Η Μαρία Χρονιάρη γνωρίζει ότι
η ποίηση είναι μια τέχνη που λυτρώνει σαν σανίδα σωτηρίας στο ναυάγιο της ζωής
του καθενός. Η κιβωτός του κατακλυσμού που θα συμβεί κάποια στιγμή. Η αλήθεια,
που την βλέπει κανείς σε ένα φως πιο πλούσιο και πιο ταραγμένο. Ανάγκη πρωταρχική,
βιοτική σαν το νερό όλων των ανθρώπων. Συνεχής κατάκτηση, δημιουργία, αλλά και
τάξη των πραγμάτων. Παρηγορητική και ελπιδοφόρα, γιομάτη αυριανές αβεβαιότητες
ανθρώπινη μουσική, που περισσότερο υπαινίσσεται και λιγότερο αποσαφηνίζει.
Ανταπόδοση και απελευθέρωση της ύπαρξής μας. Ισχυρή συγκίνηση που τη θυμάσαι,
γιατί είναι πάντα ταραγμένη και καθυποτάσσεται στην ησυχία, μόνον όταν την
μετατρέπει σε στίχους.
Μέσα
από τους στίχους της προβάλλει ένα γυμνασμένο ποιητικό πνεύμα. Γνωρίζει ότι η
γραφή των ποιημάτων είναι ιερό πράγμα, γιατί ξεσπάει η καρδιά. Χρησιμοποιεί την
ποίηση, ως μοναδική απάντηση και ενδεχομένως διαφυγή από την κρίση της
σύγχρονης κοινωνίας. Γι’ αυτό η ποίηση είναι «το καταφύγιο που φθονούμε». Η
εσωστρέφεια εδώ δεν είναι καταστροφική, αλλά λειτουργεί και επουλωτικά για τα
δύσκολα χρόνια που διανύουμε.
Η
Μαρία Χρονιάρη γράφει, όπως και πολλοί ποιητές, για να σώσει την ψυχή της. Στην
ποίηση βλέπει τις μυστικές πηγές της ζωής. Μετατρέπει το αίσθημα και τη
συγκίνηση σε στίχους, που είναι η λάβα της φαντασίας. Η ουσία της είναι το
όνειρο. Στους στίχους της συνυπάρχουν η ευφυΐα, το πάθος, η μουσική, η εικόνα,
η ειρωνεία, η θλίψη. Σαν νέα ποιήτρια αρχίζει να ματώνει τη ζωή της. Γράφει για
την αλήθεια που απελευθερώνει τον άνθρωπο από την τοξική κατακραυγή. Γράφει
τους στίχους της όχι με τη γλώσσα, αλλά με τη συγκίνηση. Στίχοι αποστάγματα
μιας ιδέας, ενός αισθήματος, μιας συγκίνησης, μιας αγωνίας, που αναβλύζουν από
μία παραβίαση των κοινών συμβάσεων.
Γράφει
με αναφορές και εικόνες. «Η Σκιά μου κι Εγώ». Αγαπάει τις λέξεις κι έχει
αποφασίσει να ζήσει μαζί τους. Στην ψυχή της παίζει το κοινωνικό περιβάλλον και
ψάχνει μέσα της να βρει αυτό που εκείνη νομίζει αλήθεια. Και έτσι σταματάει τον
πόλεμο και συμφιλιώνεται με τον εαυτό της, παρ’ ότι βλέπει κανείς μια ρήξη με
τη συμβατικότητα.
Η
ποίηση – λένε – είναι θεόσταλτη. Απελευθερώνει την ύπαρξή μας και μας λυτρώνει
απ’ ό,τι μας πνίγει στη ζωή. Γι’ αυτό, για τη Μαρία είναι φίλος και δάσκαλός
της. Κι έτσι άρχισε, σιγά-σιγά, να βοτανίζει σ’ έναν κήπο, που πνίγεται από
ζιζάνια με βαθιές ρίζες. Το ξέρει.
Βλέπει
την ποίηση σαν μια εκδρομή ατέλειωτη, μια διαπόρευση, μέσα από την οποία
μεγαλώνει κι αυτή, όπως τόσοι και τόσοι ποιητές. Είναι για την Μαρία, η ποίηση,
«ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια». Γράφει σε ελεύθερο στίχο. Χρησιμοποιεί
πεζολογικό ύφος, με αρκετή μουσικότητα. Μια νεοτερική γραφή, με ερωτική και
κοινωνική περιδιάβαση. Το θεματολογικό της επίπεδο είναι ανανεωμένο. Διακρίνει κανείς
στοιχεία κοινωνικής αμφισβήτησης, ρομαντικού επαναστατισμού και σκληρού
λυρισμού. Μια δημιουργική φαντασία, ένα ιδιαίτερο προσωπικό βίωμα. Όλα αυτά την
τοποθετούν στον σύγχρονο γυναικείο ποιητικό λόγο.
Με
καθαρή σκέψη, κριτικό στοχασμό, ευγένεια ψυχής, γυμνά χέρια, αναζητεί τη
λύτρωση, κάτω από τις σκούρες πτυχές της ζωής. «Γιατί Ποίηση θα πει έκφραση
πόθων ψυχής, κι όπου αυτοί φανερώνονται, λάμπει ολάκερος ο άνθρωπος από την
αλήθεια».
Η
Μαρία ακροβατεί σ’ ένα μοτίβο θλίψης. Μεταφέρει την κατήφεια των καιρών και
μιλά για τον φόβο που φωλιάζει στο στέρνο των ανθρώπων. Για όλα τα χτυπήματα
υψώνει μια κραυγή αγωνίας. Και κάτω από τη σκιά της, η νοσταλγία των καιρών, ο
πόνος των πραγμάτων, τα πάθη του έρωτα.
Απευθύνεται
στην κοινωνία, με το περιλάλητο άγχος της εποχής, που έπαψε να βλέπει τα
χρώματα, ν’ ακούει τους ήχους, να βλέπει όνειρα, ν’ ακούει τη φωνή των καιρών. Εκφράζεται
με λόγια, τι σκέφτεται, τι ακούει, τι αισθάνεται. Στην ποίησή της βρίσκουμε τη
μοίρα της, δεμένη με τη μοίρα των άλλων.
Το
«Η Σκιά μου κι Εγώ», είναι ένα ορυχείο απέραντης ευαισθησίας, που κάπου υπάρχει
ένα ράγισμα που μπαίνει η θλίψη. Και παντού εκεί η ηρεμία, η σιωπή, η γαλήνη, η
απουσία, η λύπη. Προσπαθεί ν’ αντισταθεί στη φθορά της εποχής, αλλά μια
απογοήτευση την διακατέχει και συνεχώς διαπιστώνει την άρνηση. Κεντρικός της
άξονας, εδώ, είναι ο άνθρωπος και ο πόνος του. Σκοπός της μέσα απ’ αυτόν, είναι
να τον οδηγήσει στη λύτρωση, στην εσωτερική του κάθαρση. Τόσο περισσότερο
τραυματίζεται και πονά, όσο περισσότερο λαχταρά την αγάπη και την επικοινωνία
με τους ανθρώπους.
Η
Μαρία Χρονιάρη, ιδιοσυγκρασία ευαίσθητη, φύση συναισθηματική, τυλίγει τους
στίχους της με μια διάχυση θλίψης, αλλά και τρυφερότητας. Την χαρακτηρίζει η
ελεύθερη φαντασία, η υπαρξιακή αγωνία, η λυρική ονειροπόληση. Τα συναισθήματα
είναι η καθημερινή της τροφή. Έχει τη μυστική συνταγή να γράφει ποίηση και μαζί
μ’ αυτή να ανακαλύπτει τον εαυτό της.
Τραγουδά
την λύπη για να την ξεπεράσει. Προσπαθεί, μέσα από τα χαλάσματα της ψυχής, να
φέρει στην επιφάνεια το φως. Γράφει τους στίχους της στο εργαστήρι της
ποιητικής της συνείδησης. Στο μυαλό της εδράζουν μύχιες σκέψεις, επιθυμίες,
αισθήματα. Ακούει τα μηνύματα που διασταυρώνονται στην ατμόσφαιρα ως ευαίσθητη
δέκτης, τους ψίθυρους και τις κραυγές. Ακινητοποιεί φευγαλέες εικόνες και
αισθήσεις. Παντού η λύπη, η φθορά, ο χρόνος, η σιωπή, η μελαγχολία, το αθέατο.
Η
ποίηση της Μαρίας Χρονιάρη είναι μια ελπιδοφόρα νέα ποιητική φωνή. Είναι «η
σκοτεινή δύναμη που θάλλει στη σιωπή και που αποκτά ήχο σε στιγμές απρόσμενες».
Ελπίζω να αγαπήσετε αυτούς τους υπέροχους στίχους,
«έτσι όπως κοιτάζετε μ’ ευχαρίστηση το φεγγάρι».
Γι’ αυτό: Μην κλαις, Μαρία
κι
αν όλα από πόνο
έγιναν θάλασσα
όλα τα κύματα
είναι δικά σου…
Πέτρος Μπερερής
(Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου "Η σκιά μου κι εγώ", εκδ. Απόπειρα 2014, στις 4 Νοεμβρίου 2015)