Του Κωνσταντίνου
Καραγιαννόπουλου
Αναρωτιέμαι,
ώρες- ώρες, αν θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε στον κόσμο δίχως το παιχνίδι των
ρόλων…
Όπως
έγραψε κάποτε η Μαλβίνα Κάραλη: «Υπάρχει […] κάτι πολύ πιο επιδέξιο και ειλικρινές
από το να είσαι ο εαυτός σου: το να είσαι ο ρόλος σου». Κι εξηγεί παρακάτω:
«παίζω και πλέκω εγκώμια μιας ζωής που δεν καταλαβαίνει τίποτα έξω από την
Τέχνη της». Η πιο ουσιαστική απόδειξη αυτού αποτελεί ο έρωτας. Ο κύριος (και
καίριος) αρλεκίνος ταχυδακτυλουργός. Το νούμερό του μοιάζει αρχικά με την χώρα
του Ποτέ -που σε θαμπώνει με τα χρώματα, τις μουσικές, τις εντάσεις και, φευ, την
γλυκιά ψευδαίσθηση ενός «για πάντα»- μέχρι, βέβαια, να καταλήξει σε σκηνικό
βομβαρδισμένης γης. Και η αιτία αυτής της κατάληξης δεν είναι άλλη από την
αντίθεση των διαφόρων ρόλων που κομίζουν οι πρωταγωνιστές.
Όσο
καταστροφικό, όμως, κι αν φαντάζει ταυτόχρονα, αποτελεί και μιαν ασπίδα
προστασίας από τα κάθε είδους ραδιενεργά στοιχεία του συνυπάρχειν και
συμφύρεσαι. Είναι, ίσως, κι ένας τρόπος να χωρέσεις πιο εύκολα τις αντινομίες
που φέρεις σαν άτομο και να τις εναρμονίσεις μέσα σε μιαν οπτική απάτη- έτσι
που να γίνεσαι αναγνωρίσιμος ως μια –υποτιθέμενη- ενότητα ή έστω ως μιαν όχι
και τόσο απροσπέλαστη δυνατότητα.
Θα
ήθελα σήμερα να σας παρουσιάσω μια σχοινοβάτισσα ποιήτρια –για να μνημονεύσω
λίγο και τον Genet.
Η Μαρία Χρονιάρη στο τελευταίο της βιβλίο, Αγέννητη Γη, ακροβατεί επάνω στο
τεντωμένο σχοινί, που ενώνει το σημείο μηδέν με τον ορίζοντα ενός αγέννητου
–και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο- επερχόμενου ενδεχόμενου. Ή ίσως πάλι με το
σημείο εκείνο όπου η σιωπή σπάει και ξαναγίνεται κραυγή.
Λέει
ο Genet
στον σχοινοβάτη: «Χόρευε
ωστόσο για τον εαυτό σου και μόνο, όχι για μας. […] Και πάντοτε στον ερεβώδη
τόπο. Αυτή λοιπόν η μοναξιά θα μας μαγέψει». Γράφει η ποιήτρια ως αφιέρωση στο
βιβλίο της: «Στα χρόνια που περπάτησαν μέσα μου ξυπόλυτα και στην αλήθεια που
στέκει πάντα ασάλευτη σε πείσμα των ματιών σου». Τι άλλο από ακριβή εκπλήρωση
του ιδεώδους του Genet
αποτελεί η σχοινοβασία της Μαρίας Χρονιάρη.
Στην
ποίηση έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε –σαν παράδειγμα κακού μαθητή- την
βιογραφία του καλλιτέχνη ως άξονα για την ανάλυση του έργου του. Εγώ θα
προσπαθήσω, κατά το μέτρο του δυνατού, να αποφύγω αυτή την γκάφα. Βλέπω το εγχείρημά
της σαν την προσπάθεια της Σελήνης να διαγράψει κάποιες από τις εποχές της
σκοτεινής της πλευράς∙ δίχως, όμως, να αποκαλύπτει τα τοπία και τα ηφαίστεια
που καραδοκούν στο έδαφός της. Γι’ αυτό, άλλωστε, κυριαρχεί τόσο στα ποιήματά
της η σιωπή. Θα μπορούσαμε να πούμε πως όλη η συλλογή πραγματεύεται ό, τι δεν
αποκαλύπτει ανάμεσα στα κεντίδια των στίχων της. Αθόρυβα ο πόνος, η επιβεβαίωση
του αναπόφευκτου, η κατακρήμνιση ενός αγαπημένου προσωπείου, καθοδηγούν την
πορεία προς την αλήθεια: την φθίνουσα επιθυμία. Διότι, όσο κι αν ο χωρισμός
φαντάζει στα μάτια μας σαν θάνατος, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο
από την επίτευξη του απώτερου στόχου μας- το γκρέμισμα του αντικειμένου του
πόθου μας από το βάθρο που του είχαμε στήσει.
Τι
είναι αυτό που το κάνει τόσο επώδυνο;
Το
γκρέμισμα του κόσμου που επινοήσαμε για να προσδώσει νόημα στην επιθυμία μας.
Την ώρα, δηλαδή, που γκρεμίζουμε το βάθρο τσακίζουμε τον σπόρο που μας
εκπλήρωνε. Αντικρίζουμε και βιώνουμε το υπερκορεσμένο μιας πραγματικότητας που
έχει ήδη πάρει το σχήμα του παρελθόντος. Πονάμε γιατί δεν υπάρχει πια ούτε
μήνυμα, ούτε ακροατήριο, ούτε φωνή για να αναγγείλουμε εκείνο που, μέχρι πριν
από λίγο, αποτελούσε την ουσία, τον πόθο… το πλήρες μας… Κενό σώμα πια ζητά νέα
σταυροφορία και καινούριο σκοπό.
Το
σημαντικότερο ποίημα της συλλογής που μπορεί να μας βοηθήσει στην πρόσληψη της,
θεωρώ πως είναι η «Υποτείνουσα». Σ’ αυτό το ποίημα το ποιητικό υποκείμενο
φτάνει στην αποκάλυψη του εγκλήματος. Άρα, και στη σκοποθεσία του ίδιου του βιβλίου.
Το ομώνυμο
ποίημα της συλλογής αφήνει μιαν υποψία ερμηνείας του τίτλου της. Θα ήταν
παρακινδυνευμένη η άποψη πως ο τίτλος παραπέμπει σε κάποιο παιδί που δεν
γεννήθηκε ποτέ. Παρακινδυνευμένη και μάλλον άστοχη… μιας και περιορίζει το
ερμηνευτικό πλαίσιο της ποιητικής του βιβλίου. Μιας και δουλειά του κάθε
ερμηνευτή είναι να ανοίγει το εύρος των ερμηνευτικών δυνατοτήτων. Θα πρότεινα
–για να δώσω συνέχεια στα όσα ανέφερα πιο πάνω- πως αγέννητη γη είναι ό, τι
απομένει όταν ο έρωτας και η επιθυμία τελειώνουν. Όχι, όμως, σαν στάχτη μα σαν
ανεκμετάλλευτες πιθανότητες. Ο έρωτας δεν γεννά τίποτε άλλο παρά μόνο το πάθος.
Ο έρωτας είναι πόλεμος, κι όπως κάθε πόλεμος έχει ένα τέλος θανάσιμο. Η αγάπη
είναι η μήτρα της ζωής. Επίσης, θα πρότεινα να συνδυαστεί ο τίτλος με την πλήρη
απουσία σημείων στίξης και κυρίως με την απουσία τελείας.
Σαν
έμμεσα διακειμενικά στοιχεία η ποιήτρια προτείνει τα ποιητικά τοπία των Dickinson, Woolf και Plath∙ παρ’ ότι –όπως παραδέχεται και
πάλι έμμεσα η ίδια- δεν ανταποκρίνονται ουσιαστικά ούτε στο ύφος αλλά ούτε και
στο κλίμα της Αγέννητης Γης. Η λειτουργία τους πιστεύω πως περιορίζεται σ’ αυτό
που ονομάζουμε «παραδείγματα προς αποφυγή».
Υπάρχουν
δύο ερωτήματα στη συλλογή. Είναι δύο ερωτήματα που φαντάζουν με την πρώτη ματιά
αναπάντητα∙ θεωρώ, όμως, πως οι απαντήσεις μπορεί να μην δίνονται κατευθείαν
από την ποιήτρια, αλλά κερδίζονται μέσα από την πορεία στην οποία σε υποχρεώνει
να ακολουθήσεις.
Το
πρώτο ερώτημα είναι: Πως σβήνει άραγε τον ήλιο κανείς;
Η
απάντηση σ’ αυτό εκπηγάζει απ’ όσα ανέλυσα παραπάνω. Δηλαδή, αφήνοντάς τον να
κάψει όλα του τα αποθέματα. Ειδάλλως, μετατρέπεται ο έρωτας- ήλιος σε εμμονή.
Το
δεύτερο ερώτημα είναι: Προς ποια κατεύθυνση/ εξημερώνει τον θάνατο ο έρωτας;
Αυτό
είναι ένα πράγματι δύσκολο ερώτημα. Θα παραθέσω αρχικά κάποια από τα λόγια της
ίδιας της ποιήτριας κι έπειτα θα προσπαθήσω να αναλύσω αυτή μου την επιλογή.
Γράφει
στο ποίημα Οδός Ασκληπιού:
Πλησιάζω αργά
Με τις ρυτίδες μου όλες αναμμένες
Σε χαιρετώ σαν πάντα να είναι
αύριο
Το
ποίημα Απόδραση:
Οι ποιητές είναι πάντα
προς την πλευρά της ζωής
Γράφουν μόνο υπέρ της
φορώντας μόνιμα
στο μπράτσο τους
το μαύρο περιβραχιόνιο
του θανάτου
Κάποτε
είχα γράψει πως ο φόβος είναι η απόκρυφη
τέχνη της φθοράς. Σε συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει η Μαρία Χρονιάρη το
2016, στην ερώτησή μου για το τι είχε αποκομίσει από την συγγραφή των τεσσάρων
τότε βιβλίων της μου είχε απαντήσει: «Έμαθα όταν φοβάμαι να μη φοβάμαι και να
επιτρέπω στον εαυτό μου να βλέπει τα πράγματα πιο καθαρά». Ίσως λοιπόν η
κατεύθυνση που εξημερώνει τον θάνατο ο έρωτας, να είναι εκείνη που το άφοβο
βλέμμα σού, σου υποδεικνύει. Αυτό που θα σου ψιθυρίσει η φωνή μέσα σου και θα
την κάνεις ποίημα [ένα ποίημα ως στάση ζωής…]. Διότι, ο έρωτας είναι στάση
ζωής. Μπορεί να είσαι ερωτευμένος με ό, τι επιθυμήσεις κι αυτό με την σειρά του
θα σε κατευθύνει στην πλευρά της ζωής.
Όμως,
εδώ υπάρχει μια παγίδα. Όπως μας προειδοποιεί ο Rollo May, ο έρωτας (ο έρωτας για κάποιο
άλλο άτομο) αναγγέλλει την θνητότητα. Αυτή η ψευδαίσθηση της αφομοίωσης στον
άλλο και της υπέρβασης. Η πρόσκαιρη αθανασία που κερδίζεις μέσω της πτώσης σου
στα θολά νερά του πάθους. Σιγά- σιγά σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πως το τέλος
είναι αναπόφευκτο. Αλλά δεν είσαι χαμένος! Τράβηξες προς την πηγή της ζωής…
έκανες τον κύκλο που όφειλες και σου όφειλαν… κι έφτασες πλήρης μέσα από την
άλωσή σου.
Φαίνεται
μια πτυχή αυτού στους στίχους:
Κανείς δεν θα ζήσει τόσο μαζί
όσο εμείς
κομμένοι στα δύο
Όλα
αυτά αποτυπώνονται πολύ γλαφυρά [και μέσα από την ίδια την εναντίωσή τους…] από
την συζήτηση του Χάρολντ Πίντερ με την σύζυγό του Αντωνία Φρέιζερ μέσω χαϊκού:
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος
στον
κόσμο
πως
θα σ’ είχα συναντήσει;
Αντωνία Φρέιζερ
Θα μ’
έβρισκες τριγυρίζοντας το μεγάλο μπαρ
Ποτήρια
υψωμένα,
Ένα
για σένα, ένα για μένα
Χάρολντ Πίντερ
[Σε
δική μου μετάφραση]
Κλείνοντας,
δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στο εξώφυλλο του βιβλίου. Μια εξαιρετική
δουλειά του Χάρη Τσιλόπουλου που καταφέρνει να αυξήσει την ένταση του τοπίου
στο οποίο μας εισαγάγει η Μαρία Χρονιάρη. Επίσης, η Αγέννητη Γη ως τοπίο πια
αποκτά μιαν απτή αποτύπωση όσων δεν λέγονται ποτέ. Για να μείνουν ποιητικά λάφυρα…
και μυστικά χνάρια στο κορμί της Σελήνης…
Η κριτική του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου, δημοσιεύθηκε στο Πολιτιστικό Magazino Ολόγραμμα. *Η φωτογραφία της ποιήτριας ανήκει στην Άννα Μαρινάκη
Διαβάστε κι εδώ: