Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Η "ΟΔΟΣ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ" ΚΑΠΟΥ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟΧΡΟΝΟ



Δεν ξέρω γιατί το ποίημα: Οδός Ασκληπιού της Μαρίας Χρονιάρη μου φέρνει στον νου τον Περικλή Γιαννόπουλο να συζητά με τον Κωστή Παλαμά ή να συναντά, ανέλπιστα, τη Σοφία Λασκαρίδου, στην οδό Ασκληπιού, κάπου στον χωροχρόνο.

Ίσως γιατί οι δύο τους-Παλαμάς και Γιαννόπουλος-, καθ' ομολογίαν του Παλαμά, συνήθιζαν να κάνουν περιπάτους και να συζητούν για την πολιτική κατάσταση της χώρας, κάνοντας αναλύσεις και επισημάνσεις για την έλλειψη της ηγετικής φυσιογνωμίας που θα εκπλήρωνε τις προσδοκίες και τους στόχους που είχε θέσει ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ανάταση της Ελλάδας. Στόχοι, που η υλοποίησή τους θα έβγαζε τη χώρα από το τέλμα στο οποίο είχε περιπέσει μετά την βαριά ήττα κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.

Περιπατώντας, λοιπόν, ένα ωραίο καλοκαιρινό δειλινό,τότε στα 1909, λίγο μετά το Κίνημα στο Γουδί(Αύγουστος 1909), όχι στην οδό Ασκληπιού, αλλά στο Ζάππειο, ο Περικλής Γιαννόπουλος, θα κάνει λόγο, ως προφήτης, στον Κωστή Παλαμά για τα προτερήματα του Ελευθέριου Βενιζέλου και το ρόλο που θα μπορούσε να παίξει στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.

Άλλοτε πάλι, διαβάζοντας το ποίημα, είναι σαν να βλέπω μια αναπάντεχη συνάντηση, στην οδό Ασκληπιού, της Σοφίας Λασκαρίδου με τον Περικλή Γιαννόπουλο σε ένα χωροχρονικό συνεχές, σε μία καμπύλωση του χωροχρόνου, να του λέει , υπό το έκπληκτο βλέμμα του Κωστή Παλαμά, όσα δεν πρόλαβε να του πει πριν την ξαφνική αναχώρησή του για τους Ασφόδελους Λειμώνες.

Παρελθόν, παρόν, μέλλον, αέναος κύκλος ζωής στην καμπύλη του χρόνου...

Να είναι έτσι άραγε; Ποιος ξέρει... Αλλά τι σημασία έχει, όλα είναι στη φαντασία τη δική μου, της ποιήτριας, και στη δική σου φαντασία αναγνώστη... Α.Χ.


Οδός Ασκληπιού

Σε βλέπω να κατηφορίζεις την Ασκληπιού
με όλα τα κύματά σου βουλιαγμένα
Προσπαθώ να ξεχωρίσω στο πρόσωπό σου
τη μορφή σου
Τίποτα που να σε θυμίζει
δεν έμεινε

Πλησιάζω αργά
Με τις ρυτίδες μου όλες αναμμένες
σε χαιρετώ
σαν τα πάντα να είναι αύριο
Ο Παλαμάς γυρνά το κεφάλι
και μας κοιτά έκπληκτος

Είδες, σου λέω,
τίποτα απ' ό,τι μας άγγιξε
δεν χάνεται στον χρόνο
Ίσως ήρθε η ώρα να πάρουμε τη θέση μας
πλάι του

Έτσι κι αλλιώς
μόνο εκείνος κρατά
τόσα χρόνια
το μυστικό μας

Μαρία Χρονιάρη, 2017
Από την Ποιητική Συλλογή,Αγέννητη Γη, Εκδ. Σοκόλη 2017



Ευχαριστώ πολύ την Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου, για την δημοσίευση στο προσωπικό της ιστολόγιο. Δείτε κι εδώ: https://argy57.blogspot.com/2018/04/blog-post_10.html

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

«Εξόδιος ακολουθία στο φως»



Πενήντα οκτώ ποιήματα που ματώνουν, σηματοδοτώντας την επερχόμενη γέννα. Θα ξεκινήσω από το εξαιρετικό εξώφυλλο του βιβλίου, που μας προϊδεάζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για το ποιητικό τοπίο που αναδύεται στην συνέχεια. Η εικόνα ενός άγονου τόπου, μια χέρσα γη. Μια γυναίκα υπάρχει ως κάθετη τομή σε αυτό το τοπίο και βηματίζει με τρόπο αποφασιστικό.


Η Μαρία Χρονιάρη είναι ένα κορίτσι όλο μάτια που αιχμαλωτίζει την στιγμή με το βλέμμα της. Δεν την περιορίζει σε λεκτικά χαρακώματα, αλλά την καταγράφει ως συναίσθημα, ως τραύμα που επουλώνεται, αφήνει όμως ουλή.

«Έχω ένα φόνο να αποσιωπήσω / εκείνη τη νύχτα που μεσουρανούσε το φως / Να καθαρίσω τη λάμα / απ΄ της ψυχής τα αίματα / έχω αφήσει την θάλασσα να κοιμάται στο σπίτι».

Γιατί όπως λέει και ο Γονατάς, «Η πληγή θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και την φιλάει…»

Πότε η Εκάτη,

«Ντυμένη ένα μαυσωλείο , γεμάτο ζωντανούς νεκρούς / αναβάλω διαρκώς το ταξίδι μου / για να περάσω απέναντι την Αχερουσία» 

και πότε η Μαρία των λύκων και της σιωπής.

«Μακριά από ανάρμοστα βλέμματα / Με το ουρλιαχτό ενός λύκου / που πάντα κλαίει / Γιατί ξέρει πόσο πονάει η ορφάνια».

Γράφει και αισθάνεται διχοτομημένη.

«Τη μέρα που έφυγες / αποφάσισα να ζήσω διπλή ζωή / Χώρισα στη μέση το σώμα μου / και ονόμασα »εσύ» τη δεξιά μου πλευρά /… / Αριστερά όλο το χρώμα μου / βαθύ μαύρο της λύπης / Δεξιά όλο το μέλλον μου / λέει χρόνια πορεία βαριά / Κάθε μου τώρα και μια διαρκής διχοτόμηση / είμαι η πληγή μου».

Στην ποίησή της κυριαρχεί ο έρωτας και ο φόβος της διάψευσης, που αποτρέπει από το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν με το αντικείμενο του πόθου.

«Θα ζω πάντα μισή / ντυμένη τα κύματα ενός μόνο νησιού / που θα ΄ναι πάντα δικό μου / βαμμένη τα χρώματα της λύπης / μιλώντας με την Περσεφόνη και την Αριάδνη / Άλλον τρόπο δεν ξέρω να σε κρατάω ζωντανό / απ΄ το να σε κάνω λέξεις».

Παίζουμε ρόλους στον έρωτα, προσδοκούμε το φως που θα αποσαφηνίσει την αλήθεια των αισθημάτων.

«Περίμενα / Έλεγα πάντα πως θα ΄ρθεις / με αλλαγμένο πρόσωπο / χωρίς πανοπλία και δόρυ / Ώσπου έληξε κάποτε ο χρόνος μιας λέξης / εκείνη η δύναμη που οδηγούσε μαζί / Άλλο δεν έχω να μιλώ / παρά το όνομά σου / και είναι άδικη πολύ / τούτη η σταυροφορία».

Σιωπά η Μαρία ανάμεσα στις λέξεις, αλλά ταυτόχρονα κραυγάζει, αναζητά την αλήθεια της, μακριά από προσωπεία.

«Κι εγώ που κοιτώ από μακριά / να σκοτώνεις την μνήμη / φοράω στα δάχτυλα γράμματα επτά / και σιωπώ χρόνια μέσα μου / την πληγή της αλήθειας».

 Και σε ένα άλλο ποίημα,

«’Εγινα όλα τα μάτια στους πίνακες του Μοντιλιάνι / κι άφησα τα ίχνη μου σε κάθε γη που πατούσες / Φταίει που γεννήθηκα Φθινόπωρο / και το όνομα μου είναι Μαρία».

Ακροβατεί, χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, για τον εαυτό της χορεύει.

«Στα χρόνια που περπάτησαν μέσα μου ξυπόλυτα και στην αλήθεια που στέκει πάντα ασάλευτη σε πείσμα των ματιών σου».

Και ξαφνικά έρχονται στο μυαλό μου οι λέξεις μιας άλλης Μαρίας, της Μαρίας Μήτσορα, από το βιβλίο της «Με λένε Λέξη»: «…Αν δεν τεντώσω τέλεια το σχοινί που είναι φτιαγμένο από λέξεις, για να χορέψω πάνω από την άβυσσο, τότε η άβυσσος θα με καταπιεί..» Έτσι την συναντά την Μαρία Χρονιάρη ο πόνος της επιθυμίας που φθίνει, πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Μάχη είναι ο έρωτας, πάθος και αχίλλειος πτέρνα.

«Τελευταία ματιά / Το τσιγάρο στο πάτωμα / έκλεισα όλες τις πόρτες / Μπαμ».

Πρόσκαιρη αθανασία που εκπίπτει.

«…σε βλέπω να κατηφορίζεις την Ασκληπιού / με όλα τα κύματά σου βουλιαγμένα».




Και εδώ θέλω να αναφερθώ στην συγγένειά της, με την ποίηση της Νανάς Ησαΐα. Μια ποίηση φθοράς, όπου τα συναισθήματα διυλίζονται, γίνονται έννοιες που περιγράφουν συναισθηματικές καταστάσεις. Ανατέμνει τον παρελθόντα έρωτα με τα όπλα μιας φιλοσόφου, τώρα που η συναισθηματική δόνηση δεν είναι παρά μνήμη. Έτσι και η ποίηση της Μαρίας Χρονιάρη δεν έχει την μυρωδιά του θανάτου αλλά το σταμάτημα της ζωής σε κάποια αχρονολόγητη φάση. Εξόδιος ακολουθία στο φως λοιπόν η ποίησή της.

«Σε μια γωνιά δίπλα στο παράθυρο μου / στέκει αμίλητη πια / μια παλιά μας φωτογραφία / Υπάρχει μια παρηγοριά στη σιωπή της / μια γυμνή λύπη σε χρώμα σέπια, και αλλού… Η ψυχή περιμένει με όλα τα μάτια της ν΄ανατέλλουν εδώ / Σαν μουσική / που δεν φοβάται να σπάσει / Τώρα πια έμαθα / τώρα πια ξέρω / για να ορίζεις τον φόβο σου /πρέπει να ουρλιάζεις ζωή».

Η αλήθεια που όσο και αν αποσιωπάται, οι λέξεις την μαρτυρούν. Το μέλλον εφορμά και μια «Αγέννητη γη» πάλλεται έτοιμη να το υποδεχτεί.

«Οι ποιητές είναι πάντα / προς την πλευρά της ζωής / Γράφουν μόνο υπέρ της / φορώντας μόνιμα / στο μπράτσο τους / το μαύρο περιβραχιόνιο / του θανάτου».

Ειρήνη Ιωαννίδου, Ποιήτρια.

Φωτογραφία Εξωφύλλου: Χάρης Τσιλόπουλος
Φωτογραφία δική μου: Άννα Μαρινάκη

Δείτε κι εδώ:
https://ologramma.art/exodios-akoloythia-sto-fos-kritiki-vivlioy-quot-agenniti-gi-quot/?fbclid=IwAR144bqo1kxLGWUIwof1j3cjl4oqMxXmRPQphIKdqvzUU5h3GU5aIJt3sa0