Πάνε κι
έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε
για λίγο,
στέκονται
ο ένας αντίκρυ στον άλλο,
μιλούν
μεταξύ τους.
Έπειτα
φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μέσ' από
μένα, κάτω απ' τα τόξα μου,
όπως κι
εγώ:προχώρησα ίσα, μέσ' από σένα,
κάτω απ'
τα τόξα σου.
Σταθήκαμε
ο ένας μας μέσα στον άλλο, σα να 'χαμε φτάσει.
Βλέποντας
πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη λάμψη και κίνηση,
σαστίσαμε
ακίνητοι κάτω απ' τη θέα τους -
Ήσουν
νερό, κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα
φως, διαμοιράστηκες.
Όλες οι
φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα δίχτυ
που
λάμπει:στα πόδια, στα χέρια, στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ' άστρα
το βλέπουνε ότι: δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον κατοικούμε τη γη.
Νικηφόρος
Βρεττάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου