Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας
ανεξάντλητος ωκεανός, γεμάτος από ανεξάντλητες νησίδες φωτός, που οδηγούν πάντα
στο ίδιο σημείο: Το εντός του βάθος.
Απ’ το παράθυρό μου, κοιτάζω την βροχή που πέφτει.
Κάθε σταγόνα - μια έκρηξη μέσα μου. Στάλα στάλα μαζεύω τις χαμένες ευχές μου.
Θυμάμαι τα χρόνια που ήμουν παιδί. Τότε
που όλα διαρκούσαν και το ποτέ δεν υπήρχε. Όλος ο χρόνος ήταν κερδισμένος. Τίποτα δεν υπήρχε που να με κάνει να χάσω.
Γιατί τίποτα δεν ήταν λίγο. Οι χειμώνες και τα καλοκαίρια, ήταν προφάσεις
αλλαγής. Στην πραγματικότητα, καμία αλλαγή δεν ήταν ικανή να με κάνει να νιώσω
ελλείψεις.
Όλοι οι άνθρωποι είναι βιβλία. Είναι ταξίδια μέσα σε
άλλα ταξίδια. Σελίδες βγαλμένες απ’ τα δάκρυα που έχυσαν όταν ήταν παιδιά.
Υπάρχει μια ιεροσύνη στα δάκρυα. Κυρίως, όταν αυτά συνεχίζουν να σε ακολουθούν
κι όταν μεγαλώσεις. Δείχνουν πως καλώς ή κακώς, ακόμη διατηρείς εκείνη την
παιδική αθωότητα, που μάταια προσπαθείς να δικαιολογήσεις στους απέξω. Στον
κόσμο που δεν βλέπει και δεν σκέφτεται όπως εσύ. Σ’ εκείνους που δεν επιτρέπουν
στην ψυχή τους να θυμάται.
Γιατί η ψυχή, οφείλει να ξέρει να μην ξεχνάει. Είναι
το μόνο ασφαλές καταφύγιο, για τις ώρες που μέσα κι έξω βρέχει.
Στην απέναντι γωνία, κάτω από ένα σκέπαστρο, έχει
κουλουριαστεί ένας σκύλος. Καθώς γυρνάει δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του,
υψώνει τα μάτια προς το παράθυρό μου. Κοιταζόμαστε για ώρα. Ίσως στο δωμάτιό
μου να βρέχει πιο πολύ τώρα. Ίσως εκείνος να είναι πιο στεγνός.
Είναι δύσκολο να διατηρήσεις την αγνότητά σου σ’
έναν κόσμο λερωμένο. Σ’ έναν κόσμο κουρασμένο κι άγριο που δεν σου αντιστοιχεί.
Σ’ έναν κόσμο που δεν σου μοιάζει. Είναι σκληρό να μην χωράς πουθενά και να
αναζητάς διαρκώς ένα απάγκιο να ξαποστάσεις. Κι έτσι, στρέφεσαι ακόμη πιο πολύ
στον εαυτό σου. Κλειδώνεις πόρτες, παράθυρα και πετάς τα κλειδιά προς το μέρος
του σκύλου.
Η βροχή έξω έχει σταματήσει και τα φώτα αντανακλούν
ζωή στο ακόμη βρεγμένο οδόστρωμα. Δίπλα
στο κομοδίνο μία φωτογραφία: Τα πρόσωπα δύο αγοριών μου γελούν συνωμοτικά. Μου
λένε για κόσμους μακρινούς. Μου μιλούν με παραμύθια και χρώματα. Με ευχές και
όνειρα που δεν τελειώνουν. Μου απλώνουν το χέρι να πάω μαζί. Όσο υπάρχουν
παιδιά που γελούν κι ονειρεύονται, τίποτε δε μπορεί να χαθεί.
Ο Χάρης μια νύχτα, μου είπε πως το φεγγάρι
φτιάχνεται απ’ τα σύννεφα.
Κι εγώ τον πιστεύω.
Μαρία Ι. Χρονιάρη
Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στην εφημερίδα "Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ", όπου φιλοξενείται η μόνιμη στήλη μου, "Ιστορίες του ωκεανού". Την εφημερίδα μπορείτε να την κατεβάσετε σε μορφή PDF, και να την διαβάσετε, εδώ: