Όσο μιλάμε σε κοιτάζω. Με απόγνωση. 'Όπως κοιτά κανείς
τριγύρω του στην έρημο όταν χάνεται, και μοιάζει με αυταπάτη τόσο κίτρινο. Η
Θεία Χάρη επί γης, - ανώφελη και άγονη. Με μάτια καθαρά κι αθώα, προτού βουτήξω
σαν παιδί μες΄ στο γλυκό το δάχτυλο.
Κι εσύ, πάνω σε πλουμιστά κεντίδια και χαλιά, όλα βαμμένα με
τα χρώματα του φθινοπώρου, με μετράς. Και σημειώνεις κάθε πόντο της ορφάνιας
μου, κάθε ανυπακοή μου μάταιη. Πιο όμορφη από όλες, ίσως γιατί έξω καίγεται η
Πόλη σου στο δειλινό. Πάντα εντός του υδάτινου σαρκίου σου, χωρίς την έπαρση
της προτομής.
Όμως για κοίτα ωραία που ανθίζουν οι πληγές στο στέρνο, τις
νύχτες του Σεπτέμβρη.
''Είναι τόσο γαλάζιος ο Δούναβης κι από ψηλά;'' θέλω να σε
ρωτήσω πατέρα.
Ειρήνη Ιωαννίδου
Δημοσιευμένο στην ανθολογία ‘’Ο πατέρας έφυγε’’ του
περιοδικού Intellectum, (τεύχος 16 Νοέμβριος 2021).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου