Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Ιωάννης Παρασκευάς - ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

  


Ξέρεις τι ήθελα από εσένα; Να με μάθεις να είμαι άνδρας. Γιατί μόνο εσύ μπορούσες να το κάνεις. Εσύ όμως άφησες τη μητέρα μου, να μου το μάθει... Και πώς να μου το μάθει; Πώς να μου μάθει μια γυναίκα, πώς πρέπει να είναι ένας άνδρας; Εκείνη έφτιαξε τον άνδρα που εκείνη δεν θα φοβόταν, όταν ήταν μόνο μια έφηβη.

Έφτιαξε τον άνδρα που δεν θα έκανε όλα όσα «κακά», η μαμά της, της έλεγε ότι κάνουν οι άνδρες. Εκείνη τρομοκράτησε το μόνο άνδρα που θα μπορούσε να τρομοκρατήσει, γιατί ήταν δικό της δημιούργημα. Τον γιο της. Τον τρομοκράτησε, για να μη ζει η ίδια στο φόβο. Οκ. Εκείνη δεν ήξερε. Δεν καταλάβαινε. Δεν ήθελε ίσως... Εσύ όμως; 

Πώς επέτρεπες να δημιουργείται μπροστά σου, ένας ευνούχος; Πώς επέτρεπες, να φτιάχνεται ένας άνδρας που φοβόταν τις γυναίκες; Πώς επέτρεπες να βλέπεις μπροστά σου, ένα δειλό αγοράκι ανίκανο να εκφράσει την αγάπη του στα κορίτσια, που την είχε σε περίσσεια; Πώς επέτρεπες να επαναλαμβάνεται η δική σου, ίσως ιστορία, μια ακόμα φορά σε βάρος ενός άλλου άνδρα;

Ξέρω, ξέρω! Αυτό είχες μάθει να κάνεις. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, να σε αφήσουν επιτέλους στην καταθλιπτική ησυχία σου. Αυτός ήταν ο τρόπος, να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου, με τη μάνα σου, με την κοινωνία ολόκληρη. Αλλά αυτό ήταν που μετρούσε; Ή μήπως να τα έχεις καλά μ’ εμένα;

Δεν φταις εσύ πατέρα. Δεν έφταιγε ούτε εκείνη. Γενιές κατεστραμμένες. Μεγαλωμένες μέσα στο φόβο, την ανασφάλεια, τη φτώχεια, την καταπίεση, την οπισθοδρομικότητα, τον αυταρχισμό. Γενιές που είχαν την ατυχία και τραγική μοίρα, να ζήσουν σε εποχές όπου ο κόσμος άλλαζε. Το καταλάβαιναν ότι άλλαζε, αλλά δεν μπορούσαν πια να αλλάξουν οι ίδιοι.

 Όμως εγώ τα κατάφερα πατέρα. Τα κατάφερα επειδή προτίμησα μια γυναίκα διαφορετική από τη μάνα σου. Διαφορετική από τη μάνα μου. Επειδή προσπάθησα να καταλάβω τον εαυτό μου και τι μου συνέβαινε.

Σε ευχαριστώ. Ήσουν έντιμος, ηθικός, δίκαιος. Κι αυτά μου τα έμαθες. Σε ευχαριστώ. Μέσα από τα λάθη σου, την απόσυρσή σου, την καταθλιπτική συμπεριφορά σου, έμαθα και πως να ΜΗΝ είμαι. Είναι κι αυτό κάτι...Η ύπαρξή σου, επιτέλεσε το σκοπό της.

Αλλά τώρα πια πρέπει να φύγει. Για πάντα.

 Εγώ σε συγχωρώ.

Ελπίζω κάποτε, να με συγχωρέσει κι εμένα ο γιος μου...

 

Ι. Παρασκευάς

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Φανή Αθανασιάδου - Στον πατέρα μου | Ποίημα για τη γιορτή του πατέρα

   


                        

     Αέρινη η μορφή σου

     Πολλές φορές γυρίζει και μου χαμογελά

     καθώς σ΄ αγγίζει μια δέσμη φωτός

     αναρωτιέμαι μην είσαι συ στη χώρα της αλήθειας

     και τότε παρακαλώ τις φτερούγες της προστασίας

     και της καλοσύνης σου να απλωθούν

     και να σκεπάσουν τη σκοτισμένη μου ζωή

     η μορφή σου θαμπώνει απ΄ το φως που δυναμώνει γύρω σου,

     απλώνω ικετευτικά το αδύναμο σακάτικο χέρι μου

     καθώς η ανασφάλεια με κυκλώνει

     για να πιάσω το πατρικό γεμάτο δύναμη χέρι σου

     μα δε φθάνω τίποτα…

     μόνο ένα πικρό δάκρυ που πέφτει κάθε φορά ανάμεσά μας

     και μας χωρίζει, βλέπω να μεγαλώνει

     να γίνεται ένα διάφανο υγρό χώρισμα

     και συ όλο να μακραίνεις…

     ο απόηχος των λόγων σου γίνεται ψίθυρος

     η εικόνα σου παρελθόν

     η ψυχή μου κραυγάζει απεγνωσμένα                                                        

    ζητώντας να μείνεις κοντά μας

    μα η οπτασία σου χάνεται

    επιστρέφει στο άπειρο

    ξημερώνει κ πρέπει να γυρίσω πίσω

    διαβαίνοντας τον παγερό σκοτεινό δρόμο του χωρισμού.

 

Φανή Αθανασιάδου

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Ευανθία Λαζαρίδου - ΑΠΩΝ | Κείμενο για τη γιορτή του πατέρα

 


 

Σκοτάδι... Γιατί έχει τόσο σκοτάδι; Γιατί δεν βλέπω τίποτα; Με βλέπεις; Μπαμπά; Σε ρωτάω…ΜΕ ΒΛΕΠΕΙΣ; Γιατί δεν μιλάς; Δεν καταλαβαίνω τι μου λες…πονάς; Πονάς… Το νιώθω, μα όχι για μένα για κάποια άλλα παιδιά που χάθηκαν για πάντα. Για μένα; Πονάς μπαμπά για μένα; Δεν απαντάς…Γιατί; Δεν με βλέπεις; Έχει τόσο σκοτάδι εδώ και πόνο, πνίγομαι, δεν έχει αέρα, δεν έχει φως. Άνοιξέ μου ένα παράθυρο μπαμπά, είμαι μικρή δεν φτάνω. Άνοιξε μου να δω το φως, πάρε με αγκαλιά, μίλα μου, παίξε μαζί μου. Νιώθω πολλή μοναξιά εδώ μπαμπά και φοβάμαι. Που είσαι; Γιατί δεν με βλέπεις; Γιατί μου μιλάς έτσι μπαμπά; Με πληγώνουν οι λέξεις σου, δεν μου δίνουν φτερά να πετάξω, αλλά μαύρες κηλίδες γίνονται στο άσπρο μου φόρεμα και το μαυρίζουν. Γιατί φοράω μαύρα πια μπαμπά; Δικός μου ή δικός σου ο πόνος; Δεν ξέρω πια ποιον να ρωτήσω…Δεν έχει σημασία, πρέπει να αντέξω, να τα καταφέρω, να μείνω με το μαύρο μου φόρεμα στα σκοτάδια και να μη φοβάμαι.

Ακόμα δεν με βλέπεις, και τώρα που ψήλωσα και σ’ έφτασα στο μπόι, πάλι μικρή νιώθω δίπλα σου μπαμπά…Δεν ξέρω ποια είμαι, τι θέλω, πως μοιάζω, τι ονειρεύομαι, δεν έγινες ποτέ ένας όμορφος καθρέφτης για μένα μπαμπά. Πάντα ήμουν λίγη, μικρή, ανόητη, άσχημη, αυτή που δεν ξέρει τη σωστή απάντηση, αυτή που δεν ξέρει πως να φερθεί. Φτάνεις στο τέλος μπαμπά, τώρα μ’ αγαπάς; Όχι δεν μου το είπες, ούτε στο τέλος… Με γέμισες και με άλλες χαρακιές, μαύρες κορδέλες τύλιξαν τα χέρια και τα πόδια μου. Για να μη φαίνονται οι πληγές, το αίμα να μην τρέξει και έτσι καθωσπρέπει να σταθώ να σ’ αποχαιρετήσω στο τελευταίο σου ταξίδι. Σάλπαρες ξανά μπαμπά, τελευταίο μπάρκο.

Δεν συναντηθήκαμε ποτέ, λυπάμαι τόσο πολύ γι’ αυτό. Λυπάμαι για σένα που πόνεσες τόσο. Μα τώρα πια λυπάμαι και για μένα που έζησα πάντα αόρατη, μια μικρή σκιά που περιφερόταν στα δικά σου σκοτάδια. Σ’ αφήνω τώρα μπαμπά, δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο. Λύνω αργά τις κορδέλες και πετάω το φόρεμα σε μια γωνιά. Φεύγω πια μπαμπά, δεν θέλω τίποτα να πάρω, θέλω μόνο να δω το φως. 

Κουράστηκα εδώ μπαμπά. Σ΄ αγαπώ…Αντίο…

 

Ευανθία Λαζαρίδου