Τον Γέρο
τον βρήκαμε μετά από ώρα να κάθεται και να κείτεται νεκρός σε μια γωνία του
καφενείου ενώ έκλεινε ένα αδιάφορο βράδυ Τετάρτης ενός ακόμη πιο αδιάφορου
Φθινοπώρου. Τα κάποτε ψαρά γένια του Γέρου είχαν ασπρίσει άσκημα πιο κίτρινα
παρά άσπρα, το πρόσωπο του είχε σπάσει – τα παγωμένο του μάτια είχαν βυθιστεί
βαθιά μέσα στο κρανίο του, πια δυο κενές κουκκίδες χωμένα σε μια ρυτιδιασμένη
σταφίδα. Ότι απέμεινε από ένα μισοφαγωμένο μουστάκι που κάποτε ήταν περήφανη
μουστάκα κουνούσε με πείσμα πέρα δώθε στο δροσερό βραδάκι που έγλυφε το λιμάνι
χλευάζοντας το πετρωμένο του χείλος.
Οι φήμες
στο χωριό λέγανε ότι ο Γέρος είχε φτάσει πολλά χρόνια πριν, πολύ πριν πεθάνουν
οι τελευταίοι που ζούσανε ακόμη όταν αυτός είχε πρώτο έρθει. Όταν ζούσε, λίγα
έκανε, και ακόμη πιο λίγο μιλούσε. Κάθε Κυριακή και Δευτέρα πρωί έφτανε πρώτος
στο γωνιακό καφενείο στο λιμάνι και μου παράγγελνε έναν Ελληνικό βαρύ και ένα
στριφτό τσιγάρο.
— Τα
δάχτυλα μου, βλέπεις, μου έλεγε κάθε φορά, δεν είναι τα δάχτυλα που ήτανε
κάποτε.
Έτσι,
ρολόι εγώ κι ο γέρος βγάζαμε τα πρωινά μας κάθε Κυριακή και Δευτέρα που άνοιγα
το μαγαζί. Καφές βαρύς, με καθόλου ζάχαρη και γεμάτος πίκρα. Κάποιες φορές
έστριβα δύο τσιγάρα – ένα για εκείνον, και ένα για μένα. Κάτι χειμωνιάτικα
πρωινά με βροχή, αέρηδες, και κύμα επέμενε αυτός και καθόμασταν έξω απ’ το
μαγαζί – στο τραπεζάκι που αφήναμε χειμώνα-καλοκαίρι να το σημαδεύει ο καιρός
και ο καφές του Γέρου.
Μια φορά
τον ερώτησα το όνομα του.
— Τι
σημασία έχει πια; έλεγε με μισό γέλιο, αφού πια δεν έχει σημασία.
— Ε τι
δεν έχει σημασία ρε Παππού; τον ρωτούσα.
(Γέρο
δεν τον έλεγα ποτέ, δεν μου ‘βγαινε.)
— Δεν
έχει, συνέχιζα, σημασία το ποίος είσαι;
Έβγαλε
ένα ψαροκάπελο σάπιο από την αλμύρα και βαμμένο με αλάτι και χάιδεψε σαν από
παλιά συνήθεια τα λίγα μαλλιά που του είχαν απόμείνει. Με χοντρά, μακριά και
άτσαλα δάχτυλα έφερε στα ξεραμένα χείλη του το τσιγάρο που του είχα στρίψει και
τον περίμενε. Σκύβοντας προς το μέρος του, του έδωσα φωτιά και πήρε βαθιά,
κουρασμένη ανάσα και την κράτησε.
Τα
σκοινιά τέντωναν με τον καιρό, τα καΐκια γέρνανε με το κύμα – ο θόρυβος έκοβε
την αναμεταξύ μας σιωπή.
Με το
μανίκι του σκούπισε την μύτη του που έσταζε. Ένα του μάτι ήταν πάντα κόκκινο,
και όλο του έτρεχαν υγρά. Συχνά πυκνά τον έβλεπα από μακριά – χάζευα το μάτι
αυτό το μονιμοδακρυσμένο και δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν θλιμμένος ή
θυμωμένος.
Μπορεί
να ήταν και τα δύο.
— Γιατί
βρε παιδί μου, αναστέναξε, το ποίος είμαι, το ποίος είσαι, δεν είναι τίποτα.
Δεν είναι παρά μια σειρά από ιστορίες, που άλλες θα ακούσεις από μένα και άλλα
θα τα ακούσεις από άλλους. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι παρά το σύνολο των
συλλογικών αυτών ιστοριών. Και όταν μια μέρα δεν έχει μείνει κανένας άλλος να
πει με άλλο τρόπο της ιστορίες σου τότε μόνο παύεις να είσαι πια το οτιδήποτε –
γίνεσαι ο Κανένας, γίνεσαι και ο Οποιασδήποτε.
Σάστισε.
Πήρε την επόμενη του τζούρα και τον περίμενα σιωπηλός.
— Τι
λένε για μένα οι αγαπημένοι μου συγχωριανοί;
Χαμογέλασα
πικρά.
— Τίποτε
δε λένε μωρέ.
— Λέγε
βρε, είπε χαριτολογώντας, τ’ απόλαμβάνω γω αυτά.
— Να
μωρέ… Λένε ότι έφτασες στο νησί μια μέρα απάνω σε ένα τσακισμένο καΐκι. Ότι
είχες μουρλαθεί από τον ήλιο και πίνοντας θαλασσόνερο. Πως έφτασες φωνάζοντας
για γοργόνες και πειρατές και τρικυμίες και άλλες τέτοιες…κουταμάρες.
— Τι σόι
κουταμάρες;
Σηκώθηκα
απότομα.
— Άσε
μας ρε Γέρο Δευτεριάτικα!
Μια σκιά
πέρασε πάνω από το βλέμμα του, σα να τον απόγοήτευσα, σα να ένιωθε ότι κατά
βάθος τον λυπόμουν και ράγιζε η καρδιά μου κάθε φορά που τον έβλεπα τις δύο
μόνο φορές της εβδομάδας που μου έκανε παρέα από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμο.
Σα να
ήξερε ότι φοβόμουν πως εκεί που είμαι ήταν και εκεί που είναι θα ‘μαι.
— Οι
μισοί, ξεφύσηξα, λένε ότι έφυγες τρέχοντας αφήνοντας πίσω σου γυναίκα με παιδί.
Οι άλλοι μισοί λένε ότι έσφαξες την γυναίκα σου όταν την βρήκες να πηδιέται με
έναν λαουτιέρη. Μαλακίες τώρα, τι με βάζεις να επαναλαμβάνω;
Φόρτωσα
τον καφέ στον δίσκο και έφυγα, κρύφτηκα πίσω από το μπαρ. Δεν ξαναβγήκα έξω
μέχρι να σηκωθεί, αφού βράδιασε, να φύγει. Όρθιος, με κοιτούσε μέσα από το
θολωμένο τζάμι. Με ένα χέρι τράβηξε κοντά του τον γιακά ενός μάλλινου παλτό και
το άλλο το σήκωσε για να με χαιρετίσει.
—
Καληνύχτα Νικόλα.
Δεν με
περίμενε να του απαντήσω και με αργό βάδην χάθηκε από μπροστά μου έχοντας γίνει
πλέον ένα με τη νύχτα.
Βγήκα να
μαζέψω το τραπέζι, τα κέρματα ήταν εκεί όπως κάθε φορά σε μια στοίβα. Τα μάζεψα
σε μια ποδιά και σήκωσα το τασάκι.
Σταμάτησα.
Κάτω από
το τασάκι ένα κιτρινισμένο χαρτί διπλωμένο – με μαύρο μελάνι γραμμένο μια
ημερομηνία παλιά. Άφησα κάτω τον δίσκο με προσοχή. Παρά το κρύο τα δάχτυλα μου
καίγανε με μια ακατανίκητη έλξη. Άρπαξα λαίμαργα το χαρτί και το ξεδίπλωσα
εμφανίζοντας μια ξεθωριασμένη φωτογραφία.
Μια
υπέροχη νύφη, με φουσκωμένη κοιλιά και τα χέρια εξαιρετικά επιτακτικά
τοποθετημένα με προσοχή γύρω από το αγέννητο ακόμη βρέφος. Τα μαλλιά της,
μακριά και ξανθοκάστανα, έπεφταν γύρω από του ώμους της και πάνω από ένα σεμνό
χαμόγελο περίμεναν υπομονετικά δύο μάτια λιονταρίνας.
Κρατούσε
ένα ανθισμένο κλαδί κερασιάς.
Ήταν η
ομορφότερη γυναίκα που είχα δει στη σύντομη μου ζωή.
***
Την
επόμενη Κυριακή έθαψα τον Γέρο σε έναν φθηνό τάφο που έβλεπε λιγάκι θάλασσα.
George A. Pappas