Στο
δρόμο, τα ίχνη των ανθρώπων σιγά - σιγά έσβηναν και τη θέση τους έπαιρναν
μελωδίες, που έκαναν ακόμη και τα κτίρια, να αλλάζουν σχήμα και μορφή. Όλα
εναρμονίστηκαν με τον ουρανό. Έναν ουρανό που ζητούσε ζωή. Του την έταξα, του
την έβαλα στα χέρια και λίγο πριν τα μεσάνυχτα, αποχώρησα πατώντας στις άκρες
των δαχτύλων μου για να μην τον τρομάξω.
Μαζί μου
ήταν κι η Εκάτη, για να σιγουρευτεί πως το φως δεν πρόκειται να σβήσει...
Καλή ακρόαση.