Στη μνήμη του αγαπημένου μου θείου Σπύρου
Καπώνη
Και ξαφνικά τα δωμάτια συστέλλονται και
διαστέλλονται. Χώρος και χρόνος μια ευθεία γραμμή. Για την ανάγκη του
καθορισμού. Της πραγματικότητας. Που δεν υπάρχει. Εισπνοή και μαζεύω. Καταπίνω
ό,τι άφησες πίσω σου. Εκπνοή και φυσάω. Να φύγει το κακό.
Ξημερώνει και βραδιάζει κι όλα παραμένουν στη
θέση που τα άφησες. Κι ας μετακινούνται διαρκώς. Μοιάζει να έχουμε κολλήσει
στην άσφαλτο. Μια Πέμπτη που αποφάσισες για εσένα, αποφασίζοντας για εμάς. Ποιος
μίλησε για αυτεξούσιο; Ποιος πίστεψε σ’ αυτό και ποιος το όρισε; Όταν χτυπάει
το τηλέφωνο τρομάζω. Κλείνω τα αυτιά μου με τις παλάμες μου και μετράω ώρες.
Τρεις το ξημέρωμα, τέσσερις και οδηγείς, πέντε και φτάνεις, έξι με επτά φτου
και βγαίνεις. ΜΠΑΜ!
Όταν ακούω κρότο ουρλιάζω. «Μη μου πεις, δε
θέλω να ξέρω». Και μετά τίποτα. Η γραμμή νεκρή. Λευκός θόρυβος. Σειρήνες,
κόσμος, φασαρία. Βήματα στα σκαλιά κι ερωτήσεις. «Ήταν δικός σας;» Μάτια θολά
και άδεια. Και το κενό ένας τόπος που όλους μας χώρεσε δραματικά. Υποδήματα,
ρούχα, σπαρμένα αντικείμενα. Στην αναγνώριση ένας κορμός. Πού είναι τα φωτεινά
σου μάτια; Πού είναι τα χείλη και το γέλιο σου;
Καλοκαίρι απόγευμα να περπατάς γρήγορα στο
βουνό. «Μη βιάζεσαι, δεν σε προλαβαίνω». Σιωπή. Μόνο βήματα γρήγορα κι ανάσες
δύσκολες. «Το φεγγάρι, δες! Σε ξέρει με το όνομά σου. Θα νικήσουμε, ακούς;»
Ησυχία. Τώρα εδώ σφίγγω τα δόντια για να βγαίνει η μέρα. Κάνω στα ψέματα πως γελώ
να μην ξέρει κανείς πως πονάω.
Μου χρωστάς τόσες βόλτες γαμώτο! Εσύ με
έμαθες να αγαπάω τις μηχανές, την ταχύτητα, το μαύρο και το κόκκινο χρώμα.
Νύχτα ζεστή, ένα ποτάμι, δρόμος φαρδύς. «Κρατιέσαι καλά;» «Ναι, πάτα το γκάζι
πιο πολύ. Κοίτα! Πετάμε!» Από εδώ και μπρος όλα τα άλογα θα τα φωνάζω «Ντάνυ»
κι όταν τη σέλα θα καβαλάω, θα κοιτάω πάντα πίσω μου να σε δω. Θα ρωτάω,
«Έτοιμος;» Θα τρέχει το άλογο και θα σου λέω «Κρατήσου γερά. Πετάμε!» Και κάθε
που θα διασχίζω την εθνική οδό, θα ψάχνω πάντα τα ίχνη απ’ τις ρόδες σου, να
περπατήσει η ψυχή μου εκεί που πάρκαρες για να φύγεις.
Θα ρωτάω τα πουλιά αν σε αντάμωσαν και θα
ζητάω ένα μήνυμα να μου φέρουν. Τη μυρωδιά και τον ήχο σου. Ένα τραγούδι η φωνή
σου. «Μωρέ μαραίνομαι ο καημένος. Μια μολυβιά που σβήνει». Θα σου δώσει χέρι ο
Γιώργος να χορέψεις. Μήνας Νοέμβριος. Μία γέννηση και δύο θάνατοι. Αρχή και
τέλος μαζί. Πώς να χωρέσει τόσος κόσμος στις μέρες του;
Κόλαση και παράδεισος και στη μέση εγώ. Αν
από κάπου μας βλέπεις, έλα και άπλωσε τα χέρια σου γύρω μας και με τη δύναμη
της ανάσας σου, δώσε μας λίγη απ’ τη ζωή που πήρες μαζί σου. Κι εγώ κάθε μέρα
θα κοιτάω ψηλά μήπως και φανείς και θα φωνάζω στον ουρανό.
«Venceremos. Ακούς; Ηττηθήκαμε».
Μαρία Χρονιάρη - Sandhu
Νέο κείμενο στη στήλη μου "Οταν ο λύκος είναι εδώ" στο Πολιτιστικό Site Ologramma. Δείτε κι εδώ: https://ologramma.art/spiritus-tha-pei-pneyma/