Πενήντα
οκτώ ποιήματα που ματώνουν, σηματοδοτώντας την επερχόμενη γέννα. Θα ξεκινήσω
από το εξαιρετικό εξώφυλλο του βιβλίου, που μας προϊδεάζει με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο για το ποιητικό τοπίο που αναδύεται στην συνέχεια. Η εικόνα ενός
άγονου τόπου, μια χέρσα γη. Μια γυναίκα υπάρχει ως κάθετη τομή σε αυτό το τοπίο
και βηματίζει με τρόπο αποφασιστικό.
Η Μαρία
Χρονιάρη είναι ένα κορίτσι όλο μάτια που αιχμαλωτίζει την στιγμή με το βλέμμα
της. Δεν την περιορίζει σε λεκτικά χαρακώματα, αλλά την καταγράφει ως συναίσθημα,
ως τραύμα που επουλώνεται, αφήνει όμως ουλή.
«Έχω ένα
φόνο να αποσιωπήσω / εκείνη τη νύχτα που μεσουρανούσε το φως / Να καθαρίσω τη
λάμα / απ΄ της ψυχής τα αίματα / έχω αφήσει την θάλασσα να κοιμάται στο σπίτι».
Γιατί
όπως λέει και ο Γονατάς, «Η πληγή θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία
βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή
που σκύβει και την φιλάει…»
Πότε η
Εκάτη,
«Ντυμένη
ένα μαυσωλείο , γεμάτο ζωντανούς νεκρούς / αναβάλω διαρκώς το ταξίδι μου / για
να περάσω απέναντι την Αχερουσία»
και πότε
η Μαρία των λύκων και της σιωπής.
«Μακριά
από ανάρμοστα βλέμματα / Με το ουρλιαχτό ενός λύκου / που πάντα κλαίει / Γιατί
ξέρει πόσο πονάει η ορφάνια».
Γράφει
και αισθάνεται διχοτομημένη.
«Τη μέρα
που έφυγες / αποφάσισα να ζήσω διπλή ζωή / Χώρισα στη μέση το σώμα μου / και
ονόμασα »εσύ» τη δεξιά μου πλευρά /… / Αριστερά όλο το χρώμα μου / βαθύ μαύρο
της λύπης / Δεξιά όλο το μέλλον μου / λέει χρόνια πορεία βαριά / Κάθε μου τώρα
και μια διαρκής διχοτόμηση / είμαι η πληγή μου».
Στην
ποίησή της κυριαρχεί ο έρωτας και ο φόβος της διάψευσης, που αποτρέπει από το
κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν με το αντικείμενο του πόθου.
«Θα ζω
πάντα μισή / ντυμένη τα κύματα ενός μόνο νησιού / που θα ΄ναι πάντα δικό μου / βαμμένη
τα χρώματα της λύπης / μιλώντας με την Περσεφόνη και την Αριάδνη / Άλλον τρόπο
δεν ξέρω να σε κρατάω ζωντανό / απ΄ το να σε κάνω λέξεις».
Παίζουμε
ρόλους στον έρωτα, προσδοκούμε το φως που θα αποσαφηνίσει την αλήθεια των
αισθημάτων.
«Περίμενα
/ Έλεγα πάντα πως θα ΄ρθεις / με αλλαγμένο πρόσωπο / χωρίς πανοπλία και δόρυ /
Ώσπου έληξε κάποτε ο χρόνος μιας λέξης / εκείνη η δύναμη που οδηγούσε μαζί /
Άλλο δεν έχω να μιλώ / παρά το όνομά σου / και είναι άδικη πολύ / τούτη η
σταυροφορία».
Σιωπά η
Μαρία ανάμεσα στις λέξεις, αλλά ταυτόχρονα κραυγάζει, αναζητά την αλήθεια της,
μακριά από προσωπεία.
«Κι εγώ
που κοιτώ από μακριά / να σκοτώνεις την μνήμη / φοράω στα δάχτυλα γράμματα επτά
/ και σιωπώ χρόνια μέσα μου / την πληγή της αλήθειας».
Και σε ένα άλλο ποίημα,
«’Εγινα
όλα τα μάτια στους πίνακες του Μοντιλιάνι / κι άφησα τα ίχνη μου σε κάθε γη που
πατούσες / Φταίει που γεννήθηκα Φθινόπωρο / και το όνομα μου είναι Μαρία».
Ακροβατεί,
χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, για τον εαυτό της χορεύει.
«Στα
χρόνια που περπάτησαν μέσα μου ξυπόλυτα και στην αλήθεια που στέκει πάντα
ασάλευτη σε πείσμα των ματιών σου».
Και
ξαφνικά έρχονται στο μυαλό μου οι λέξεις μιας άλλης Μαρίας, της Μαρίας Μήτσορα,
από το βιβλίο της «Με λένε Λέξη»: «…Αν δεν τεντώσω τέλεια το σχοινί που είναι
φτιαγμένο από λέξεις, για να χορέψω πάνω από την άβυσσο, τότε η άβυσσος θα με
καταπιεί..» Έτσι την συναντά την Μαρία Χρονιάρη ο πόνος της επιθυμίας που
φθίνει, πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Μάχη είναι ο έρωτας, πάθος και αχίλλειος πτέρνα.
«Τελευταία
ματιά / Το τσιγάρο στο πάτωμα / έκλεισα όλες τις πόρτες / Μπαμ».
Πρόσκαιρη
αθανασία που εκπίπτει.
«…σε
βλέπω να κατηφορίζεις την Ασκληπιού / με όλα τα κύματά σου βουλιαγμένα».
Και εδώ
θέλω να αναφερθώ στην συγγένειά της, με την ποίηση της Νανάς Ησαΐα. Μια ποίηση
φθοράς, όπου τα συναισθήματα διυλίζονται, γίνονται έννοιες που περιγράφουν
συναισθηματικές καταστάσεις. Ανατέμνει τον παρελθόντα έρωτα με τα όπλα μιας
φιλοσόφου, τώρα που η συναισθηματική δόνηση δεν είναι παρά μνήμη. Έτσι και η ποίηση
της Μαρίας Χρονιάρη δεν έχει την μυρωδιά του θανάτου αλλά το σταμάτημα της ζωής
σε κάποια αχρονολόγητη φάση. Εξόδιος ακολουθία στο φως λοιπόν η ποίησή της.
«Σε μια
γωνιά δίπλα στο παράθυρο μου / στέκει αμίλητη πια / μια παλιά μας φωτογραφία /
Υπάρχει μια παρηγοριά στη σιωπή της / μια γυμνή λύπη σε χρώμα σέπια, και αλλού…
Η ψυχή περιμένει με όλα τα μάτια της ν΄ανατέλλουν εδώ / Σαν μουσική / που δεν
φοβάται να σπάσει / Τώρα πια έμαθα / τώρα πια ξέρω / για να ορίζεις τον φόβο
σου /πρέπει να ουρλιάζεις ζωή».
Η
αλήθεια που όσο και αν αποσιωπάται, οι λέξεις την μαρτυρούν. Το μέλλον εφορμά
και μια «Αγέννητη γη» πάλλεται έτοιμη να το υποδεχτεί.
«Οι
ποιητές είναι πάντα / προς την πλευρά της ζωής / Γράφουν μόνο υπέρ της /
φορώντας μόνιμα / στο μπράτσο τους / το μαύρο περιβραχιόνιο / του θανάτου».
Ειρήνη
Ιωαννίδου, Ποιήτρια.
Φωτογραφία Εξωφύλλου: Χάρης Τσιλόπουλος
Φωτογραφία δική μου: Άννα Μαρινάκη
Δείτε κι εδώ:
https://ologramma.art/exodios-akoloythia-sto-fos-kritiki-vivlioy-quot-agenniti-gi-quot/?fbclid=IwAR144bqo1kxLGWUIwof1j3cjl4oqMxXmRPQphIKdqvzUU5h3GU5aIJt3sa0