Μονάχη στο
δωμάτιο ή σ’ έρημο δρόμο, σε πορεία ακινησίας, μ’ ένα επίμονο παρελθόν
λαθρεπιβάτη- η Μαρία Χρονιάρη ξεκινά την ονειροβασία της κρατώντας στο ένα της
χέρι πληγές και στ’ άλλο ετοιμόγεννες επιθυμίες. Θρύψαλα και υπόλοιπα από μια
ζωή που τρέχει προς την πιο βαθιά πτώση.
Αγωνιά να
καταλάβει. Να κατανοήσει αυτό που έφυγε και να σφαλιστεί απ’ αυτό που θα’ ρθει.
Ταχυδακτυλουργός μέσα στο κουτί του Schrödinger, με μια γατούλα δραπέτισσα να
νιαουρίζει κάθε τόσο τα φλογοβόλα της ψεύδη. Γιατί, όπως λέει και η ίδια:
“Η αλήθεια
είναι
πως στην πραγματικότητα
τίποτε
δεν είναι
πραγματικό”.
Κι όμως,
μέσα σ’ ένα ψέμα - μέσα εκεί στην επιθυμία για φυγή- είναι που η ποιήτρια
αντικρίζει πιο καθαρά και με μεγαλύτερη τόλμη ό, τι θεωρούσε άπιαστο. Πρώτα οι
χρωματισμοί. Οι αποχρώσες ενδείξεις για το μέγα έγκλημα που λέγεται ΖΩΗ. Έπειτα
οι λέξεις. Οι σαθρές επικεφαλίδες στα ρέοντα και εξαερωμένα καρέ των αεικίνητων
στιγμών. Αντικατοπτρισμοί και αντανακλάσεις. Και στο τέλος η πτώση. Γιατί: όλα
μπορούν να ειπωθούν εκτός από το άρρητο όνομά τους. Τίποτε δε μπορεί να
διαταράξει την φυσική πορεία των πραγμάτων. Κάθε προσπάθεια για υπέρβαση είναι
καταδικασμένη στην πιο πικρή διάψευση. Κι όμως, εσύ έχεις χρέος να φορέσεις τα
φτερά του Ικάρου και να τραβήξεις πορεία προς τον Ήλιο.
Παράλληλα
σ’ αυτή την πορεία, σαν ψευδαίσθηση, σαν κι αυτή των σωματιδίων στην
επιπεδοχώρα του Edwin A. Abbott, ο Έρωτας χαράζει τα δικά του λημέρια. Πάντα
παρόντας μέσα από την απουσία του αγαπημένου. Ένα κύμα κόκκινου ικανό να
απορροφήσει τις σκιώδης παρουσίες των ενδόμυχων φόβων και να εξοστρακίσει τον
τόσο θάνατο που ενυπάρχει στις κρύες νύχτες, στα κενά και σ’ οποιονδήποτε
μετεωρισμό της στιγμής. Βαρύς σαν αγαλμάτινη ακινησία κι όμως τόσο τρωτός στο
άγγιγμα της φωτιάς. Το πάθος. Η ανεξέλεγκτη ετούτη σπίθα από τον πιο άγουρο
πόνο στην κορυφαία κατάληξη, όπου γίνεσαι όλος στάχτη.
Μιαν
ολοκλήρωση κι αυτή μέσα στην δική της αποτυχία, μιας και:
“ποτέ κανείς
δεν θα μάθει
τι γεύση έχει το φιλί των εραστών
όταν πεθαίνουν ζωντανοί”.
*
Και ξάφνου
ένα σιωπητήριο σάλπισμα. Έκκληση για ληξιπρόθεσμο θάνατο ή υπόσχεση για κάτι
καινούριο;
Εδώ η
ποιήτρια μιλά στον εαυτό της. Είναι ντυμένη τα μαύρα πέπλα της γέννησης και
γύρω μια θάλασσα πόνου. Ας φανταστούμε τα κύματα να σκάνε στα πόδια της και
μέσα εκεί στον αφρό, που προκαλεί η μόνη στέρεη αλήθεια - ο Θάνατος-, να
αναδύεται καθάρια η εκπλήρωση του τέλους.
Η χθόνια
μορφή της Εκάτης είτε ως αναπόσπαστο κομμάτι της Περσεφόνης (κι ό, τι αυτό
σημαίνει) είτε ως πηγή καθαρμού (οξυθυμία), στην ποίηση της Χρονιάρη γίνεται η
κυανή επιθυμία για λύτρωση. Μια σελήνη επάνω σε τοπίο αντικατοπτρισμών κι
επαναστατημένων ονείρων.
Ενοχές και
παραμύθια στο προσευχητάρι της νύχτας. Ένας λύκος που αλυχτά μάταια την ώρα της
βροχής. Κι η βροχή να γεμίζει την ήδη γεμάτη, από ψεύδη, πραγματικότητα. Μια
Σαχάρα στον καθρέφτη του κόσμου.
Κάπως έτσι
κλείνει το θλιμμένο της τραγούδι, κρατώντας το σκοτεινό μυστικό της ζωής της
ακερμάτιστο. Κλεισμένο μέσα στα άδυτα κι αθέατα τοπία του Εαυτού.
Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος
(το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου "Η σκιά μου κι εγώ", εκδ. Απόπειρα την Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου