Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

ΜΙΑ ΕΥΘΥΝΗ ΨΥΧΗΣ


Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας ανεξάντλητος ωκεανός, γεμάτος από ανεξάντλητες νησίδες φωτός, που οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο: Το εντός του βάθος.



Υπάρχουν στον κόσμο, δίχως να φαίνονται γι’ αυτό που είναι στ’ αλήθεια. Η μάσκα που φορούν, δεύτερη φύση τους. Ενίοτε, πρώτη. Τους συναντάς παντού γιατί πουθενά δεν χωράνε. Με τη μόνιμη, βίαιη αίσθηση του ανικανοποίητου να καίει τη ματιά τους. Όταν μπουν σ’ έναν χώρο, αν δεν είσαι απ’ αυτούς, ένα ρίγος σε κόβει. Διαπεραστικά θα σκάψουν με το βλέμμα τους και με μια λύσσα θαρρείς, να εντοπίσουν. Εκείνο που φέγγει. Και δεν τους μοιάζει. Αυτό που θα κάνει τη διαφορά μέσα στο ανώνυμο πλήθος.

Με τρόπο ύπουλο μα κι επικίνδυνα τρυφερό, θα σε πλησιάσουν. Θα θελήσουν να μάθουν ποιος είσαι, τι κάνεις, τι ζεις και τι θες. Για να ξέρουν με βεβαιότητα τι κουμπιά θα πατήσουν. Κι εσύ, που βασιλεύει μέσα σου η παιδική σου ηλικία, δίνεις μητρώο, ταυτότητα, σπας κωδικούς για ν’ αντέχουν να ζουν. Άρχισες μόλις να χάνεις. Μα το εντός σου λευκό, σ’ εμποδίζει να δεις.

Κι εκείνοι απλώνονται μέσα σου, γύρω σου και παντού. Καταλαμβάνοντας τον ζωτικό σου χώρο. Κάνουν ό,τι μπορούν για να πάρουν το φως που σε κάνει να είσαι. Που δεν τους μοιάζει και το φθονούν. Κι επιβάλλουν. Τις λέξεις, τις σκέψεις μα και τον τρόπο τους. Σου απαγορεύουν να υπάρχεις σε όσα αυτοί δεν μπορούν. Σου κλείνουν πόρτες, παράθυρα, μανταλώνουν τα πάντα με βαριές αλυσίδες, για να είναι σίγουροι πως η αιχμαλωσία σου δεν κινδυνεύει να πάψει.

Τους βλέπεις με κόπο να προσπαθούν να σου αλλάξουν τα μάτια. Ανοίγουν το στόμα σου και σου σφηνώνουν στα δόντια, όσα δεν θέλεις να πεις. Κι όταν αρνείσαι, με τα βρώμικα χέρια τους, σου καρφώνουν πληγές, ενοχές μα και τύψεις. Θέλουν πάντα να είσαι υπόχρεος. Να τους χρωστάς πως υπάρχεις. Πως σε είδαν και σε ξεχώρισαν.

Και καίει μέσα σου η φωτιά της αλήθειας. Κι επαναστατεί το μυαλό, τα χέρια και τα πόδια σου. Ώσπου μια μέρα, αρχίζεις να ουρλιάζεις. Και οι κραυγές σου σπάνε τα σίδερα, και τα παράθυρα ανοίγουν, κι οι πόρτες γκρεμίζονται, και οι αλυσίδες που σου είχαν,τώρα θηλιά στον λαιμό τους. Και σε κοιτούν μικροί και έντρομοι, να μεγαλώνεις μπροστά τους. Τα έκαναν όλα σωστά, μα υπολόγισαν λάθος. Γιατί δεν μέτρησαν την ψυχή σου. Γιατί οι ίδιοι ποτέ δεν είχαν.

Γιατί ποτέ δεν έμαθαν, πως η ελευθερία της ψυχής ισούται με την δύναμη ολάκερης της ανθρωπότητας.


Μαρία  Χρονιάρη

(Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η φωνή των Ανωγείων", στη μόνιμη στήλη μου "Ιστορίες του Ωκεανού" στο τεύχος που κυκλοφορεί)

Διαβάστε όλη την εφημερίδα εδώ:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου