Κάθομαι και κοιτώ την οθόνη του υπολογιστή μου. Δε θα πω
ψέματα. Είναι η πρώτη φορά που δεν ξέρω τι να γράψω. Δεν υπάρχει αυτό το κάτι,
που να κάνει την καρδιά και το μυαλό μου, να θέλουν να μιλήσουν. Να πουν, να
δείξουν, να νιώσουν. Λες και μια σκούπα ηλεκτρική, ρούφηξε όλα όσα μέσα μου
είχα.
Περνάει ο καιρός άλλοτε βαρύς, άλλοτε ελαφρύς, και μαζί
του περνάω κι εγώ. Κι εσύ που τώρα με διαβάζεις. Περνάει κι η ζωή χωρίς να
νοιάζεται, δίχως να βιάζεται. Αλήθεια, πόσες πραγματικές ζωές υπάρχουν; Πόσα
αμέτρητα, παράλληλα σύμπαντα, μπλέκονται μέσα και γύρω μας;
Πόσοι από αυτούς που μας αποτελούν – μιλάω για τους
πολλαπλούς εαυτούς μας – ζουν στ’ αλήθεια; Πόσοι αγαπούν, πόσοι άδικα
ξοδεύονται, πόσοι γελούν και πόσοι μέσα τους ξεχνιούνται; Είπα, «ξεχνιούνται»
και κοίταξα τον καθρέφτη μου. Μου μοιάζει το είδωλο, αλλά πιο πολύ, μοιάζει σε όσους
μου μοιάζουν.
Σε όλους εκείνους, που έρχονται πιο κοντά με το έσω
σύμπαν τους. Που δε φοβούνται να κλάψουν, να γελάσουν, να αγαπήσουν, να πουν
την αλήθεια τους όποια κι αν είναι. Που φοράνε χρώματα, μα αγαπάνε το μαύρο.
Που τους αρέσει ο ήλιος, μα στη σελήνη μιλούν. Που όταν κοιτούν τον ουρανό,
σπάνε το αόρατο φράγμα και ξυπνούν κάθε μέλλον στα μάτια τους.
Θα έρθει η στιγμή, που όλου του κόσμου τις ευχές στα
χέρια μου θα κλείσω, και θα τις φυσήξω στο σκοτάδι. Να πάρουν κάτι απ’ τη γλύκα,
μα και την ευλογία του. Κάτι από τη χαρά και τη μυρωδιά του. Και να γυρίσουν,
εκπληρωμένες πια, σε όλους όσοι ευχήθηκαν να αντέχουν την αλήθεια τους.
Ίσως, μια μέρα τελικά, να μπορέσω να γράψω αυτό εδώ το
κείμενο.
Μαρία Χρονιάρη