Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΤΙΠΟΤΑ


Όταν έχεις ένα μυστικό, είναι σαν ένας βαθύς, βαρύς πόνος. Σαν βράχος που έσκασε από ψηλά. Σαν νύχτα που βαραίνει την θλίψη σου ακόμη πιο πολύ. Ύστερα, έρχεται ένα τραγούδι και βλέπεις πως το μυστικό σου, υπάρχει εκεί έξω, με άλλο όνομα, άλλο πρόσωπο, αλλά με τον ίδιο ήχο. Και τότε νιώθεις ένα παράξενο μαζί, μα συνάμα κι ένα μεγάλο μόνος.


Μόνος, γιατί όλα όσα είναι το μυστικό, ακόμη κι αν το ξέρει και κάποιος άλλος, το δικό σου μυστικό εξακολουθεί να είναι τέτοιο, που δεν μπορείς να το μοιραστείς. Υφαίνει τα πέπλα του γύρω σου. Απλώνει τα νύχια του ακόμη πιο μέσα σου. Βρίσκει την πληγή και γραντζουνάει ό, τι έχεις ορίσει ως απροσπέλαστο.

Κι εσύ, θες να τα πεις όλα, μα δεν γίνεται. Δεν έχουν όλοι την ίδια αντοχή στην ακουστική του πόνου. Στις νότες της θλίψης, η μελωδία σού ανήκει εξ' ολοκλήρου. Μια μεταφυσική αύρα τρέχει γύρω απ' τη μνήμη σου. Από εκείνα που ξέρεις πως είδες, από αυτά που είσαι σίγουρος πως κάποτε ήρθαν. Κι έφυγαν. Αναίτια οικειοθελώς. Μονότονα ύπουλα.

Κοιτάζω έξω τον δρόμο. Έχει γεμίσει με βάλτους. Στα χέρια μου φυτρώνουν νούφαρα. Περιμένω την βροχή που θα στεγνώσει το οδόστρωμα. Τη στιγμή που θα φοβάμαι ακόμη πιο πολύ την ώρα που θα πάψω να φοβάμαι. Θέλω αυτό που δεν υπάρχει πουθενά. Θέλω να φωσφορίζει το βλέμμα σου από ένα έπειτα. Από το μετά του θανάτου. Το κατόπιν του κόσμου που χάλασε. Που πήρε την ουσία μέσα απ' τα μάτια σου.

Να μπορώ να σου πω: Κοίτα, πονάνε κι οι βράχοι. Κι εσύ να νιώθεις τη γεύση απ' τα κύματα να ρέει απ' τα χείλη μου, σαν μέλι. Αστείρευτα χαλάσματα ομορφιάς. Η αγάπη φτιάχνεται από αίμα. Όσο το σκουπίζεις, τόσο περισσότερο απλώνει. Μες στα ερείπια της νύχτας, χαλασμένες φωνές επενθοστολούν όνειρα. Μην τα κοιτάς. Δεν σε αντέχουν.

Μείνε όσο μπορείς μακριά. Τρέξε να φύγεις απ' την άκρη των δαχτύλων μου. Δεν χωράς σε αυτό τον κόσμο. Ξωτικό που έχασε το μονοπάτι για το πίσω του. Τιμωρία για το μυστικό που έμαθε. Ξέχασε όλα όσα είπα. Δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα παραλήρημα αλήθειας που μου ξέφυγε. Γιατί οι άνθρωποι δεν λένε ποτέ αλήθεια. Οι αλήθειες, τους ξεφεύγουν σαν σπίθα που το σκάει απ' τη φωτιά.

Κι εγώ, αερικό, που έτυχε να με φέρει ο άνεμος κοντά σου. Ατλαντίδα που ανέβηκε στην επιφάνεια της θάλασσας μόνο για να χαθεί πάλι. Ξανά και ξανά και ξανά. Για εκείνες τις ώρες. Τις στιγμές, που όσο πλησιάζουν, απομακρύνονται.

Μην πας μαζί τους. Δεν αναπνέουν αύριο.


Μαρία Χρονιάρη

(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012)


Ευχαριστώ τον Σταύρο Σταυρόπουλο για την δημοσίευση του κειμένου μου στο μπλόγκ του

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

ΤΑΙΝΙΑ


Ο χώρος ήταν γεμάτος πτώματα. Με τα δόντια ξερίζωνε τα φτερά της και τα έριχνε στο πάτωμα. Ύστερα με τις ακρονυχίδες της έγραφε πάνω στα κομμάτια. Εμβατήρια σιωπής. Στους τοίχους καμένες λέξεις μιας άγνωστης γεωμετρίας, πλαίσιο για τα αποτυπώματα. Μέσα στο σπίτι. Κανένα σπίτι. Τίποτε που να μοιάζει με αυτό. Εκείνου που κάποτε χτίστηκε άστεγο.

Το κορμί της πνιγμένο από αναπνοές. Ξεβιδώνει τα χείλη να χυθεί κάθε ξένο. Πεταμένες φωνές σε σακούλες σκουπιδιών. Εκνεφώματα αλήθειας. Σε ποτήρια κρυστάλλινα. Της αφάνειας.
Η Αλίκη κουράστηκε απ΄ τα θαύματα. Πήδηξε απ΄ τον φωταγωγό. Κίνησε για τη χώρα όπου όλοι πεθαίνουν. Και κανείς νεκρός. Ά-γνωστος. Πόσες φορές μεγαλώνει και μικραίνει ο χρόνος; Στα βιβλία που διάβασε όλα ήτανε λάθος. Τίποτε δεν κρατάει. Μένει μόνο. Το πάντα. Το ποτέ.

Καβάλησε τη μηχανή ντυμένη προτάσεις. Που ποτέ δεν θα πει. Φωτογραφίζει τη μνήμη σε ξένα δωμάτια. Τακτοποιεί τις ζωές που δεν ξέρουν να έχουν. Όλα τα κυβερνά μια σιγή. Σ΄ ένα άγγιγμα επουλώνει φωτιές. Ξαπλώνει στο μάρμαρο με διαμπερείς πόθους. Στην αρχή των πραγμάτων, φοβάσαι για το τέλος τους. Στη γραμμή της λήξης, λυπάσαι για την αρχή τους. Πού βρίσκεται τελικά το ανάμεσα;

Περπατά ακολουθώντας τη σκιά της στο δρόμο. Με βήμα υπόλογο. Μιας συνομωσίας. Πιάστηκε όμηρος της ανάγκης. Να υπάρχει. Πάνω στην παλάμη της καμία γραμμή. Μόνο οχυρωμένες βεβαιότητες. Γι΄ αυτό που θα έρθει. Και για ό, τι ως τώρα μάκρυνε.
Στον καθρέφτη το πρόσωπό της. Βάφει τις βλεφαρίδες της με ασετόν. Κάτι γερασμένα ποιήματα τρέχουν απ΄ τα μάτια της. Λες κι άνοιξε μια καταπακτή από φως. Ξεφυλλίζει το χαμόγελό του και πάει.

Κάθε γιορτή, κρυφτό επιθυμίας. Η δική της είναι μόνο γιορτή. Μόνο επιθυμία. Ανοίγει τα χέρια της να υποδεχτεί. Ο αέρας βαπτίζει τη φωνή της να πει. Στα μαλλιά της κορδέλες. Γαϊτανάκι ζωής. Στα δωμάτια της λήθης νοικιάζει εποχές. Σε όλα τα δάχτυλα περνά δαχτυλίδια. Ό, τι περίμενε, μάγια που πιασαν.

Σε τριανταπέντε χρόνια από σήμερα θα ανέβει στο τρένο. Σε εκείνο το τρένο που να κατέβει νωρίς κανείς δεν μπορεί. Οι αποσκευές της γεμάτες κρασί και κομμάτια από μήλο. Θα μετράει τις μέρες αχόρταγη. Η προσμονή της εστίας, μόνιμη επιλογή.
Ποτέ μόνοι. Ποτέ πριν. Ποτέ τόσο φως πουθενά. Θα πει το σύνθημα και θα περάσει.

Να ταξιδεύεις το μέλλον σου μέσα μου.

Μόνο έτσι ζωγραφίζει το βλέμμα ζωή.


Μαρία Χρονιάρη


(
από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ", εκδ. Απόπειρα 2012)



Ευχαριστώ τον Σταύρο Σταυρόπουλο για την δημοσίευση του κειμένου μου στο μπλόγκ του

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

ΜΕΤΑΝΥΧΤΑ

"Σκοτάδι ποτέ όταν όλα εσύ. Μέσα στην αίθουσα,a dust of jazz. Η φωνή σου, μία μυσταγωγία σιωπής. Το σαξόφωνο κάνει στην άκρη για να περάσεις. Η φυσαρμόνικα, αναπνέει ζωή στις άκρες μιας λύπης. Όταν όλα γυρίσουν,να είσαι εκεί."

Για τις νύχτες που όσο πάνε βαθαίνουν, μα πονάνε λιγότερο..

Μαρία Χρονιάρη

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΜΑ ΜΟΥ


Η ζωή δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε δύσκολη. Είναι απλά ζωή. Κι εγώ τώρα δε λέω καμία φιλοσοφία. Λέω μόνο το αυτονόητο. Και το σφάλμα μας είναι πως τα αυτονόητα - λόγω αυτής ακριβώς της ιδιαιτερότητάς τους, να είναι αυτονόητα - δεν τα παίρνουμε ποτέ στα σοβαρά.

Όταν ήμουν μικρή, η μαμά μου για δώρο στα γενέθλιά μου, μου είχε παραγγείλει σε έναν χρυσοχόο μία χρυσή καρδιά για τον λαιμό. Εκεί επάνω, είχε ζητήσει να γραφούν με κεφαλαία και με ακριβώς αυτή τη σειρά οι παρακάτω λέξεις:

ΖΗΣΕ

ΑΓΑΠΑ

ΓΕΛΑ

Αρκετά χρόνια μετά, και ύστερα από πολλά στραπάτσα, θέλω να σου πω μαμά, πως το μεσαίο το πέτυχα. ΑΓΑΠΑΩ περισσότερο απ' ό, τι αντέχει η καρδιά μου, πιο πολύ απ' όσο χωράει η λογική, ακόμη πιο δυνατά από κάθε άλλη φορά. Και είμαι χαρούμενη μαμά μου γι' αυτό. Κατάφερα να ΑΓΑΠΑΩ!! Και κάτι εξίσου όμορφο και σημαντικό: να με αγαπάει ό, τι αγαπάω.

Όσο για το πρώτο και το τελευταίο, μαμά μου, ακόμη προσπαθώ. Εσύ το ξέρεις καλύτερα απ' τον καθένα. Ζω γιατί είναι ωραία. Επικεντρώνω την προσοχή μου σε κάθε λεπτομέρεια ζωής, στο πώς τρώω, πώς ακούω, πώς θα ακουμπήσω τους αγαπημένους μου, πώς θα νιώσω τον ήλιο να χτυπάει βαθιά την κόρη των ματιών μου. Και μάλλον, αρχίζω να τα καταφέρνω κι εκεί.

Γελάω γιατί οι άνθρωποι που αγαπάω είναι καλά. Είναι μαζί μου και μπορώ να τους δω, να πάρω τηλέφωνο και να ακούσω την φωνή τους. Δεν έχω το δικαίωμα να μην νιώθω έτσι μαμά. Γιατί η ζωή, δεν ξέρεις πώς και πότε θα σου πάρει όλα όσα έχεις. Η στιγμή δεν πιάνεται ποτέ. Ο χρόνος είναι αμείλικτος, κι εγώ θέλω να μετριέμαι στα ίσια μαζί του. Γίνεται αυτό μαμά;

Μάλλον κι εσύ δεν ξέρεις.. Κι ίσως να μην μάθουμε ποτέ. Κι επειδή το αύριο μπορεί να μην έρθει, το μετά από λίγο μπορεί να μην έρθει, υπόσχομαι πως θα καταφέρω να κάνω και τα τρία μαμά. Θα ΖΩ όντως σαν να είναι η τελευταία μου ημέρα. Θα ΑΓΑΠΑΩ γιατί είναι το μόνο ίσως χνάρι που αφήνουμε στις ψυχές των ανθρώπων. Θα ΓΕΛΑΩ, γιατί μπορώ και κάνω τα δύο προηγούμενα.

Κι όσοι από σας διαβάσετε αυτό το γράμμα, εύχομαι να είστε εξίσου τυχεροί μ' εμένα. Κι αν το σκεφτείτε καλά, ίσως και να είστε, αλλά να μην δώσατε στον εαυτό σας τον χρόνο να το συνειδητοποιήσει..

Καλή τύχη μάγκες.

Μαρία Χρονιάρη

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Η ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ



Πρώτη εμφάνιση. Η ομολογία πίστεως στις αξίες της αυτοσυγκέντρωσης πειστική. Εξ’ όνυχος: «Μαδάω τις βλεφαρίδες μου με το τσιμπιδάκι των φρυδιών. Μια μέρα θα βγάλω και τα μάτια μου. Η ψυχή βλέπει πιο καθαρά. Μέχρι κι αυτή να βγει. Από ανάγκη». Η ερωτική διάσταση παρούσα. Οδυνηρή, αλλά όχι μάταιη: Έτσι, δι’ αυτής σχηματίζεται ένα είδος αυτογνωσίας. Εξ’ ου και η αποστροφή: «Τίποτα δεν έζησα χωρίς να φοβάμαι μην τσαλακωθείς». Η κατάφαση στο φαινόμενο της ζωής τεκμαίρεται αβίαστα. Οι γυμνοί στίχοι υποδηλώνουν ενίοτε βούληση αντίστασης στο παρακείμενο χάος. Ήτοι: «Ένωσες την αρχή με το τέλος σε μια ακροστιχίδα σιωπής. Όλα τα άλλα έμειναν σε εκκρεμότητα. Κι η αγκαλιά μου γέμισε παγωμένα καλώδια».

Γιώργος Βέης

(Η κριτκή του Γιώργου Βέη για το βιβλίο μου"Εκεί που αλλάζω ζωές" εκδ. Απόπειρα, στο περιοδικό «Τα Ποιητικά», Τριμηνιαίο Περιοδικό Ποίησης τχ 3, Σεπτέμβριος 2011)


Διαβάστε εδώ στο μπλογκ της Απόπειρας
http://apopeirates.blogspot.com/2011/10/blog-post_19.html