ΤΟ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
«Η αγάπη μακροθυμεί, χρηστεύεται, η αγάπη ου ζηλοί, η αγάπη ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ου ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία…»
(Παύλος, Προς Κορινθίους επιστολή Α, κεφάλ. ΙΓ)
ΤΑ ΤΟΠΙΑ της Μαρίας Χρονιάρη συσπειρώνουν γύρω τους την διακύμανση μιας ταχυπαλμίας της μνήμης που ωθείται να ανασύρει φαντάσματα και πάλλεται προς το αναπόδραστο της ύπαρξης. Κυρίως, όμως, είναι ανοιχτά στην αγάπη, με τον τρόπο και το μέτρο που η σημερινή κοινωνική συνθήκη αρνείται να ενστερνιστεί.
Εδώ δεν πρόκειται για τη λέξη αγάπη που απλώς εγκολπώνεται την έννοια της εγκατάλειψης ή της ερημίας - εμφανώς επηρεασμένη από την νεωτερικότητα - ή για μια ακόμα εκδοχή αναψηλάφησης του ρομαντισμού.
Το «Εκεί που αλλάζω ζωές» αναζητά, μέσω του αρθρωμένου λόγου του, τις αθέατες ρίζες αυτής της έννοιας, αναδιατυπώνοντας τα ερωτήματα που εξαιρούν – με τον τρόπο που τίθενται – την λαθροχειρία της σημερινής της ετυμολογίας. Το «εγώ» χαμηλώνει πολύ, κατέρχεται την χαίνουσα ιστορία του. Υποτάσσεται κάτω από το βάρος της επιθυμίας ζωής, που είναι τελικά και τελεσίδικα, επιθυμία αγάπης. Πιο απλά: Επιθυμία να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.
Ο μοντερνισμός έκοψε αυτό τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την αγάπη με την θυσία του «εγώ» σε αυτήν, αποκόπτοντάς την συγχρόνως, και από την ακρότατη πνευματική της διεκδίκηση.
Η Μαρία Χρονιάρη, στην πρώτη της αυτή συλλογή, εμμένει σθεναρά στην σχισματική υπεράσπιση αυτής της εγκαταλειμμένης θυσίας:
«Τίποτα δεν έζησα χωρίς να φοβάμαι μην τσαλακωθείς»
(σελ.54)
Ή
«Μην κλείσεις τα μάτια σου απόψε. Θα χαθώ»
(σελ.41)
Ή
«Τελικά η υποχρέωση είναι εκείνη που γεννά την αγάπη ή μήπως η αγάπη κρύβει μέσα της την υποχρέωση;»
(σελ.37)
Ο τρόπος που το κάνει αναθρώσκει μια αλχημεία φρεσκάδας. Ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στις λέξεις και στις ενότητες των φράσεων είναι προσωδιακός. Η ένταση και το πεδίο του λόγου παραπέμπουν - εκ των πραγμάτων -, σε βύθεια εξομολόγηση, μια μικροπερίοδο από διαφάνειες που εμφανίζονται η μία κατόπιν της άλλης και φτάνουν να κορυφώσουν το όποιο νόημα, παραλείποντας όλα τα αινιγματικά διότι.
Αυτή η ένσαρκη στολή των λέξεων συγκροτεί τελικά το ποίημα, ως υποκείμενο της στιγμής, ως κοινωνία έλξης, αλλά και ως μορφή του άφατου, του αναρίθμητου, του ατελούς.
Πολλά θα μπορούσε κανείς να πει για την ανάγκη ή μη ιδεολογικού γίγνεσθαι στο σώμα του ποιητικού λόγου. Γιατί, φερ ειπείν, ένα ποίημα, ως ενιαία μορφή, θα έπρεπε να ακούει ή να υπ -ακούει σε θραύσματα θεωριών του Καντ, του Βάλερυ, του Χάιντεγκερ ή του Αντόρνο (αναφέρω τυχαία ονόματα αγαπημένων μου στοχαστών); Γιατί θα όφειλε – αν όφειλε – να συναντηθεί διακειμενικά με όλη την προηγηθείσα ιστορική παρακαταθήκη ανάλογων έργων, για να τα υπερασπίσει ή να τα αρνηθεί, και από αυτό να κριθεί; Τι συγκροτεί το «θέλω» ενός ποιήματος, και κατά πόσο αυτό το «θέλω» τολμά να αναμετρηθεί με τον διαβατήριο σταθμό της φόρμας του;
Ερωτήματα θέτω. Και αν το ποίημα δεν είναι παρά η ωορρηξία της στιγμής ενός πληθυντικού εαυτού που αγωνίζεται να υπάρξει ως ένας; Αν ένα ποίημα δεν είναι παρά ένα ποίημα, μια δωρεά, δηλαδή, εν ζωή, της θεάς λύπης;
Ουσιαστικά αυτό που κάνει τo ποίημα είναι να «διορίζει» με έναν ανακριβή τρόπο – ο Χάινερ Μίλλερ είχε πει ότι στην τέχνη όλα τα ακριβά είναι ανακριβή – τον έλεγχο των σιωπών πάνω στις καθημερινές λέξεις.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, το «Εκεί που αλλάζω ζωές» πλειοδοτεί σε σιωπές, αφήνοντας έκπτωτες τις λέξεις. Θα μπορούσε να ήταν και ένας θρίαμβος του λίγου στην διασταύρωσή του με το πολύ, μια αειθαλής ερωτοτροπία με το ελάχιστο που είναι όλον.
Η Μαρία Χρονιάρη πότε με την δύναμη της αποφθεγματικής φράσης, πότε με το θραύσμα της χαραγμένης εικόνας, πότε με την αιχμή του συνθήματος – σαν διαρκές διαφημιστικό δόρυ – δημιουργεί ένα παλίμψηστο σημείων, ένα φασματοσκόπιο, όπου το μετέωρο συνοικεί με το κατασταλαγμένο, η τόλμη με το δέος. Αναγνωρίζονται κάποια νήματα. Αμυδρά. Οι λέξεις γίνονται επιγραφές:
«Εκείνο που με πειράζει πιο πολύ είναι που μέσα στα μάτια σου σώπασαν τα συνθήματα».
(σελ. 38)
Η νεαρή ποιήτρια επιπλώνει την αφήγησή της, απολιθώνοντας τα στιγμιότυπα, απελευθερώνοντάς τα, καρέ καρέ, από τα δεσμά της σημασίας τους. Μοιάζουν με φωτογραφίες που όσο τις κοιτάς, βλέπεις κάτι διαφορετικό. Θυμίζουν χαρταετούς που απομακρύνονται.
Η ζωή που γεννά ζωές και γυρίζουν - ως παραισθητικός μύλος - καταρρέει πάνω στα αποσπάσματά της, για να ξαναγεννηθεί νεότερη. Ένας αιώνιος κύκλος σκιών.
«Αύριο θα είναι όλα χτες. Αρκεί το αύριο να είναι σήμερα»
(σελ. 11)
Ακόμη:
«Όλα εξαρτώνται από την αίσθηση του τίποτε. Ληγμένα πυροτεχνήματα που περπατούν στο σκοτάδι. Ευτυχώς που άλλαξα μπαταρία στο φεγγάρι».
(σελ. 28)
Κάθε άνθρωπος επισκέπτεται τις σκιές και τις επικαλείται. Σχεδόν διατάζει την παρουσία τους για να χαθεί μέσα σ’ αυτές, και να ζήσει ως αόριστα ζωντανός στην περιοχή τους. Εκείνο που τελικά ξεπροβάλλει μπροστά του είναι ένας ζωντανός ίσκιος – όπως το έθεσε ο Ρολάν Μπαρτ, στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου». Ένα αποτύπωμα ονείρου, κοσμικό.
Τμηματικά στο βιβλίο, που συνιστά ενιαίο corpus, εκβάλλεται ένας διάλογος, μια υποψία επαφής μεταξύ δυο προσώπων που προσπαθούν να πλησιάσουν, αλλά απομακρύνονται. Ακόμα και αν πρόκειται για φυσική παρουσία, η απεύθυνση της ποιήτριας αποκαθιστά εδώ τον βασικό – και αθέατο – κανόνα του έρωτα: Δεν μπαίνεις ποτέ σ’ αυτόν για να συναντήσεις τον άλλον. Μπαίνεις για να συναντήσεις τον εαυτό σου, χρησιμοποιώντας τον άλλον ως καθρέφτη. Ή ως «φάντασμα». Ο φροϋδικός αυτός όρος απηχεί συνολικά την επιθυμία, αλλά και το αντίθετό της, που είναι η απαγόρευση.
Η ασυνείδητη πάλη των αντιθέτων απλώνεται γεωγραφικά σε όλες τις σελίδες του «Εκεί που αλλάζω ζωές» για να βιάσει την πραγματικότητα και να την σπρώξει στην έξοδο, για να υποστυλώσει το ανεξήγητο και να ασκήσει μοναχικά το χρέος της κραυγής:
«Δεν έχω πια άλλες απορίες για τη ζωή. Μου τις έλυσαν τα φαντάσματα».
(σελ. 55)
«Κάθε μέρα κατεβάζω τα συναισθήματά μου στον κάδο ανακύκλωσης. Με την ελπίδα κάποιος να βρεθεί να τα σώσει».
(σελ. 49)
Δεν πρόκειται για την ίδια μορφή αποδοκιμασίας της πραγματικότητας. Πάλι ο Ρολάν Μπαρτ, κάνει τον εξαιρετικό διαχωρισμό ανάμεσα στο εξωπραγματικό (αυτό που εκφράζεται διαφορετικά) και στο απραγματικό (αυτό που πολύ δύσκολα κατορθώνεται να συμπυκνωθεί ως οντότητα).
Η απώλεια του πραγματικού συμπαρασύρει δυο ακόμη συνεκφράσεις πτώσης: Στη πρώτη περίπτωση (του εξωπραγματικού) το φαντασιακό ανατρέπει την αληθινή εικόνα, υποκαθιστώντας την. Στη δεύτερη, αποδέχεται το ανύπαρκτο, οδηγούμενη μοιραία στην απώλεια και του ονείρου.
Η πράξη των ποιητών ανήκει, κατά κανόνα, στην πρώτη κατηγορία:
«Σε έχω μάλλον επινοήσει».
(σελ. 52)
Όμως:
«Ο χρόνος της ζωής μου κουράστηκε να σε περιμένει. Και μ’ εγκατέλειψε».
(σελ. 46)
Αυτή η μεικτή προσπάθεια αυτοεξορίας, η ταλάντευση ανάμεσα στις δυο καταστάσεις, η μη βεβαιότητα, επιτρέπει και επιστρέφει, τελικά, τον λόγο, που φτάνει στην κάθαρσή του, με την διατύπωση:
«Έτσι κι αλλιώς τα όνειρα οι άλλοι τα σκοτώνουν. Δεν σου αφήνουν ούτε καν την επιλογή να τα σκοτώσεις εσύ».
(σελ. 53)
Ο πόνος ήταν ανέκαθεν ένας ελκυστικός προορισμός, ιδιαίτερα για τους ποιητές που αυθιστορούνται, κατά τον τρόπο που η περιπέτεια των πραγμάτων τούς υποδεικνύει. Λέω για τους ποιητές, γιατί από τους δημιουργούς, είναι, νομίζω, αυτοί με την μεγαλύτερη κληρονομικότητα στον πόνο.
Από κει και πέρα, η διαχείριση αυτού του πόνου, ως εντολή δημιουργίας, καθορίζει και το στίγμα της διαδρομής που θα ακολουθήσουν.
Έχω την αίσθηση, κρίνοντας από το πρώτο δείγμα, ότι στην περίπτωση της Μαρίας Χρονιάρη, η διαδρομή θα είναι μακριά.
Σταύρος Σταυρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου