Ειν’ ένας δρόμος μακρύς, σιωπηλός.
Προχωρώ στα σκοτεινά, γλιστρώ και πέφτω
Σηκώνομαι και περπατώ τυφλά
Πάνω στις πέτρες τις μουγκές και τα ξερά τα φύλλα
Πίσω μου κάποιος πατά κι αυτός τις πέτρες και τα
φύλλα:
Αν σταματήσω, σταματά
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι: κανένας
Όλα σκοτάδι γύρω μου και έξοδος καμία,
Και κάνω βόλτες στις γωνίες
Που πάντα βγάζουνε στο δρόμο:
Κανένας δεν με περιμένει εκεί ούτε μ’ ακολουθεί,
Εγώ ακολουθώ ένανε που γλιστρά,
Σηκώνεται κι όταν με βλέπει λέει:
Κανένας.
Οκτάβιο Παζ