Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ





Ὅταν κοιτὰζω τὰ παιδάκια κάθε μὲρα
στοὺς δρόμους, τὸ πρωί, μὲ τοῦ σχολείου τὴν τσάντα
φτωχοντυμὲνη μιὰ μικροῦλα βλέπω πάντα,
μὲ τὴν παλιά της σάκκα, δίπλα στὸν πατέρα.

Ἀπ’ τὸ χεράκι μὲ στοργή τηνε κρατάει –
τὸσο κ’ οἱ δυό εἰναι εὐτυχισμένοι, καθὼς πᾶνε…
Μὲ πόση ἀθώα σοβαρότητα μιλᾶνε!
Τὸ κοριτσάκι ὁλοένα τὸν ρωτὰει,

καὶ κεῖνος, σοβαρά, τῆς λέει, τῆς διηγᾶται…
(Πόσο σοφός εἴν’ ὁ πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόσην ἀσφάλεια νιώθει στὸ μεγάλο χέρι!
Τίποτε, ἄν τὸ κρατῇ, στὸν κόσμο δέ φοβᾶται!..)

Ξάφνου, τοῦ λέει ἐκεῖνο: « – Σάν θὰ μεγαλώσω…»
« – Τὸτε ἐγὼ πιά ἕνας φτωχός γερᾶκος θἄμαι…
Δέ θὰ μπορῶ στὰ χέρια μου νὰ σὲ σηκώσω,
καὶ θὰ μοῦ λές: ἀκούμπα πάνω μου νὰ πᾶμε…

Σὰν θἄρχωνται γιὰ νὰ σὲ παίρνουν ἔξω οἱ ξένοι,
μόνος στὴ σκοτεινὴ γωνίτσα μου θὰ μὲνω…»
« – Ἐγώ στὴν ἅμαξά μου πάντα θὰ σὲ παίρνω!»
λέει, ἕτοιμη ἡ μικρὴ νὰ κλάψη, κ’ ἐπιμὲνει…

Νιώθει μιὰ τέτοια ἀνυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα νὰ γίνῃ,
ἄςνεἰναι δυνατόν τὴν ὥρα ἀμέσως κείνη,
γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο θὰ τὸν ἀγαπάῃ!..

Κι ὅπως θερμά τὸν σφίγγῃ τὸ λιγνό χεράκι
ὁ κουρασμὲνος νιώθει τόση ἐμπιστοσύνη!..
(Ἔγινε ἐκεῖνος τώρα τὸ μικρό παιδάκι,

και ὁ προστατευτικός πατέρας εἶναι ἐκείνη…)

"Στη μνήμη του πατέρα μου", ποίημα της Μελισσάνθης (Ήβης Κούγια - Δασκαλάκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου