Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

ΕΛΕΥΣΙΣ



Ήρθαν και τους είδα. Έφεραν μαζί και τα γεμάτα κάρβουνο, μα κενά μάτια τους. Τα χέρια τους, που
από τις άκρες των δακτύλων τους κυλούσε φόβος και αιώνιο αίμα. Το στεγνό τους πρόσωπο, είχε ξεχάσει να ζει και έβλεπα την προσπάθεια που έκαναν τα νεύρα τους να αναστήσουν τη μνήμη, κάθε φορά που γελούσαν. Για την ακρίβεια, το στόμα τους έχασκε κι αν ήξερες να κοιτάς, έβλεπες την τραγωδία εντός τους. Μιλούσαν βέβαια, αλλά η φωνή τους ήταν ηχώ από κύματα κι οι λέξεις που έλεγαν, ξεραμένος βάλτος.

Οι κινήσεις τους πρόδιδαν μια χρόνια ακινησία· ήσαν δύσκαμπτοι σαν χαλασμένα γρανάζια και κάθε βήμα τους, δημιουργούσε ταλαντώσεις στο μαρμάρινο πάτωμα. Μου έκανε εντύπωση, η προσπάθεια που κατέβαλλαν για να υπάρχουν. Να καταστήσουν σαφές μπροστά μου, πως είναι. Εξάλλου, είχαν έρθει για να με δουν. Όφειλα να είμαι ευγενική. Παρατηρούσα τις κινήσεις τους όποτε ένιωθαν πως μου λένε κάτι σπουδαίο, ξεχωριστό και συνάμα την πικρή τους ψεύτικη βεβαιότητα, πως όλα εκείνα με νοιάζουν. Τους άκουγα με προσοχή, μα τίποτα δεν συγκινούσε τα χρώματα μέσα μου. Γνώριζα πως έπρεπε να με προστατεύσω από τη μανία της αγάπης τους. Μιας αγάπης ρευστής, σαν λάβα που σέρνεται.

Τα ρούχα που φορούσαν ήταν επίσημα. Με κυρίευε μια αγωνία για το μετά. Για την αντίδραση που θα είχαν, σαν καταλάβαιναν πως η ύπαρξή τους, μου ήταν αδιάφορη και κουραστική. Με τρόμαζαν όλα τα σημεία στίξης κι ακόμη περισσότερο, όσα μέσα τους εκείνα έκρυβαν. Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον, όπως κοιτάς τα αγάλματα. Ξέρεις πως είναι νεκρά, μα βαθιά σου ελπίζεις να ζούσαν. Με την κύρια διαφορά όμως, πως εγώ ένιωθα το αίμα να χτυπάει στα μηνίγγια μου, να θέλει να σπάσει τις φλέβες μου και να γίνει ποτάμι που θα τους πάρει στο βάθος του.

Και περνούσαν οι ώρες κι από την προσπάθεια κουράζονταν όλο και περισσότερο, ώσπου πια, αφού δεν είχαν τίποτε άλλο να πάρουν από μένα, άρχισαν να με εκλιπαρούν για να δώσω  ένα τέλος. Το όποιο τέλος, δεν τους απασχολούσε· ήθελαν μόνο να μπει η τελεία. Άλλωστε η γιορτή σιγά – σιγά στένευε και πλησίαζε στην άκρη της πόρτας. Τους κοίταζα έναν – έναν με μια θλίψη μα και τη σιγουριά της ζωής μου. Τους ευχαρίστησα για την παράσταση, για την προσπάθεια να μάθουν τον ρόλο, για την όσο πιο πιστή απόδοση πραγματικότητας.

Με κοίταζαν κι εκείνοι, με την στοργή και την φροντίδα που ο φονιάς σκοτώνει αυτόν που αγαπάει. Έβαλα το χέρι μου στο πόμολο, τράβηξα την πόρτα κι άκουσα τον ήχο από τα τζάμια που έσπαγαν. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς τα φαντάσματα, σκέφτηκα.

Και περπάτησα αργά τον απέραντο δρόμο.

Μαρία Ι. Χρονιάρη


Κείμενο από τη μόνιμη στήλη μου, "Ιστορίες του ωκεανού", στην εφημερίδα "Η φωνή των Ανωγείων". Διαβάστε κι εδώ:


3 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. "Τους ευχαρίστησα για την παράσταση, για την προσπάθεια να μάθουν τον ρόλο, για την όσο πιο πιστή απόδοση πραγματικότητας."

      Στάθηκα σε τούτο το σημείο προσπαθώντας να διεισδύσω στο νόημα της σκέψης σου και συμπέρανα ότι καλό είναι κάπου-κάπου να μας επισκέπτονται τα δικά μας φαντάσματα έτσι ώστε να μας κεντρίζουν τη σκέψη τόσο-όσο χρειάζεται για να μπορούμε να τους κλείνουμε την πόρτα όταν εμείς αποφασίζουμε.
      Φιλώ σε.!

      Διαγραφή
  2. Ευαγγελία μου, σε ευχαριστώ για το πέρασμά σου και για το σχόλιο. Είναι ένα κείμενο, που μπορεί να το αναγνώσει και έτσι, κανείς. Όπως όλα όσα γράφω, έτσι κι αυτό, ο αναγνώστης το μεταφράζει όπως εκείνος το προσλαμβάνει. Και αυτή είναι και η μαγεία εξάλλου.

    Σε φιλώ!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή