Δεν ήσουν ποτέ των μεγάλων λόγων. Δεν ήξερες να εκφράζεις εύκολα όσα ένιωθες — δεν χρειαζόταν. Τα χέρια σου, οι πράξεις σου, το βλέμμα σου, μιλούσαν πάντα πιο δυνατά απ’ τις λέξεις.
Θυμάμαι τα πρωινά που ξυπνούσες πρώτος. Το άνοιγμα της
πόρτας, τα βήματά σου στην κουζίνα, τον ήχο του νερού που έτρεχε στο νεροχύτη.
Έφευγες ήσυχα για να μην μας ξυπνήσεις, λες και το βάρος της μέρας δεν έπρεπε
να πέσει ποτέ πάνω μας. Το μόνο που άφηνες πίσω σου ήταν μια μυρωδιά καφέ και
ένα φευγαλέο «καλημέρα» — κι όμως, αυτό το λιγόλογο «καλημέρα» είχε μέσα του
όλη την αγάπη του κόσμου.
Ήσουν εκεί όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα. Όχι μπροστά,
να με προπορεύεσαι. Ούτε πίσω, να με σπρώχνεις. Ήσουν στο πλάι — ήσυχα,
διακριτικά, να με προστατεύεις χωρίς να με περιορίζεις. Να με στηρίζεις χωρίς
να με κατευθύνεις. Ήσουν εκεί στις ήττες, περισσότερο κι απ’ τις νίκες. Γιατί
ήξερες πως η δύναμη φαίνεται όταν όλα πονάνε — κι εκεί με δίδαξες τι θα πει να
αντέχεις.
Δεν ήσουν τέλειος — και ποιος είναι; Μα ήσουν δίκαιος,
σταθερός, αληθινός. Έμαθα από εσένα τι θα πει να κρατάς το λόγο σου, να μη
λυγίζεις εύκολα, να μην προδίδεις ποτέ αυτό που αγαπάς. Δεν με πήρες ποτέ
αγκαλιά τόσο συχνά όσο ίσως ήθελα μικρή, μα όταν το χρειαζόμουν στ’ αλήθεια,
ήσουν πάντα εκεί. Κι αυτή η παρουσία σου, αυτή η σιγουριά, έγινε μέσα μου
φάρος.
Σ’ ευχαριστώ για τις νύχτες που περίμενες να γυρίσω χωρίς
να με ρωτήσεις πού ήμουν. Για τις μέρες που είχες κουραστεί αλλά χαμογέλασες
μόνο και μόνο για να μη με βαραίνεις. Για τα Σαββατοκύριακα που αφιέρωσες σε
μένα, ενώ θα μπορούσες να ξεκουραστείς. Για όλα όσα μου έδωσες χωρίς ποτέ να τα
ζητήσω.
Ίσως δεν σου το είπα όσο συχνά έπρεπε, ίσως ποτέ όσο
άξιζες, αλλά σ’ ευχαριστώ. Για τα ξενύχτια σου, για τις σιωπές σου, για τις
θυσίες που δεν μέτρησες. Για την αγάπη σου που δεν φώναζε, αλλά ήταν πάντα εκεί
— βαθιά, αληθινή, ανίκητη.
Μπαμπά μου… Ήσουν, είσαι και θα είσαι πάντα ο ήρωάς μου.
Όχι γιατί φόρεσες κάπα, αλλά γιατί φόρεσες ευθύνη. Γιατί στάθηκες σαν βράχος,
όταν όλα γύρω λύγιζαν. Γιατί με έμαθες πως οι πιο δυνατοί άνθρωποι είναι
εκείνοι που αγαπούν σιωπηλά, παλεύουν αθόρυβα και παραμένουν παρόντες χωρίς να
ζητούν τίποτα.
Χρόνια σου πολλά, μπαμπά. Όπου κι αν είσαι, όπως κι αν
είσαι — σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο μπορούν να πουν οι λέξεις. Κι αν κάποιες
φορές δεν στο είπα… το λέω τώρα, με όλη μου την ψυχή:
Σ’ αγαπώ. Για πάντα.
Είμαι η πιο τυχερή κόρη του κόσμου όλου!!!!!
Μ. Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου