Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.
(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")
(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")
Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019
Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019
ΧΡΥΣΑΥΓΗ
Τις
τελευταίες μέρες, απασχολεί τα χέρια μου μια πεπρωμένη
φυγή. Όσο κάνω πως δεν υπάρχει, τόσο εφευρίσκει τρόπους για να με κάνει να την κρατώ.
Διεκδικεί το δικαίωμα της ύπαρξής της, ζητώντας μου να την ακολουθήσω.
Στον δρόμο οι άνθρωποι από γυαλί φτιαγμένοι, αν τους
φυσήξω θα διαλυθούν. Στα πρόσωπά τους, τα χαραγμένα χρόνια τους, θυμίζουν πέτρα
σκαλισμένη απ’ το κύμα. Όπως περπατούν, αφήνουν πίσω τους μια αύρα στάχτης και
οι κινήσεις τους προδίδουν σταθερή έλλειψη αγάπης.
Μια κουμπωμένη ψυχή θαρρείς και τους οδηγεί και
καθορίζει τον τρόπο τους. Τους κοιτάζω για ώρα, μήπως μπορέσω να
αποκωδικοποιήσω τις επιθυμίες, τις σκέψεις και τις πληγές τους. Μήπως και δω
τον κόσμο τους και καταλάβω τι νιώθουν. Όμως κανείς δεν κοιτάει τα μάτια μου.
Δείχνουν να τα φοβούνται. Μα εγώ πιστά, δεν χαμηλώνω το βλέμμα.
Συνεχίζω την προσπάθεια να διαρρήξω τα ρολά και να
βάλω στην καρδιά τους το χέρι μου· να τους ξυπνήσω, να τους αφυπνίσω. Να τους
φωνάξω πως τώρα ζωή, εδώ ζωή. Ύστερα κι αύριο δεν ξέρεις. Μα εκείνοι επιμένουν
να μην κοιτούν και αν κάποιος κοιτά, να μη βλέπει.
Στον ουρανό τα σύννεφα το ένα δίπλα στο άλλο,
μοιάζουν με χορωδία· μια σειρά φιλαρμονικής. Μελωδία νερού και αέρα να ποτίζει
τη γη. Να δυναμώνει τις ρίζες για να ανθίσει το μέλλον τους. Περπατάω με βήμα
αργό και προσεκτικά, μην τυχόν και πληγώσω το χώμα. Μην και γίνω η αιτία να
χαθεί η αναπνοή. Για να μην χρεωθώ ένα σφάλμα του κόσμου. Δεν αντέχω στο σώμα
μου άλλη πρόσθεση βάρους. Μία ακόμη ενοχή για μια λάθος απόφαση.
Πλησιάζω στο κατώφλι της πόρτας. Στο σπίτι μου
κατοικεί η γεύση από γιασεμί. Στο δεξί μου χέρι κρατάω ακόμη τα παπούτσια μου
και με το αριστερό, βάζω στην πόρτα το κλειδί. Παίρνω βαθιά αναπνοή και μπαίνω.
Ποτέ ξανά δεν έχω υπάρξει πιο σίγουρη, γι’ αυτό το πρώτο βήμα.
Δεν υπάρχει νομοτέλεια όταν μιλάς για ψυχή.
Μαρία Χρονιάρη
Κείμενο από την μόνιμη στήλη μου "Όταν ο λύκος είναι εδώ", στο Πολιτιστικό Μαγκαζίνο Ολόγραμμα. Διαβάστε κι εδώ: https://ologramma.art/chrysaygi/
Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019
ΜΙΑ ΠΝΟΗ ΣΙΩΠΗΣ
Ο πιο
μεγάλος πόνος
είναι
εκείνος που κάνει τα
εκκωφαντικά
αθόρυβα
Μ. Χρονιάρη
Ευχαριστώ πολύ την Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου για την μετάφραση στα Ισπανικά του ποιήματός μου "Μια πνοή σιωπής", από την συλλογή μου "Αγέννητη γη", εκδ. Σοκόλης 2017. Διαβάστε την μετάφραση εδώ: https://argy57.blogspot.com/2018/03/blog-post_30.html
Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019
Η ΑΓΕΝΝΗΤΗ ΓΗ ΣΤΑ "ΑΔΕΣΠΟΤΑ"
Ευχαριστώ πολύ την Βάσω Χριστοδούλου, για την τόσο προσεγμένη παρουσίαση των ποιημάτων μου, στο προσωπικό της ιστολόγιο, "Τα αδέσποτα".
Δείτε κι εδώ: https://vassochristodoulou.blogspot.com/2018/12/blog-post.html?spref=fb&fbclid=IwAR3u3rUNWxchSZ9HDp-ZBpzbD60z5GWyMhoE5gXA6zXTOsT5FJzAQJ-pw9E
Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019
ΕΛΕΥΣΙΣ
Ήρθαν και τους είδα. Έφεραν μαζί και τα γεμάτα
κάρβουνο, μα κενά μάτια τους. Τα χέρια τους, που
Οι κινήσεις τους πρόδιδαν μια χρόνια ακινησία· ήσαν
δύσκαμπτοι σαν χαλασμένα γρανάζια και κάθε βήμα τους, δημιουργούσε ταλαντώσεις
στο μαρμάρινο πάτωμα. Μου έκανε εντύπωση, η προσπάθεια που κατέβαλλαν για να
υπάρχουν. Να καταστήσουν σαφές μπροστά μου, πως είναι. Εξάλλου, είχαν έρθει για
να με δουν. Όφειλα να είμαι ευγενική. Παρατηρούσα τις κινήσεις τους όποτε
ένιωθαν πως μου λένε κάτι σπουδαίο, ξεχωριστό και συνάμα την πικρή τους ψεύτικη
βεβαιότητα, πως όλα εκείνα με νοιάζουν. Τους άκουγα με προσοχή, μα τίποτα δεν
συγκινούσε τα χρώματα μέσα μου. Γνώριζα πως έπρεπε να με προστατεύσω από τη
μανία της αγάπης τους. Μιας αγάπης ρευστής, σαν λάβα που σέρνεται.
Τα ρούχα που φορούσαν ήταν επίσημα. Με κυρίευε μια αγωνία
για το μετά. Για την αντίδραση που θα είχαν, σαν καταλάβαιναν πως η ύπαρξή
τους, μου ήταν αδιάφορη και κουραστική. Με τρόμαζαν όλα τα σημεία στίξης κι
ακόμη περισσότερο, όσα μέσα τους εκείνα έκρυβαν. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον,
όπως κοιτάς τα αγάλματα. Ξέρεις πως είναι νεκρά, μα βαθιά σου ελπίζεις να
ζούσαν. Με την κύρια διαφορά όμως, πως εγώ ένιωθα το αίμα να χτυπάει στα
μηνίγγια μου, να θέλει να σπάσει τις φλέβες μου και να γίνει ποτάμι που θα τους
πάρει στο βάθος του.
Και περνούσαν οι ώρες κι από την προσπάθεια
κουράζονταν όλο και περισσότερο, ώσπου πια, αφού δεν είχαν τίποτε άλλο να
πάρουν από μένα, άρχισαν να με εκλιπαρούν για να δώσω ένα τέλος. Το όποιο τέλος, δεν τους
απασχολούσε· ήθελαν μόνο να μπει η τελεία. Άλλωστε η γιορτή σιγά – σιγά στένευε
και πλησίαζε στην άκρη της πόρτας. Τους κοίταζα έναν – έναν με μια θλίψη μα και
τη σιγουριά της ζωής μου. Τους ευχαρίστησα για την παράσταση, για την
προσπάθεια να μάθουν τον ρόλο, για την όσο πιο πιστή απόδοση πραγματικότητας.
Με κοίταζαν κι εκείνοι, με την στοργή και την
φροντίδα που ο φονιάς σκοτώνει αυτόν που αγαπάει. Έβαλα το χέρι μου στο πόμολο,
τράβηξα την πόρτα κι άκουσα τον ήχο από τα τζάμια που έσπαγαν. Δεν υπάρχει ζωή
χωρίς τα φαντάσματα, σκέφτηκα.
Και περπάτησα αργά τον απέραντο δρόμο.
Μαρία Ι. Χρονιάρη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)