Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.
(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")
(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")
Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017
Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν πιο ψηλές από σένα, πιο ψηλές.
Υπάρχουν πιο αγνές από σένα, πιο αγνές.
Υπάρχουν πιο ωραίες από σένα, υπάρχουν ωραιότερες.
Όμως εσύ είσαι η βασίλισσα.
Όταν περπατάς στους δρόμους
κανένας δε σε αναγνωρίζει.
Κανείς δε βλέπει το κρυστάλλινο στέμμα σου,
κανένας δεν κοιτά
το χαλί από κόκκινο χρυσάφι
που πατάς όπου περνάς,
το χαλί που δεν υπάρχει.
Κι όταν φανείς
αντηχούν όλα τα ποτάμια
στο κορμί μου, σείουν
τον ουρανό οι καμπάνες,
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.
Μόνο εσύ κι εγώ,
μόνο εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε.
Πάμπλο Νερούδα
Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017
Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ
Τον Γέρο
τον βρήκαμε μετά από ώρα να κάθεται και να κείτεται νεκρός σε μια γωνία του
καφενείου ενώ έκλεινε ένα αδιάφορο βράδυ Τετάρτης ενός ακόμη πιο αδιάφορου
Φθινοπώρου. Τα κάποτε ψαρά γένια του Γέρου είχαν ασπρίσει άσκημα πιο κίτρινα
παρά άσπρα, το πρόσωπο του είχε σπάσει – τα παγωμένο του μάτια είχαν βυθιστεί
βαθιά μέσα στο κρανίο του, πια δυο κενές κουκκίδες χωμένα σε μια ρυτιδιασμένη
σταφίδα. Ότι απέμεινε από ένα μισοφαγωμένο μουστάκι που κάποτε ήταν περήφανη
μουστάκα κουνούσε με πείσμα πέρα δώθε στο δροσερό βραδάκι που έγλυφε το λιμάνι
χλευάζοντας το πετρωμένο του χείλος.
Οι φήμες
στο χωριό λέγανε ότι ο Γέρος είχε φτάσει πολλά χρόνια πριν, πολύ πριν πεθάνουν
οι τελευταίοι που ζούσανε ακόμη όταν αυτός είχε πρώτο έρθει. Όταν ζούσε, λίγα
έκανε, και ακόμη πιο λίγο μιλούσε. Κάθε Κυριακή και Δευτέρα πρωί έφτανε πρώτος
στο γωνιακό καφενείο στο λιμάνι και μου παράγγελνε έναν Ελληνικό βαρύ και ένα
στριφτό τσιγάρο.
— Τα
δάχτυλα μου, βλέπεις, μου έλεγε κάθε φορά, δεν είναι τα δάχτυλα που ήτανε
κάποτε.
Έτσι,
ρολόι εγώ κι ο γέρος βγάζαμε τα πρωινά μας κάθε Κυριακή και Δευτέρα που άνοιγα
το μαγαζί. Καφές βαρύς, με καθόλου ζάχαρη και γεμάτος πίκρα. Κάποιες φορές
έστριβα δύο τσιγάρα – ένα για εκείνον, και ένα για μένα. Κάτι χειμωνιάτικα
πρωινά με βροχή, αέρηδες, και κύμα επέμενε αυτός και καθόμασταν έξω απ’ το
μαγαζί – στο τραπεζάκι που αφήναμε χειμώνα-καλοκαίρι να το σημαδεύει ο καιρός
και ο καφές του Γέρου.
Μια φορά
τον ερώτησα το όνομα του.
— Τι
σημασία έχει πια; έλεγε με μισό γέλιο, αφού πια δεν έχει σημασία.
— Ε τι
δεν έχει σημασία ρε Παππού; τον ρωτούσα.
(Γέρο
δεν τον έλεγα ποτέ, δεν μου ‘βγαινε.)
— Δεν
έχει, συνέχιζα, σημασία το ποίος είσαι;
Έβγαλε
ένα ψαροκάπελο σάπιο από την αλμύρα και βαμμένο με αλάτι και χάιδεψε σαν από
παλιά συνήθεια τα λίγα μαλλιά που του είχαν απόμείνει. Με χοντρά, μακριά και
άτσαλα δάχτυλα έφερε στα ξεραμένα χείλη του το τσιγάρο που του είχα στρίψει και
τον περίμενε. Σκύβοντας προς το μέρος του, του έδωσα φωτιά και πήρε βαθιά,
κουρασμένη ανάσα και την κράτησε.
Τα
σκοινιά τέντωναν με τον καιρό, τα καΐκια γέρνανε με το κύμα – ο θόρυβος έκοβε
την αναμεταξύ μας σιωπή.
Με το
μανίκι του σκούπισε την μύτη του που έσταζε. Ένα του μάτι ήταν πάντα κόκκινο,
και όλο του έτρεχαν υγρά. Συχνά πυκνά τον έβλεπα από μακριά – χάζευα το μάτι
αυτό το μονιμοδακρυσμένο και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν θλιμμένος ή
θυμωμένος.
Μπορεί
να ήταν και τα δύο.
— Γιατί
βρε παιδί μου, αναστέναξε, το ποίος είμαι, το ποίος είσαι, δεν είναι τίποτα.
Δεν είναι παρά μια σειρά από ιστορίες, που άλλες θα ακούσεις από μένα και άλλα
θα τα ακούσεις από άλλους. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι παρά το σύνολο των
συλλογικών αυτών ιστοριών. Και όταν μια μέρα δεν έχει μείνει κανένας άλλος να
πει με άλλο τρόπο της ιστορίες σου τότε μόνο παύεις να είσαι πια το οτιδήποτε –
γίνεσαι ο Κανένας, γίνεσαι και ο Οποιασδήποτε.
Σάστισε.
Πήρε την επόμενη του τζούρα και τον περίμενα σιωπηλός.
— Τι
λένε για μένα οι αγαπημένοι μου συγχωριανοί;
Χαμογέλασα
πικρά.
— Τίποτε
δε λένε μωρέ.
— Λέγε
βρε, είπε χαριτολογώντας, τ’ απόλαμβάνω γω αυτά.
— Να
μωρέ… Λένε ότι έφτασες στο νησί μια μέρα απάνω σε ένα τσακισμένο καΐκι. Ότι
είχες μουρλαθεί από τον ήλιο και πίνοντας θαλασσόνερο. Πως έφτασες φωνάζοντας
για γοργόνες και πειρατές και τρικυμίες και άλλες τέτοιες…κουταμάρες.
— Τι σόι
κουταμάρες;
Σηκώθηκα
απότομα.
— Άσε
μας ρε Γέρο Δευτεριάτικα!
Μια σκιά
πέρασε πάνω από το βλέμμα του, σα να τον απόγοήτευσα, σα να ένιωθε ότι κατά
βάθος τον λυπόμουν και ράγιζε η καρδιά μου κάθε φορά που τον έβλεπα τις δύο
μόνο φορές της εβδομάδας που μου έκανε παρέα από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμο.
Σα να
ήξερε ότι φοβόμουν πως εκεί που είμαι ήταν και εκεί που είναι θα ‘μαι.
— Οι
μισοί, ξεφύσηξα, λένε ότι έφυγες τρέχοντας αφήνοντας πίσω σου γυναίκα με παιδί.
Οι άλλοι μισοί λένε ότι έσφαξες την γυναίκα σου όταν την βρήκες να πηδιέται με
έναν λαουτιέρη. Μαλακίες τώρα, τι με βάζεις να επαναλαμβάνω;
Φόρτωσα
τον καφέ στον δίσκο και έφυγα, κρύφτηκα πίσω από το μπαρ. Δεν ξαναβγήκα έξω
μέχρι να σηκωθεί, αφού βράδιασε, να φύγει. Όρθιος, με κοιτούσε μέσα από το
θολωμένο τζάμι. Με ένα χέρι τράβηξε κοντά του τον γιακά ενός μάλλινου παλτό και
το άλλο το σήκωσε για να με χαιρετίσει.
—
Καληνύχτα Νικόλα.
Δεν με
περίμενε να του απαντήσω και με αργό βάδην χάθηκε από μπροστά μου έχοντας γίνει
πλέον ένα με τη νύχτα.
Βγήκα να
μαζέψω το τραπέζι, τα κέρματα ήταν εκεί όπως κάθε φορά σε μια στοίβα. Τα μάζεψα
σε μια ποδιά και σήκωσα το τασάκι.
Σταμάτησα.
Κάτω από
το τασάκι ένα κιτρινισμένο χαρτί διπλωμένο – με μαύρο μελάνι γραμμένο μια
ημερομηνία παλιά. Άφησα κάτω τον δίσκο με προσοχή. Παρά το κρύο τα δάχτυλα μου
καίγανε με μια ακατανίκητη έλξη. Άρπαξα λαίμαργα το χαρτί και το ξεδίπλωσα
εμφανίζοντας μια ξεθωριασμένη φωτογραφία.
Μια
υπέροχη νύφη, με φουσκωμένη κοιλιά και τα χέρια εξαιρετικά επιτακτικά
τοποθετημένα με προσοχή γύρω από το αγέννητο ακόμη βρέφος. Τα μαλλιά της,
μακριά και ξανθοκάστανα, έπεφταν γύρω από του ώμους της και πάνω από ένα σεμνό
χαμόγελο περίμεναν υπομονετικά δύο μάτια λιονταρίνας.
Κρατούσε
ένα ανθισμένο κλαδί κερασιάς.
Ήταν η
ομορφότερη γυναίκα που είχα δει στη σύντομη μου ζωή.
***
Την
επόμενη Κυριακή έθαψα τον Γέρο σε έναν φθηνό τάφο που έβλεπε λιγάκι θάλασσα.
George A. Pappas
Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017
Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017
Η ΝΥΧΤΑ
Το πρωί,
όταν άνοιξα τα μάτια μου,
οι
κουρτίνες είχαν πετρώσει
έμοιαζαν
με τσιμεντένιο ακορντεόν.
Ο
καθρέφτης είχε πέσει κάτω,
σπασμένος.
Ανοιγμένα
τα φύλλα της ντουλάπας,
σαν
μισοσκισμένες σελίδες βιβλίου
κρέμονταν.
Κι όλα
τα ρούχα τσαλακωμένα, φορεμένα.
Όπως ένα
ανοιχτό στόμα,
έχασκε
το συρτάρι του κομοδίνου.
Η
φωτογραφία είχε βγει απ' την κορνίζα
μα το
τζάμι άθικτο.
Βρήκα το
σεντόνι στρωμένο
κάτω από
το κρεβάτι.
Οι
παντόφλες πλάι - πλάι στην πόρτα
πιεσμένες,
σαν
ακόμη να κουβαλούν ένα σώμα.
Το φως
ανοικτό,
είχα
ξεχάσει να το σβήσω πριν κοιμηθώ
κι η
νύχτα εξαγριωμένη
δεν
βρήκε που να κρυφτεί.
Κωνσταντίνος
Σύρμος
Ανάγνωση: Μαρία Χρονιάρη
Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017
Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017
ΜΙΑ ΕΥΘΥΝΗ ΨΥΧΗΣ
Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας
ανεξάντλητος ωκεανός, γεμάτος από ανεξάντλητες νησίδες φωτός, που οδηγούν πάντα
στο ίδιο σημείο: Το εντός του βάθος.
Υπάρχουν στον κόσμο, δίχως να φαίνονται γι’ αυτό που
είναι στ’ αλήθεια. Η μάσκα που φορούν, δεύτερη φύση τους. Ενίοτε, πρώτη. Τους
συναντάς παντού γιατί πουθενά δεν χωράνε. Με τη μόνιμη, βίαιη αίσθηση του
ανικανοποίητου να καίει τη ματιά τους. Όταν μπουν σ’ έναν χώρο, αν δεν είσαι
απ’ αυτούς, ένα ρίγος σε κόβει. Διαπεραστικά θα σκάψουν με το βλέμμα τους και
με μια λύσσα θαρρείς, να εντοπίσουν. Εκείνο που φέγγει. Και δεν τους μοιάζει.
Αυτό που θα κάνει τη διαφορά μέσα στο ανώνυμο πλήθος.
Με τρόπο ύπουλο μα κι επικίνδυνα τρυφερό, θα σε
πλησιάσουν. Θα θελήσουν να μάθουν ποιος είσαι, τι κάνεις, τι ζεις και τι θες.
Για να ξέρουν με βεβαιότητα τι κουμπιά θα πατήσουν. Κι εσύ, που βασιλεύει μέσα
σου η παιδική σου ηλικία, δίνεις μητρώο, ταυτότητα, σπας κωδικούς για ν’
αντέχουν να ζουν. Άρχισες μόλις να χάνεις. Μα το εντός σου λευκό, σ’ εμποδίζει
να δεις.
Κι εκείνοι απλώνονται μέσα σου, γύρω σου και παντού.
Καταλαμβάνοντας τον ζωτικό σου χώρο. Κάνουν ό,τι μπορούν για να πάρουν το φως
που σε κάνει να είσαι. Που δεν τους μοιάζει και το φθονούν. Κι επιβάλλουν. Τις
λέξεις, τις σκέψεις μα και τον τρόπο τους. Σου απαγορεύουν να υπάρχεις σε όσα
αυτοί δεν μπορούν. Σου κλείνουν πόρτες, παράθυρα, μανταλώνουν τα πάντα με
βαριές αλυσίδες, για να είναι σίγουροι πως η αιχμαλωσία σου δεν κινδυνεύει να
πάψει.
Τους βλέπεις με κόπο να προσπαθούν να σου αλλάξουν
τα μάτια. Ανοίγουν το στόμα σου και σου σφηνώνουν στα δόντια, όσα δεν θέλεις να
πεις. Κι όταν αρνείσαι, με τα βρώμικα χέρια τους, σου καρφώνουν πληγές, ενοχές
μα και τύψεις. Θέλουν πάντα να είσαι υπόχρεος. Να τους χρωστάς πως υπάρχεις.
Πως σε είδαν και σε ξεχώρισαν.
Και καίει μέσα σου η φωτιά της αλήθειας. Κι
επαναστατεί το μυαλό, τα χέρια και τα πόδια σου. Ώσπου μια μέρα, αρχίζεις να
ουρλιάζεις. Και οι κραυγές σου σπάνε τα σίδερα, και τα παράθυρα ανοίγουν, κι οι
πόρτες γκρεμίζονται, και οι αλυσίδες που σου είχαν,τώρα θηλιά στον λαιμό τους.
Και σε κοιτούν μικροί και έντρομοι, να μεγαλώνεις μπροστά τους. Τα έκαναν όλα
σωστά, μα υπολόγισαν λάθος. Γιατί δεν μέτρησαν την ψυχή σου. Γιατί οι ίδιοι ποτέ
δεν είχαν.
Γιατί ποτέ δεν έμαθαν, πως η ελευθερία της ψυχής
ισούται με την δύναμη ολάκερης της ανθρωπότητας.
Μαρία Χρονιάρη
(Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η φωνή των Ανωγείων", στη μόνιμη στήλη μου "Ιστορίες του Ωκεανού" στο τεύχος που κυκλοφορεί)
Διαβάστε όλη την εφημερίδα εδώ:
Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)