Όταν έχεις ένα μυστικό, είναι σαν ένας βαθύς, βαρύς πόνος. Σαν βράχος που έσκασε από ψηλά. Σαν νύχτα που βαραίνει την θλίψη σου ακόμη πιο πολύ. Ύστερα, έρχεται ένα τραγούδι και βλέπεις πως το μυστικό σου, υπάρχει εκεί έξω, με άλλο όνομα, άλλο πρόσωπο, αλλά με τον ίδιο ήχο. Και τότε νιώθεις ένα παράξενο μαζί, μα συνάμα κι ένα μεγάλο μόνος.
Μόνος, γιατί όλα όσα είναι το μυστικό, ακόμη κι αν το ξέρει και κάποιος άλλος, το δικό σου μυστικό εξακολουθεί να είναι τέτοιο, που δεν μπορείς να το μοιραστείς. Υφαίνει τα πέπλα του γύρω σου. Απλώνει τα νύχια του ακόμη πιο μέσα σου. Βρίσκει την πληγή και γραντζουνάει ό, τι έχεις ορίσει ως απροσπέλαστο.
Κι εσύ, θες να τα πεις όλα, μα δεν γίνεται. Δεν έχουν όλοι την ίδια αντοχή στην ακουστική του πόνου. Στις νότες της θλίψης, η μελωδία σού ανήκει εξ' ολοκλήρου. Μια μεταφυσική αύρα τρέχει γύρω απ' τη μνήμη σου. Από εκείνα που ξέρεις πως είδες, από αυτά που είσαι σίγουρος πως κάποτε ήρθαν. Κι έφυγαν. Αναίτια οικειοθελώς. Μονότονα ύπουλα.
Κοιτάζω έξω τον δρόμο. Έχει γεμίσει με βάλτους. Στα χέρια μου φυτρώνουν νούφαρα. Περιμένω την βροχή που θα στεγνώσει το οδόστρωμα. Τη στιγμή που θα φοβάμαι ακόμη πιο πολύ την ώρα που θα πάψω να φοβάμαι. Θέλω αυτό που δεν υπάρχει πουθενά. Θέλω να φωσφορίζει το βλέμμα σου από ένα έπειτα. Από το μετά του θανάτου. Το κατόπιν του κόσμου που χάλασε. Που πήρε την ουσία μέσα απ' τα μάτια σου.
Να μπορώ να σου πω: Κοίτα, πονάνε κι οι βράχοι. Κι εσύ να νιώθεις τη γεύση απ' τα κύματα να ρέει απ' τα χείλη μου, σαν μέλι. Αστείρευτα χαλάσματα ομορφιάς. Η αγάπη φτιάχνεται από αίμα. Όσο το σκουπίζεις, τόσο περισσότερο απλώνει. Μες στα ερείπια της νύχτας, χαλασμένες φωνές επενθοστολούν όνειρα. Μην τα κοιτάς. Δεν σε αντέχουν.
Μείνε όσο μπορείς μακριά. Τρέξε να φύγεις απ' την άκρη των δαχτύλων μου. Δεν χωράς σε αυτό τον κόσμο. Ξωτικό που έχασε το μονοπάτι για το πίσω του. Τιμωρία για το μυστικό που έμαθε. Ξέχασε όλα όσα είπα. Δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα παραλήρημα αλήθειας που μου ξέφυγε. Γιατί οι άνθρωποι δεν λένε ποτέ αλήθεια. Οι αλήθειες, τους ξεφεύγουν σαν σπίθα που το σκάει απ' τη φωτιά.
Κι εγώ, αερικό, που έτυχε να με φέρει ο άνεμος κοντά σου. Ατλαντίδα που ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας μόνο για να χαθεί πάλι. Ξανά και ξανά και ξανά. Για εκείνες τις ώρες. Τις στιγμές, που όσο πλησιάζουν, απομακρύνονται.
Μην πας μαζί τους. Δεν αναπνέουν αύριο.
Μαρία Χρονιάρη
(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012)
Ευχαριστώ τον Σταύρο Σταυρόπουλο για την δημοσίευση του κειμένου μου στο μπλόγκ του
(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012)
Ευχαριστώ τον Σταύρο Σταυρόπουλο για την δημοσίευση του κειμένου μου στο μπλόγκ του
Δεν μπορεί φυσικά να γίνει φιλολογική συζήτηση εδώ γιατί τότε θα ήμασταν στο "ποιείν" και όχι στο blog σου. Αλλά αυτό, ειλικρινά, είναι το πρώτο σου κείμενο που δείχνει τα πόδια του χωρίς να φοβάται αν είναι ξυρισμένα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι, δεν χρειάζεται και νιβέα.
Συγχαρητήρια.
Σε ευχαριστώ πολύ Σταύρο. Όλα έχουν διπλή ανάγνωση στη ζωή, πόσω μάλλον στα κείμενα. Έχεις ένα μέρος δίκιου στο σχόλιό σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσπαθώ να ακολουθώ την συμβουλή σου: Να προσέχω το χρώμα στους τοίχους όταν είναι φρέσκο γιατί κολλάει.
Φοβάμαι όμως, πως κάθε φορά που εκείνο θα δείχνει ότι στεγνώνει, θα ξαναπερνάω την μπογιά, γιατί μου αρέσει να έχω τα χέρια μου λερωμένα.