Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.
(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")
(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")
Σάββατο 30 Αυγούστου 2014
Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014
ΕΣΥ
Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
Μονάχα ένας άνθρωπος αισθάνθηκε στον ουρανίσκο του τη
δροσεράδα του νερού, τη γεύση των καρπών
και της σάρκας.
Μιλάω για τον έναν, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο.
Απόσπασμα από το ποίημα «Εσύ» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες σε
μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη από τη συλλογή "Χόρχε Λουίς Μπόρχες-Ποιήματα",
Εκδόσεις Πατάκη, 2013
Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014
Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014
ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΠΛΟΥΖ
Είναι μια θλίψη που συντροφεύει τον δρόμο μου
που κάνει αυτό το μπλουζ να ακούγεται πιο δυνατά
Είναι μια αύρα σιωπής
μέσα στα δώδεκα μέτρα της μουσικής που σε ντύνει
Κι όλο να βάφω τους τοίχους με φως
κι όλο να σχίζεται η μέρα στα δύο
Υπάρχουν άγκυρες που όταν κοπήκαν μας πήραν μαζί
και κάτι καράβια που στον ερχομό τους
ποτέ δεν μας είχαν
Κι αυτό γιατί το μόνο που είχαμε
ήτανε μερικές σπασμένες χορδές
που τις κάναμε ζωή
για να μπορούμε να ντυνόμαστε τις νύχτες
Για το τελευταίο μπλουζ
στις όχθες του δικού μας προσωπικού νότου
Μαρία Χρονιάρη
(από το βιβλίο μου "Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ" που κυκλοφορεί από τις εκδ. Απόπειρα)
Κυριακή 17 Αυγούστου 2014
ΛΥΠΗ
Δεν έχω
θυμό μέσα μου!
Δεν έχω
έχθρα για κανέναν!
Όμως
μέσα μου κοιμάται μια λύπη!
Πρόσεχε
μην μου την ξυπνάς!
Κι η
λύπη όταν την ξυπνάς γίνεται θάνατος!
Μην μου
ξυπνάς την λύπη μέσα μου.
Άστην να
κοιμηθεί, να γαληνέψει και να ξεχαστεί.
Θα θελα
να μπορούσα να θυμώσω και να φωνάξω.
Να
ξεσπάσω, να κλάψω, να εκδικηθώ.
Μόνο που
τίποτα από αυτά δεν θέλω να κάνω.
Το μόνο
που θέλω είναι να κοιμίσω την λύπη μου.
Να την
κοιμίσω και να την ξεχάσω.
Όπως
κάνω ότι ξεχνώ τόσα πράγματα.
Κι ας
μην τα ξεχνώ.
Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ
Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014
ΕΝΩΣΗ
I.
Απόψε μην απομακρυνθείς
Η γη έχει αρχίσει να χάνει την βαρύτητά της
Τα πάντα αλλάζουν θέση σχέση απόσχιση
Δεν ξέρω αν πρέπει να φοβάμαι
Δεν ξέρω αν έμαθα ποτέ να μην φοβάμαι
Απόψε μην απομακρυνθείς
Η νύχτα έγινε φέρετρο κάτω απ' τα σεντόνια
Τα δάχτυλά μου αρχίζουν να μοιάζουν με μάρμαρο
Το πρόσωπό μου παίρνει την όψη
Μισοτελειωμένου γλυπτού
Απόψε μην απομακρυνθείς
Μείνε να τελειώσουμε μαζί
Αυτό που δεν ζήσαμε
Μείνε για το τελευταίο σινιάλο
Έτσι κι αλλιώς ποτέ κανείς δεν θα μάθει
Τι γεύση έχει το φιλί των εραστών
Όταν πεθαίνουν ζωντανοί
II.
Απόψε δεν θα απομακρυνθώ
Θα μείνω εδώ
Να σκαλίζω με τα δάχτυλα
Το σχέδιο του κορμιού σου
Μέσα σε μια ερεθισμένη κίχλη φωτός
Θα μείνω εντός
Στην κοιλότητα των θηρίων σου
Καθένα απ’ αυτά γεννιέται στο πλάι
Με τις μικρές περισπωμένες του περασμένου αιώνα
Σε ποιο απ’ τα κεφάλια μου
Να σε χωρέσω;
Απόψε δεν θα απομακρυνθώ
Ποτέ μου δεν είχα τα χέρια
Ποτέ δεν ήξερα να βουλιάζω οδούς
Αλλά ακόμα και να το μάθαινα
Θα κατέστρεφα με τα νύχια μου τον δρόμο
Για να περνάμε μόνο εμείς
Ακέφαλοι
Από το λίγο των άλλων
Μόνο εμείς
Έξω απ’ το βλέμμα
Απόψε σήμερα αύριο μετά
Σε δέκα μοναδικά χρώματα
Σε εκατομμύρια ανεκτέλεστες αγκαλιές
Σε πεντέμισι χιλιάδες αιώνες
Δεν θα απομακρυνθώ
Πώς μπορεί κανείς να απομακρυνθεί
Απ’ το αναπόφευκτο δέρμα;
Γίνε εγώ
Θα μείνω εμείς
Μέσα στον ανελέητο κουρνιαχτό των άλλων
Μείνε εκεί που είσαι
Ακίνητη
Σε καρπώ
Σε είμαι
Σε θεώ με τα όργανα του τυφλού
Σε στρέφω σε διονυσιακό βάθρο
Σε κόσμος
Και με φεύγεις
Με ερείπια αγάπης
Και με φοράς στην πράσινη κλίμακα
Ευχαριστώντας το φως
Και με βρέχεις
Θα σε πάρω ολόκληρη
Με την θάλασσα ενός σχοινοβάτη
Απόψε μην απομακρυνθείς
Σε ελάχιστους καιρούς από σήμερα
Η σταγόνα θα είναι μια
Στο προσκήνιο του ωκεανού
Το νερό έχει ήδη φτάσει
Στα πόδια μας
15/05/2014
[Όταν με ξεκολλήσεις απ’ τα στήθη σου βάλε εκείνο το μαύρο χρώμα στο παράθυρο που ταιριάζει στη μοναξιά μου. Χωρίς άλλες λέξεις. Στη σιωπή δεν μιλούν . Μόνο αναπνέουν οι αγωνίες]
(Μικρές ασκήσεις γραφής, με το μολύβι στα δόντια. Θα λειτουργούν οι ματιές, σαν τροχαλίες. Μια λέξη δική σου, μια δική μου. Σειρές που εναλλάσσονται με ταχύτητα, θρασύτητα, αλχημεία. Στην τύχη. Ιστορίες. Και επιπλέον δοκιμές. Ανάξια ψέματα. Αληθινές εξάρσεις. Έγκλημα και τιμωρία. Για τώρα. Τα ποιήματα μεικτά, ανάμεσα σε δυο ανθρώπους τόσο διαφορετικούς. Αλλά τόσο ίδιους. Όπως η ζωή. Μεικτή. Από διαφορετικά βαρελάκια χρώμα. Ο πόνος είχε πάντα δυο ονόματα. Η γραφή είναι η αγωνία του. Η σάρκα που επιμένει να παραμένει. Αναμμένη. Επειδή μετά. Επειδή μέλλον.)
(από την κοινή ποιητική συλλογή "ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΦΟΥΣ", εκδ. Βιβλιόραμα, που κυκλοφορεί Νοέμβριος 2015)
Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014
ΣΚΑΚΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ
Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας ανεξάντλητος ωκεανός, γεμάτος από ανεξάντλητες νησίδες φωτός, που οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο: Το εντός του βάθος.
Βρίσκομαι μόνη σ’ ένα γειτονικό καφέ. Απ΄ την πλευρά
που κάθομαι, έχω την δυνατότητα να κοιτώ απ΄ το παράθυρο. Στην πλατεία τα μικρά
παιδιά παίζουν, τρέχουν, γελούν. Οι μεγάλοι, καθισμένοι στα γύρω παγκάκια παρακολουθούν.
Παρακολουθώ κι εγώ μικρούς και μεγάλους και δεν μπορώ παρά να σκεφτώ την άνοιξη
που έχουν τα παιδικά χρόνια και την μοναξιά που κρύβει μέσα της η ενηλικίωση.
Αυτό το πέρασμα από χρόνο σε χρόνο που σε φέρνει όλο
και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά
αντιμέτωπο με τον εαυτό σου. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Ο
εαυτός μας. Που είναι εμείς. Που δεν είναι εμείς. Που θα ήθελε να είναι κάτι
άλλο ενδεχομένως από αυτό που είμαστε κι είναι εγκλωβισμένος μέσα στο δικό μας
σώμα.
Κι εκεί αρχίζει το σκάκι με την μοναξιά. Δύσκολες
παρτίδες. Σκληρές και ύπουλες. Ποιο πιόνι να μετακινήσεις για να σώσεις βασιλιά
και βασίλισσα; Δηλαδή εσένα. Ποιο τετράγωνο θα είναι το σωτήριο; Κι αν η
επόμενη κίνηση είναι ματ κι όλα τελειώσουν; Ερωτήσεις, ερωτήσεις κι απάντηση
από καμία έως δύσκολα.
Κάποιος μια φορά μου είχε πει: «Μαρία παιδί μου,
άνθρωπο θωρείς καρδιά δεν βλέπεις». Πόσο δίκιο είχε αυτή η κουβέντα του. Πόση
αλήθεια. Από τότε δεν λέει να φύγει από το μυαλό μου. Κοιτώ έναν έναν τους
ανθρώπους στο μαγαζί. Τους περιεργάζομαι από πάνω έως κάτω. Οι κινήσεις τους,
τα γέλια τους κρύβουν έναν κεκαλυμμένο πόνο.
Με μερικούς απ’ αυτούς συμπίπτει το βλέμμα μας. Δεν
μπορώ να υπολογίσω για πόση ώρα, όμως όση κι αν είναι, αρκεί για να φανερώσει
και στους δυο μας το μυστικό και να το φυλάξουμε ο ένας για τον άλλον καλά
κρυμμένο. Αγγιζόμαστε κι ανταλλάσσουμε τις μοναξιές μας. Σαν μεταδιδόμενη
νόσος. Μέσα σε τόσο πλήθος κι όμως έρημοι. Ναι, έρημοι. Σαν κόκκοι άμμου που
τους παραδέρνει ο αέρας.
Συλλογίζομαι έπειτα την δική μου εσωτερική ερημιά.
Τι αρνήθηκα; Τι δέχτηκα; Τι θυσίασα; Τι πήρα και τι έδωσα για να φτάσω εδώ;
Πόσα και ποια απ’ όλα τα ναι και τα όχι της ζωής μου, άξιζαν τον κόπο; Κι όλα
αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα γεννούν κι άλλα, πιο σκληρά και δεν γνωρίζω πως
και σε ποια να απαντήσω.
Και τι να πω στη δική μου μοναξιά. Λίγο πριν πιω την
τελευταία γουλιά απ’ τον καφέ μου, έρχεται στο μυαλό μου μια ρήση - που δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιος την είπε – με
βρίσκει όμως απόλυτα σύμφωνη: « Μη λυπάστε τους μοναχικούς ανθρώπους. Να
λυπάστε εκείνους που συμβιβάζονται από φόβο μην μείνουν μόνοι».
Μαρία Ι. Χρονιάρη
Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στην εφημερίδα "Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ", όπου φιλοξενείται η μόνιμη στήλη μου, "Ιστορίες του ωκεανού". Την εφημερίδα μπορείτε να την κατεβάσετε σε μορφή PDF, και να την διαβάσετε, εδώ:
Σάββατο 2 Αυγούστου 2014
ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΗΣ
Ο κόσμος τούτος, όλη η πλούσια, απέραντη σειρά τα φαινόμενα, δεν είναι
απάτη, φαντασμαγορία πολύχρωμη του αντικαθρεφτιζόμενου νου μας. Μήτε απόλυτη
πραγματικότητα, που ζει και μεταπλάθεται ανεξάρτητη από τη δύναμη του νου μας,
λεύτερη. Δεν είναι η λαμπερή στολή που ντύνει το μυστικό σώμα του Θεού. Μήτε το
διάφανό και σκοτεινό μεσότοιχο αναμεσός ανθρώπου και μυστηρίου.
Όλος τούτος ο κόσμος που θωρούμε, γρικούμε κι αγγίζουμε είναι η προσιτή
στις ανθρώπινες αίστησες, όλο Θεό συμπύκνωση των δυο τεράστιων δυνάμεων του
Σύμπαντου.
Μια δύναμη κατηφορίζει και θέλει να σκορπίσει, ν΄ ακινητήσει, να πεθάνει.
Μια δύναμη ανηφορίζει και ζητάει ελευτερία κι αθανασία.Αιώνια τα δυο τούτα στρατέματα, τα σκοτεινά και φωτερά, τα στρατέματα της
ζωής και του θανάτου, συγκρούονται. Τα ορατά για μας χνάρια της σύγκρουσης
τούτης είναι τα πράματα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι.
Αιώνια οι αντίθετες δυνάμες συγκρούονται, σμίγουν, παλεύουν, νικούν και
νικουνται, συβιβάζουνται και ξαναρχίζουν πάλι να πολεμούν σε όλο το Σύμπαντο·
από τον αόρατο στρόβιλο σε μια στάλα νερό ως τον απέραντο αστροκατακλυσμό του
Γαλαξία.Στρατόπεδο αλάκερου του Θεού είναι και το πιο ταπεινό έντομο κι η πιο μικρή
Ιδέα. Μέσα τους όλος ο Θεός είναι παραταγμένος σε κρίσιμη μάχη.
Και στο πιο ασήμαντο μόριο γης κι ουρανού ακούω το Θεό μου να φωνάζει:
Βοήθεια!
Το κάθε πράμα είναι αυγό, και μέσα του το σπέρμα του Θεού ανήσυχο, ακοίμητο
δουλεύει. Αρίφνητες δυνάμες απομέσα του κι απόξω παρατάζουνται και το
υπερασπίζουν.
Με το φως του μυαλού, με τη φλόγα της καρδίας πολιορκώ την κάθε φυλακή του
Θεού, ψάχνοντας, δοκιμάζοντας, χτυπώντας, ν΄ ανοίξω μέσα στο φρούριο της ύλης
θύρα, να δημιουργήσω μέσα στο φρούριο της ύλης τη θύρα της ηρωικής έξοδος του
Θεού μας.Πολέμα, ενεδρεύοντας με υπομονή τα φαινόμενα, να τα υποτάξεις σε νόμους.
Έτσι ανοίγεις δρόμους στο χάος και βοηθάς το πνέμα να βαδίσει.Βάλε τάξη, την τάξη του μυαλού σου, στη ρεούμενη αναρχία του κόσμου. Καθαρά
χάραξε απάνω στην άβυσσο το σχέδιο της μάχης.
Πάλεψε με τις φυσικές δυνάμες, ανάγκασε τις να ζευτούν σε σκοπόν ανώτερο
τους. Λευτέρωσε το πνέμα που αγωνίζεται μέσα τους και λαχταράει να σμίξει με το
πνέμα που αγωνίζεται στα σωθικά σου.Όταν στο χάος ο άνθρωπος παλεύοντας υποτάξει μια σειρά φαινόμενα στους
νόμους του μυαλού του κι αυστηρά τους νόμους τούτους περικλείσει στο λόγο, ο
κόσμος ανασαίνει, ταχτοποιούνται οι φωνές, ξεκαθαρίζουνται τα μελλούμενα κι
όλες οι σκοτεινές ατέλειωτες ποσότητες των αριθμών λευτερώνουνται υποταζόμενες
στη μυστική ποιότητα.
Με τη βοήθεια του νου μας βιάζουμε την ύλη να ΄ρθει μαζί μας. Ξεστρατίζουμε
τις δυνάμες που κατηφορούν, αλλάζουμε το ρέμα, μετουσιώνουμε τη σκλαβιά σε
ελευτερία.Δε λευτερώνουμε μονάχα Θεό παλεύοντας κι υποτάζοντας τον ορατό γύρα μας
κόσμο· δημιουργούμε Θεό. Ανοιξε τα μάτια σου, φωνάζει ο Θεός· θέλω να δω! Στύλωσε τ΄ αυτιά σου, θέλω
ν΄ ακούσω! Πήγαινε μπροστά· είσαι η κεφαλή μου! Η πέτρα σώζεται αν τη σηκώσουμε από τη λάσπη και τη χτίσουμε σ΄ ένα σπίτι ή
αν σκαλίσουμε απάνω της το πνέμα.
Ο σπόρος σώζεται· τι θα πει σώζεται; λευτερώνει το μέσα του Θεό·
ανθίζοντας, καρπίζοντας, ξαναγυρίζοντας στο χώμα· ας βοηθήσουμε το σπόρο να
σωθεί.
Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δέντρα, ζώα,
ανθρώπους, Ιδέες· και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός,
κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί.Είναι οι άθλοι οι δικοί του που έχει χρέος να τελέψει προτού πεθάνει.
Αλλιώς δε σώζεται. Γιατί η ίδια η ψυχή του είναι σκορπισμένη, σκλαβωμένη στα
πράματα τούτα γύρα του, στα δέντρα, στα ζώα, στους ανθρώπους, στις Ιδέες, κι
αυτή, την ψυχή του, σώζει τελώντας τους άθλους.
Αν είσαι αργάτης, δούλευε τη γης, βόηθα τη να καρπίσει. Φωνάζουν οι σπόροι
μέσα από τα χώματα, φωνάζει ο Θεός μέσα από τους σπόρους. Λευτέρωσε τον. Ένα
χωράφι προσμένει από σένα τη λύτρωση, μια μηχανή προσμένει από σένα την ψυχή
της. Πια δεν μπορείς να σωθείς, αν δεν τα σώσεις.
Αν είσαι πολεμιστής, μη λυπάσαι, δεν είναι στην περιοχή του χρέους σου η
συμπόνια. Σκότωνε τον οχτρό ανήλεα. Μέσα από το σώμα του οχτρού άκου το Θεό να
φωνάζει: "Σκότωσε το σώμα τούτο, μ΄ εμποδίζει· σκότωσε το να περάσω!"
Αν είσαι σοφός, πολέμα στο κρανίο, σκότωνε τις Ιδέες, δημιούργα καινούριες.
Ο Θεός κρύβεται μέσα σε κάθε Ιδέα, όπως μέσα σε σάρκα. Σύντριψε την Ιδέα,
λευτέρωσε τον! Δώσε του μιαν άλλη Ιδέα, πιο απλόχωρη, να κατοικήσει.
Αν είσαι γυναίκα, αγάπα. Διάλεξε, ανάμεσα άπ΄ όλους τους άντρες, με
σκληρότητα, τον πατέρα των παιδιών σου. Δε διαλέγεις εσύ· διαλέγει ο άναρχος,
ακατάλυτος, ανήλεος μέσα σου αρσενικός Θεός. Τέλεψε όλο σου το χρέος, το
γιομάτο πίκρα, έρωτα κι αντρεία. Δώσε όλο σου το κορμί, το γιομάτο αίμα και γάλα.Να λες: Ετούτος, που κρατώ στον κόρφο μου και τον βυζαίνω, θα σώσει το Θεό.
Ας του δώσω το αίμα μου όλο και το γάλα.
Βαθιά, απροσμέτρητη η αξία του ρεούμενου τούτου κόσμου: από αυτόν πιάνεται
ο Θεός κι ανεβαίνει· από αυτόν θρέφεται ο Θεός και πληθαίνει.Ανοίγει η καρδιά μου, φωτίζεται ο νους, και μονομιάς το φοβερό τούτο
στρατόπεδο του κόσμου μου ξεσκεπάζεται ερωτικιά παλαίστρα. Δυο σφοδροί αντίθετοι άνεμοι, ο ένας αρσενικός, ο άλλος θηλυκός,
συναντήθηκαν και συγκρούονται σ΄ ένα σταυροδρόμι. Σοζυγιάστηκαν μια στιγμή,
πύκνωσαν, γένηκαν ορατοί.
Το σταυροδρόμι τούτο είναι το Σύμπαντο. Το σταυροδρόμι τούτο είναι η καρδιά
μου.
Από το πιο σκοτεινό μόριο ύλης ως τον πιο μεγάλο στοχασμό, μεταδίνεται ο
χορός της γιγάντιας ερωτικιάς σύγκρουσης.Η όλη είναι η γυναίκα του Θεού μου· οι δυο μαζί παλεύουν, γελούν και
κλαίνε, φωνάζουν μέσα στο θάλαμο της σάρκας.Γεννοβολούν, μελίζουνται. Γιομώνουν στεριά και θάλασσα κι αγέρας από
φυτολόι, ζωολόι, ανθρωπολόι και πνέματα, το αρχέγονο ζευγάρι μέσα στο κάθε
ζωντανό αγκαλιάζεται, διαμελίζεται και πληθαίνει.Όλη η αγωνία του Σύμπαντου συμμαζωμένη ξεσπάει στο κάθε ζωντανό και ο Θεός
μέσα στη γλύκα, μέσα στην πίκρα της σάρκας κιντυνεύει.
Μα τινάζεται, πηδάει από τα φρένα κι από τα λαγόνια, χιμάει, πιάνεται από
καινούρια λαγόνια και φρένα, και ξεσπάει πάλι απαρχής ο αγώνας για την
ελευτερία.
Για πρώτη φορά, απάνω στη γης ετούτη, μέσα από το νου κι από την καρδιά
μας, κοιτάζει ο Θεός τον αγώνα του.Χαρά! Χαρά! Δεν ήξερα πως ο κόσμος τούτος είναι τόσο ένα μαζί μου, πως όλοι
είμαστε ένας στρατός, πως οι ανεμώνες και τ΄ άστρα μάχουνται, δεξά ζερβά μου,
και δε με γνωρίζουν, μα εγώ στρέφουμαι και τους γνέφω.Θερμό, αγαπημένο, γνώριμο, μυρίζοντας σαν το κορμί μου, είναι το Σύμπαντο.
Έρωτας μαζί και πόλεμος, σφοδρή ανησυχία, επιμονή κι αβεβαιότητα.
Αβεβαιότητα και τρόμος. Σε μια βίαιη αστραπή ξεχωρίζω: στην πιο αψηλή κορφή
της δύναμης αγκαλιάζουνται· το πιο στερνό, το πιο φοβερό αντρόγυνο- ο Τρόμος κι
η Σιγή. Κι ανάμεσα τους μια Φλόγα.
Νικόλαος Καζαντζάκης, από το βιβλίο του "ΑΣΚΗΤΙΚΗ" που δημοσιεύεται στο μπλογκ σε συνέχειες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)