνταφτα, ένα χέρι ερχόταν πάντα να με βοηθήσει να σηκωθώ, όταν έκανα ένα λάθος, κάποιος μου έδειχνε το σωστό μ’ έναν τρόπο μαγικό, κι όταν έκλαιγα, βρίσκονταν πάντα μια αγκαλιά για να χωθώ!

Μπαμπά μου, Άγγελέ μου, τώρα πια γνωρίζω πως είσαι εσύ!

Σ’ αγαπώ!

 

Ελένη Ηλιάδου Καπώνη

Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

TERE NAAL LOVE HO GAYA

 



Δεν ξέρω αν λέξεις όπως ενθουσιασμός, χαρά, υπερηφάνεια, είνα αρκετές για να εκφράσουν τα συναισθήματα που έχω, βλέποντας ταινία της οποίας το σενάριο το έχει γράψει ο σύζυγός μου. Μέχρι στιγμής, μόνο με τις εκδόσεις των βιβλίων μου έχω νιώσει έτσι. Ο σύζυγός μου, αυτός ο πολυτάλαντος άνθρωπος, ο υπέροχος δημιουργός, ετοιμάζεται να κατακτήσει τον κόσμο, όχι μόνο μέσα από τα σενάρια και την πνευματικότητα. Είμαι τυχερή κι ευλογημένη να τον έχω δίπλα μου, στη ζωή μου και να μοιράζομαι τον γήινο κόσμο μαζί του. 

"Tere Naal Love Ho Gaya", σημαίνει "Είμαι ερωτευμένος μαζί σου".

Πάντα ψηλά να πηγαίνεις αγάπη της ζωής, αγάπη της ψυχής μου. Πάντα οι δρόμοι να ανοίγουν στο διάβα σου. Σε λατρεύω.  Main tumhaari pooja karti hoon.


Μαρία Χρονιάρη Sandhu