Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΜΟΥ


Σαν μπήκα σπίτι μου άρχισα να χορεύω. Ο ήχος μιας μπάντας με παρασύρει. Σκίζω τον τοίχο· βρίσκομαι στους δρόμους χρωματισμένους εφιαλτικά κι οι μπάντες να χτυπάνε τους ρυθμούς ξώφρενα, ενώ εγώ, χάνομαι μες στο χρόνο μόνη, έρημη, αινιγματική μέσ' από κει που ήρθα, αφήνοντας ένα χαμόγελο παντοτινό στην μνήμη των ανθρώπων.

Γιατί κανείς ποτέ δεν θα γνωρίσει αν ήρθα, αν έφυγα κι αν πράγματι υπήρξα κάποτε τυχαία ανάμεσά τους.


Μάνος Χατζιδάκις, από το δίσκο του «Το χαμόγελο της Τζοκόντας»

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ





Πριν λίγο καιρό ο Γιώργης Καράτζης, μου μίλησε για την πρόθεση του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας, να διοργανώσει αυτήν εδώ την ημερίδα. Στο μυαλό μου ήρθαν στίχοι δικοί του από το «Ολοκαύτωμα», όπου αναφερόμενος στην πέτρα – και στην ουσία υμνώντας την -  λέει: «Εσύ ‘σαι η μάνα του χωριού, εσύ με λίγα λόγια, είσαι αυτό που λέγεται και που γροικάται Ανώγεια». Σκεφτόμουν λοιπόν το οξύμωρο που δημιουργείται, πως μπορεί μια μάνα τόσο σκληρή, να γεννά παιδιά τόσο ευαίσθητα και προικισμένα, όσο αυτά που παρουσιάζονται εδώ σήμερα· που μπορούν και αναπτύσσουν ιδιαίτερες σχέσεις με την φύση, την αγάπη, τον έρωτα, τον θάνατο.

Μια «κόρη της πέτρας» λοιπόν, μου ανέθεσαν να σας παρουσιάσω σήμερα. Ο λόγος για την Μαρία Χρονιάρη. Η Μαρία Χρονιάρη γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τ’ Ανώγεια. Πολυπράγμων, πολυδιάστατη προσωπικότητα, με πολλά ενδιαφέροντα, σπούδασε τηλεόραση, έκανε σεμινάρια σκηνοθεσίας και εργάζεται ως οπερατέρ. Συνεργάζεται με την «Φωνή των Ανωγείων» μέσα από την στήλη «Ιστορίες του Ωκεανού». Στο θέατρο έχει σκηνοθετήσει την παράσταση της ομάδας IlluminArti «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου», από το ομώνυμο βιβλίο του Σταύρου Σταυρόπουλου.

Μέσα σ’ όλα αυτά και πάνω απ’ όλα αυτά, ασχολείται με την ποίηση και την πεζογραφία και έχει εκδώσει ως τώρα δύο βιβλία το «Εκεί που αλλάζω ζωές» (2010) και το «Επειδή Μαζί» (2012) από τις εκδόσεις Απόπειρα. Η γραφή για την Μαρία είναι μια ιεροτελεστία, μια μυσταγωγία, μια συναυλία σιωπής που γεννά λέξεις και πραγματώνει την ανάγκη της να επικοινωνήσει και να μοιραστεί. Και επειδή αυτό που διεγείρει την δημιουργική φαντασία δεν αποτελεί «κοινό τόπο», η ποίηση δεν προσδιορίζεται από συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Η έμπνευση μπορεί να έρθει με την κάμερα στο χέρι ή ατενίζοντας την θάλασσα κι έτσι αποτυπώνεται σε ένα κομμάτι σκισμένης εφημερίδας ή στην πλάτη ενός άδειου πακέτου τσιγάρων.

Κάποιες φορές έμπνευση για την Μαρία είναι η ανάμνηση μιας στιγμής: «Κλείνω τα μάτια και συγκεντρώνω όλες τις αναπνοές στα χείλη μου. Όταν τα ανοίγω, ένα αστέρι πέφτει. Το πιάνω και το καρ­φιτσώνω δίπλα απ’ την τσέπη μου. Εκεί που θα σε βρίσκω κάθε που φεύγεις». Άλλοτε είναι το θραύσμα μιας εικόνας: «Όλοι οι δρόμοι μοιάζουν με καρτ ποστάλ. Βρίσκονται τα πάντα στην ίδια θέση, στο πλακόστρωτο τα βήματα ακούγονται το ίδιο σιγανά. Το σιντριβάνι με τα φίδια ακόμα παλεύει. Για τη γιατρειά. Εμείς λείπουμε. Λυπούμαι. Κι όμως, εκεί, ώρες πριν το ξημέρωμα, έζησαν όλα όσα μπορέσαμε ποτέ να υπάρξουμε». Και κάποτε πάλι είναι ο απόηχος ενός συναισθήματος: «Τη στιγμή που οι ζωές πολλαπλασιάζονται, άγριοι κύκνοι βγαίνουν και μπλέκονται στα σύννεφα. Το άσπρο και το μαύρο διαιρούν την ηδονή μου. Εκεί στη γωνία που στάζει το δάκρυ σου. Εκεί θέλω να ζω. Να είμαι. Ο σταλακτίτης των ματιών σου».

Όλα αυτά τα ερεθίσματα, συνθέτουν ένα ψηφιδωτό στιγμών, εικόνων και συναισθημάτων που καλύπτεται από ένα αδιόρατο ερωτικό πέπλο ειδωμένο μέσα από την καθαρότητα της ψυχής και του λόγου της Μαρίας και μας προσφέρονται στην ποιητική συλλογή «Εκεί που αλλάζω ζωές». Τα ποιήματα της Μαρίας είναι δομημένα με μια πεζολογική φόρμα, όπου η παραδοσιακή ομοιοκαταληξία υποχωρεί δίνοντας την θέση της στον ελεύθερο στίχο, τον απαλλαγμένο από μετρικά δεσμά. Πρόκειται για ποιήματα ολιγόλεκτα, χωρίς στροφική ισορροπία. Μοιάζουν με σκέψεις άτακτα ριγμένες στην έρημο του λευκού χαρτιού. Η προσωρινότητα των λέξεων δημιουργεί το μόνιμο και μας κάνει κοινωνούς των σκέψεων της Μαρίας Χρονιάρη. Μέσα από τον λόγο της βγαίνει η δύναμη του χαρακτήρα της, η υπόσταση της ύπαρξής της που την διακρίνει η τάση για αλλαγή, ανανέωση, ανατροπή, διεκδίκηση ενός καλύτερου αύριο, που όμως για να υπάρξει, καθοριστικό ρόλο παίζει το σήμερα και η στάση μας σ’ αυτό, η απόρριψη του «φαίνεσθαι» και η αντιμετώπιση του «είναι».  «Όσα ακούς να λένε για την αλήθεια, είναι όλα ψέματα. Είναι μια κρυφή συνενοχή στην απάτη. Τίποτε δεν υπάρχει όπως το βλέπεις. Κι αν το νόμισμα έχει δυο όψεις, είναι για να ξεγελάμε τους εαυτούς μας. Ότι αλλάζουν τα πράγματα».

Για την Μαρία όλα λειτουργούν νομοτελειακά και οργανώνονται γύρω από έναν βασικό άξονα που καθορίζεται από την αρχή και το τέλος, την ζωή και τον θάνατο. Όχι τόσο τον βιολογικό που συνεπάγεται υλική φθορά όσο τον πνευματικό· τον θάνατο των ιδεών και των συναισθημάτων αυτών που μετατρέπει τον θάνατο της στιγμής σε ζωή της επόμενης στιγμής. Η γέννεση και η φθορά επιδίδονται σε ένα αέναο κυνηγητό αναιρώντας διαδοχικά η μια την άλλη. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά «Επειδή Μαζί». Σ’ αυτό το βιβλίο τονίζεται ότι όσο η ζωή συνεχίζει να περιβάλλεται από θάνατο, τόσο ο θάνατος θα μεταβάλλεται σε αφορμή της.

Η παραδοχή από την Μαρία της συνύπαρξης ζωής και θανάτου και της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησής τους, την οδηγεί στην αναζήτηση και τον προσδιορισμό του μεσοδιαστήματος που υπάρχει κι έτσι καταλήγει στην αφορμή των πάντων, την αγάπη. Μια αγάπη όμως που δεν αποτελεί δουλική υποταγή στο συναίσθημα, αλλά γίνεται πηγή δύναμης και δημιουργίας, διάθεση προσφοράς, θυσίας, ψυχικού τσαλακώματος, αντίδραση στις συμβάσεις της κοινωνίας και απόρριψη τετριμμένων αξιών που σαρκάζονται και αμφισβητούνται. Οι σιωπές της Μαρίας φωνάζουν δυνατά αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ αλά υπήρξαν: τον πόνο που γεννά η απουσία, το φόβο και την αβεβαιότητα που γεννά η προσμονή, την θλίψη για το ανεκπλήρωτο συναίσθημα, τη νοσταλγία που σε τραβάει στην αθωότητα των παιδικών σου χρόνων. «Ανυποχώρητα εγώ. Με τις παλάμες μου στραμμένες στο φως. Ό,τι κερδίθηκε ήταν πάντα γραφτό μου. Ό,τι απώλεσα μένει πάντα εντός. Τίποτα δεν θυμίζει εκείνο που ξέχασε και προτίμησε να αλλάξει πορεία.

Είναι μια θλίψη που σκεπάζει τα μάτια μου. Με ξυράφι χαράζω το βαρύπνοο πέπλο της. Όταν τελειώσω θα ανθίσουν τα χρώματα. Κανένας πόνος δεν είναι λιγότερο πόνος. Καμμιά νέα μνήμη δεν σβήνει το χθες. Όλα γυρίζουν σαν φως πριν το τέλος της μέρας. Για να δώσει τα όρια της περαιτέρω αρχής.

Έχω εναποθέσει όλες τις ελπίδες μου στη νύχτα. Υπάρχει άραγε α – σφαλτη ζωή; Ο μέτοικος μέσα μου απαίτησε: Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για τις λέξεις εκείνες που ποτέ δεν ακούστηκαν. Που ποτέ κανένα στόμα δεν τόλμησε να πει. Γιατί τις φοβήθηκε. Τόσο πολύ κρατάει ένα λεπτό; Ποιός είναι αυτός που μετράει τον χρόνο; Για ποιό λεπτό να φωνάξω σιωπή;

Ο ορίζοντας πίσω μου αναβοσβήνει συγγνώμες. Ο ορίζοντας μπροστά μου αναγνωρίζει πληγές. Για όλα φταίνε τα μάτια μου. Μπορούν πάντα να ακούνε τη βοή απ’ τα ψέματα. Γι’ αυτό θα έρχομαι πάντα ακεραιωμένη. Για να τελειώσω με απόφαση βέβαιη, κάθε αρχή που δεν φτάνει να πει.

Πίνω μια άδεια σαγκρία. Με τα τραγούδια μου όλα σπασμένα. Κάποτε, κάποιος ήταν εδώ. Τώρα μόνο φυγή. Προς τα πού αγαπιούνται οι άνθρωποι; Τί είναι αυτό που ποτέ δεν θα  λήξει; Τσουβαλιάζω τη θύμηση σε εστίες κενές. Ματωμένες φωτιές καθορίζουν το βλέμμα μου. Να ζήσω. Μόνο αυτό θέλησα. Μόνο αυτό είπα. Μα από τότε μόνο βροχή. Μαύρη βροχή· σαν θάνατος που απλώνει τα χέρια. Σαν τίποτα που γεννάει ευχές. Να θυμηθώ άλλο πια μη ζητήσω.

Το ρολόι στον τοίχο μου δείχνει χρόνια παρά. Όλοι οι δείκτες του συνωμοτούν για ένα επείγον. Πριν η ώρα χαράξει, θα ‘χω φύγει μετά. Θα ’χω φτάσει στο μέλλον που ιδρώνουν οι νύχτες. Κι εκεί, τότε, το ρολόι στον τοίχο θα χτυπήσει ακριβώς.»*

Ο λόγος της Μαρίας πυκνός και πολυσήμαντος, θα μπορούσε να γεμίσει πολλές σελίδες φιλολογικών αναλύσεων. Ο σκοπός όμως της σημερινής εκδήλωσης είναι μια πρώτη γνωριμία με την ποιήτρια και συγγραφέα Μαρία Χρονιάρη, η οποία αν και είναι γέννημα θρέμμα της Αθήνας νιώθει τις ρίζες της να χάνονται βαθιά στην Ανωγειανή γη, κι όπως η ίδια χαρακτηριστικά λέει, «Αν είχα ζήσει ζωές πριν απ’ αυτήν ή αν πρόκειται να ζήσω στο μέλλον, δεν νοούνται μακριά από τ’ Ανώγεια».
Παραφράζοντας λοιπόν τον ποιητή Ναζίμ Χικμέτ θα μπορούσαμε να πούμε: «Αν η μισή καρδιά της Μαρίας είναι στην Αθήνα, η άλλη μισή στ’ Ανώγεια βρίσκεται».

*Κείμενο με τίτλο «Πόνημα» από το βιβλίο Επειδή Μαζί.




Την κριτική αυτή, εκφώνησε η φιλόλογος Ελένη Σμπώκου κατά την ανάλυση του συγγραφικού έργου μου στην Ημερίδα του Κέντρου Κρητικής Λογοτεχνίας, που έλαβε χώρα στα Ανώγεια της Κρήτης, στις 2 Ιουνίου 2013. Στην φωτογραφία με την Ελένη Σμπώκου μετά την λήξη της ημερίδας.


Δείτε κι εδώ:
http://www.anogi.gr/archives/9189







Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ





Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.

Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,

καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)

Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…

Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…

Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..

Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,

και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)

"Στη μνήμη του πατέρα μου", ποίημα της Μελισσάνθης (Ήβης Κούγια - Δασκαλάκη)

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

ΠΥΡ





Τα πάντα

Έληξαν

Στην εναρκτήρια
Γραμμή

Ό, τι γεννήθηκε

Στο μεταξύ
Τους διάστημα

Δεν θα το μάθει

Ποτέ

Κανείς


Μαρία Χρονιάρη


(από το βιβλίο μου "Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ" που κυκλοφορεί από τις εκδ. Απόπειρα)


Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

ΠΟΙΟΣ ΠΟΝΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΝΤΕΧΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ;

Υπάρχουν στιγμές στην ζωή που οι λέξεις, οι σκέψεις ό, τι υπάρχει που μπορεί να γραφεί ή να ειπωθεί, είναι λίγο και μικρό και φτωχό μπροστά στην απώλεια ενός ανθρώπου. Όταν όμως ο άνθρωπος αυτός είναι ο αδερφός σου, της ψυχής σου η ψυχή, τότε όλα απλά δεν έχουν νόημα. Δεν υπάρχουν.

Λέμε πως όλοι κάνουμε τις επιλογές μας, πως ίσως αυτές μας αξίζουν και δεν θα πρέπει να γκρινιάζουμε ή να παραπονιόμαστε. Είναι και κάποιες επιλογές όμως που ξεπερνάνε πολλά. Την Παρασκευή έχασα έναν σπουδαίο άνθρωπο, μια καθαρή ψυχή, μια αλήθεια της ζωής μου. 

Αγαπημένε μου αδερφέ, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να πω στον εαυτό μου, στους φίλους μας, στους δικούς μας. Μόνο δάκρυα. Και πόνος. Έχεις τον λόγο μου πως θα συναντηθούμε ξανά, εκεί που οι ψυχές μόνο μπορούν να νιώθουν. Θα αργήσω να έρθω, μα ξέρω, θα με περιμένεις.

Καλή στρατιά Παντελή μου.


Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥΤΟΥ

ΤΟ ΟΡΑΜΑ

Άκουσες την Κραυγή και κίνησες. Πέρασες από αγώνα σε αγώνα όλες τις πολεμικές θητείες του στρατευόμενου ανθρώπου.
Πολέμησες μέσα στο μικρό τσαντίρι του κορμιού σου, μάνα, στενή σου φάνταξε η παλαίστρα, πνίγουσουν, και χύθηκες να ξεφύγεις.
Στρατοπέδεψες στη ράτσα σου, γιόμωσες χέρια και καρδιές, ανάστησες με το αίμα σου τους φοβερούς προγόνους και κίνησες μαζί με τους νεκρούς, τους ζωντανούς και τους αγέννητους να πολεμήσεις.
Και μονομιάς όλες οι ράτσες κίνησαν μαζί σου, το ίερό στράτεμα του ανθρώπου ανασυντάχτηκε ξοπίσω σου, όλη η γης βούισε σα στρατόπεδο.

Ανέβηκες, κι από αψηλή κορφή αλάκερο το σχέδιο της μάχης διακλαδώθηκε μέσα στους γύρους του μυαλού σου κι όλες οι αντιμαχόμενες εκστρατείες έσμιξαν στο μυστικό στρατόπεδο της καρδιάς σου. Κι από πίσω συντάχτηκαν τα ζώα και τα φυτά, σα μεταγωγικά στα μαχόμενα μπροστά στρατέματα του ανθρώπου.

Τώρα η Γης αλάκερη πιάστηκε απάνω σου, έγινε κορμί σου, φωνάζει μέσα στο χάος.
Πώς να πολιορκήσω με λόγια το φοβερό τούτο δράμα; Σκύβω στο χάος κι αφουκράζουμαι. Ένας ανεβαίνει αγκομαχώντας μυστικό, επικίντυνο ανήφορο. Μοχτάει, αγωνίζεται με πείσμα ν΄ ανηφορίσει. Μα βρίσκει εμπόδιο αντίδρομή του ορμή: Ένας κατεβαίνει βιαστικά μυστικό, καλόβολο πολύ κατήφορο.

Η Πνοή, μέσα στο ρέμα το πηχτό που κατεβαίνει, μελίζεται, στροβιλίζεται και μια στιγμή· όσο βαστάει κάθε ζωή· σοζυγιάζουνται οι δυο αντίδρομες επιθυμίες. Να πώς γεννιούνται τα κορμιά, να πώς δημιουργιέται ο κόσμος κι ισορροπούνε μέσα στα ζωντανά οι δυο αντιστρατευόμενες δυνάμες.
Μια στιγμή, τον Ένα που ανηφορίζει τον περιτυλίγει σφιχτά ένα σώμα αγαπημένο, το σώμα του, και του αργοποράει το ανέβασμα. Μα γρήγορα, με τον έρωτα, με το θάνατο, του ξεφεύγει. Κι εξακολουθεί την πορεία.

Πατάει το άψυχο, πλάθει το φυτό και το γιομώνει. Στρατοπεδεύει αλάκερος· αλάκερος, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει. Ανασηκώνεται λίγο, αναπνέει με κόπο, πνίγεται. Παρατάει στα φυτά όσο βάρος, όση νάρκη κι ακινησία μπορεί, αλαφρώνει και πηδάει, αλάκερος πάλι, πιο πέρα και πιο πάνω, δημιουργώντας τα ζώα, και στρατοπεδεύει αλάκερος στα νεφρά τους. Αλάκερος, πάλι, θα πει: μαζί με τη λαχτάρα και τη δύναμη να ξεφύγει.

Τα σώματα αναπνένε, θρέφουνται, ταμιεύουν δυνάμες, και σε μια στιγμή ερωτική συντρίβουνται, ξοδεύουν τα πάντα κι αδειάζουν, για ν΄ αφήσουν στο γιο την ψυχή τους. Ποιαν ψυχή; Την ορμή προς τ΄ απάνω! Λαγαρίζεται αργά, με αγώνα, ανάμεσα από τα κορμιά τους, παρατάει πάνω τους όσα πάθη, όση σκλαβιά, ανημποριά και σκοτάδι μπορεί. Κι ανασηκώνεται πάλι, πιο ανάλαφρος, και χιμάει να ξεφύγει· κι η ορμή τούτη για την ελευτερία, παλεύοντας με την ύλη, αργά δημιουργάει την κεφαλή του ανθρώπου.

Και τώρα, το νιώθουμε με τρόμο, μάχεται πάλι να ξεφύγει από πάνω μας, να μας παραπετάξει με τα φυτά και τα ζώα, να πηδήξει πιο πέρα. Ήρθε χαρά και πίκρα μεγάλη! η στιγμή να παραπεταχτουμε κι εμείς, οι πρωτοπόροι, στην εφεδρεία. Πίσω από τη ροή του κορμιού και του μυαλού μου, πίσω από τη ροή της ράτσας μου και των ανθρώπων, πίσω από τη ροή των ζώων και των φυτών, βλέπω τρέμοντας τον Αόρατο που πατάει όλα τα ορατά κι ανεβαίνει.

Και κάτω από τη βαριά, αίματωμένη του πατούσα γρικώ όλα τα ζωντανά να συντρίβουνται.
Αγέλαστο είναι το πρόσωπο του, βουβό, σκοτεινό, πέρα από τη χαρά κι από τη θλίψη, πέρα από την ελπίδα.

Τρέμω. Είσαι συ ο Θεός μου; Το σώμα σου είναι γιομάτο μνήμη. Σαν ένας χρόνια φυλακισμένος ξόμπλιασες με αλλόκοτα δέντρα και μαλλιαρούς δράκους, μ΄ αιματερές περιπέτειες, με κραυγές και χρονολογίες τα μπράτσα σου και το στήθος. Κύριε, Κύριε, μουγκαλιέσαι σα ζώο! Τα πόδια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη· τα χέρια σου είναι γιομάτα αίμα και λάσπη· βαριά σα μυλόπετρα είναι τα σαγόνια σου κι αλέθουν.

Πιάνεσαι από τα δέντρα, από τα ζώα, πατάς τον άνθρωπο, φωνάζεις. Ανηφορίζεις τον ατέλειωτο μαύρο γκρεμό του θανάτου και τρέμεις. Που πας; Πληθαίνει ο πόνος, πληθαίνει το φως και το σκοτάδι. Κλαις, πιάνεσαι απάνω μου, θρέφεσαι με το αίμα μου, αντρειεύεις και λαχτίζεις την καρδιά μου. Σε κρατώ στο στήθος μου, σε φοβούμαι και σε σπλαχνίζουμαι.

Σα να θάψαμε Κάποιον που τον θαρρούσαμε νεκρό και τώρα τον ακούμε μέσα στη νύχτα να φωνάζει: Βοήθεια! Κι ανασηκώνει με αγώνα την ταφόπετρα, την ψυχή και το κορμί μας, όλο πιο αψηλά, όλο πιο λεύτερα αναπνέοντας. Κάθε λόγος, κάθε πράξη, κάθε Ιδέα είναι η βαριά του ταφόπετρα και την ανασηκώνει. Και το κορμί μου κι όλος ο κόσμος που αγναντεύουμε, ουρανός και γης, είναι η ταφόπετρα, κι ο Θεός αγωνίζεται να την ανασηκώσει.

Τα δέντρα φωνάζουν, τα ζώα, τ΄ άστρα: Χανόμαστε! Δυο χέρια, μεγάλα ίσαμε τον ουρανό, πετιούνται από κάθε ζωντανό και ζητούν βοήθεια. Με τα γόνατα κλειδωμένα στο πιγούνι, με τα χέρια απλωμένα κατά το φως, με τις πατούσες των ποδιών στη ράχη, ένα κουβάρι, στριγμώνεται ο Θεός στο κάθε μόριο σάρκας. Όταν ανοίγω ένα καρπό, τέτοιος μου ξεσκεπάζεται μέσα μου ο σπόρος. Όταν μιλώ με τους ανθρώπους, αυτό ξεκρίνω μέσα στο χοντρό, πηχτολάσπωτο μυαλό τους.

Ο Θεός μάχεται στο κάθε πράμα, με τα χέρια τανυσμένα προς το φως. Ποιο φως; Όξω κι απάνω από κάθε πράμα! Δεν είναι μονάχα ο πόνος η ουσία του Θεού μας· μήτε η ελπίδα στη μελλούμενη ζωή είτε στην επίγεια τούτη· μήτε η χαρά κι η νίκη. Κάθε θρησκεία, υψώνοντας σε λατρεία μια από τις αρχέγονες όψες τούτες του Θεού, στενεύει την καρδιά και το νου μας.

Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα. Το ανηφόρισμα, ο πόλεμος με το αντίδρομο ρέμα, γεννάει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι ο απόλυτος μονάρχης. Η κάθε νίκη, η κάθε προσωρινή ισορρόπηση στο ανηφόρισμα γιομώνει χαρά το κάθε ζωντανό, που αναπνέει, θρέφεται, ερωτεύεται και γεννάει.
Μα μέσα από τη χαρά κι από τον πόνο αναπηδάει αιώνια η ελπίδα να ξεφύγουμε από τον πόνο, να πλατύνουμε τη χαρά.

Κι αρχίζει πάλι το ανηφόρισμα· ο πόνος· και ξαναγεννιέται η χαρά και ξαναπηδάει η νέα ελπίδα. Ποτέ δεν κλείνει ο κύκλος. Δεν είναι κύκλος· είναι ένας στρόβιλος που αιώνια ανεβαίνει, πλαταίνοντας, τυλίγοντας, ξετυλίγοντας, τον τρισυπόστατον αγώνα.

Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα.

Η Μεγάλη Πνοή είναι ανώτερη από τ΄ ανθρώπινα τούτα ρωτήματα. Έχει πλούσιες, πολυπλάνητες ορμές, που για το λιγόπνοο νου μας φαντάζουν αντίφασες· μα μέσα στην ουσία της θεότητας αδερφώνουνται και πολεμούν όλες μαζί, πιστές παραστάτισσες. Η αρχέγονη Πνοή διακλαδίζεται, ξεχύνεται, μάχεται, αποτυχαίνει, πετυχαίνει, ασκείται. Είναι το Ρόδο των ανέμων!
Αρμενίζουμε κι εμείς και ταξιδεύουμε, θέλοντας το και μη, ξέροντας το κι ασύνειδα, μέσα στις θεϊκές απόπειρες. Έχει λοιπόν κι εμάς η πορεία μας στοιχεία αιώνια, χωρίς αρχή και τέλος, βοηθάει το Θεό, κιντυνεύει μαζί του.

Ποια είναι η ορμή, άπ΄ όλες τις ορμές του Θεού, που ο άνθρωπος μπορεί να συλλάβει; Τούτη μονάχα: Μιαν κόκκινη γραμμή απάνω στη γης ξεκρίνουμε, μιαν κόκκινη αιματερή γραμμή, που με αγώνα ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στον άνθρωπο.
Ο ακατάλυτος τούτος προανθρώπινος ρυθμός είναι απάνω στη γης ετούτη η μόνη ορατή οδοιπορία του Αόρατου. Φυτά, ζώα, άνθρωποι, είναι τα σκαλοπάτια που δημιουργάει ο Θεός για να πατήσει και ν΄ ανέβει.

Δύσκολος, φοβερός, ατέλειωτος ανήφορος. Στήν έφοδο τούτη ο Θεός θα νικήσει, θα νικηθεί; Υπάρχει νίκη; Υπάρχει νικημός; Το σώμα μας θα σαπίσει, θα ξαναγυρίσει στο χώμα, μα Εκείνος που μια στιγμή το διαπέρασε τι θα γίνει;

Μα όλες τούτες οι έγνοιες είναι κατώτερες, κι όλες οι ελπίδες κι οι απελπισίες εξαφανίζουνται μέσα στο λιμασμένο, χωνευτό στρόβιλο του Θεού. Ο Θεός γελάει, θρηνάει, σκοτώνει, μας βάνει φωτιά και μας αφήνει μεσοστρατίς, αποκαψίδια!

Κι εγώ χαίρουμαι νιώθοντας ανάμεσα στα δυο μελίγγια μου, σαν ανοιγοσφάλιγμα ματιού, την αρχή και το τέλος του κόσμου. Συμπυκνώνω σε μιαν αστραπόχαρη στιγμή τη σπορά, το φύτρωμα, το άνθισμα, το κάρπισμα και την εξαφάνιση του κάθε δέντρου, ζώου, ανθρώπου, άστρου και θεού.
Όλη η Γης ένας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους του μυαλού μου. Ό,τι αρίφνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκοτεινή μήτρα της ύλης να ξετυλιχτεί και να καρπίσει, μέσα στο κεφάλι μου ξεσπάει σα μια μικρή βουβή αστραπή.

Αχ! την αστραπή τούτη ν΄ ατενίζουμε, να την κρατήσουμε μια στιγμή, να την οργανώσουμε σε ανθρώπινο λόγο! Τη στιγμιαία τούτη αιωνιότητα που τα κλείνει όλα, περασμένα και μελλούμενα, να τη στερεώσουμε, μα δίχως να χαθεί όλο το γιγάντιο ερωτικό στροβίλισμα σε λεχτικήν ακινησία!
Σα μια κιβωτό η κάθε λέξη, και χορεύουμε γύρα της, με ανατριχίλα νογώντας το Θεό σα φοβερό της περιεχόμενο.

Ό,τι ζεις στην έκσταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως μάχου ακατάπαυτα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοίωσες, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξες, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει! Όμοια κάνει κι ο Θεός, ο Μέγας Εκστατικός. Μιλάει, μάχεται να μιλήσει, με θάλασσες και με φωτιές, με φτερά, με χρώματα, με κέρατα, με νύχια, με αστερισμούς και πεταλούδες, με ανθρώπους, όπως μπορεί, για να στερεώσει την έκσταση του. 

Είμαι κι εγώ, σαν κάθε πράμα ζωντανό, στο κέντρο του παγκόσμιου στροβίλου. Είμαι το μάτι των τεράστιων ποταμών, κι όλα γύρα μου χορεύουν, κι ο κύκλος στενεύει ολοένα ορμητικότερος και χύνουνται ουρανός και γης στην κόκκινη καταβόθρα της καρδίας μου.

Κι ο Θεός με αντικρίζει με τρόμο κι αγάπη· άλλη ελπίδα δεν έχει· και λέει: "Τούτος ο Εκστατικός, που όλα τα γεννάει, τα χαίρεται και τα εξαφανίζει, τούτος ο Εκστατικός είναι ο Γιος μου!"

Νικόλαος Καζαντζάκης, απόσπασμα από το βιβλίο του "Ασκητική"