Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

VERBA DICAT



Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας ανεξάντλητος ωκεανός, γεμάτος από ανεξάντλητες νησίδες φωτός, που οδηγούν πάντα στο ίδιο σημείο: Το εντός του βάθος.


Μια μέρα θα ‘ρθω και θα σου πω για τις λέξεις. Για τα τραύματα που χωράνε μέσα τους· για όλη τη θλίψη και όλο τον πόνο. Για την χαρά και τη δόξα της κι όλο το πριν, το μετά και το ενδιάμεσα μόνο. Λέξεις που προσδοκούν τη δική τους ζωή, καθώς ξεφεύγουν απ’ το άνοιγμα των δοντιών σου και που μιλούν την αλήθεια τους, όταν εσύ δεν τις βλέπεις.

Λέξεις υπάρχω και χάνω και χάνομαι· ορίζω, γυρίζω και φεύγω. Λέξεις που ήρθαν, λέξεις που έφυγαν και όσες έμειναν, θέλουν την πληρωμή τους. Λέξεις εδώ, εκεί κι ανάμεσα, ίσως νωρίς, ίσως αργά και ίσως κάποτε λίγο. Λέξεις παντού και πουθενά που καθορίζουν πορεία, που δείχνουν το αύριο κι αποκοιμούνται στο χτες. Που έζησαν μόνες τους, γιατί τα στόματα που ήρθαν, στάθηκαν μικρά και λίγα. Που δεν χαϊδεύτηκαν, δεν αγαπήθηκαν, που όμως μετάνιωσαν, αλλά δεν είπαν λυπάμαι.

Που περίμεναν πάντα σ’ ένα λιμάνι μια επιστροφή, στα κλειδιά του αυτοκινήτου σου, πίσω απ’ την πόρτα. Που στον καθρέφτη τις κρέμασες και τις κοιτούσες για ώρες, ενώ φοβόσουν μην τις ακούσεις να σου λένε για ψέματα. Οι λέξεις βλέμματα που αγγίζουν τη μνήμη· αυτές που δάγκωσες για να μη βγουν κι αυτές που φίλησες για να τους πάρεις τον πόνο. Όσες λαχτάρησες, όσες σε πρόδωσαν κι αυτές που έμειναν να προδοθούν. Που τυραννούν τον ύπνο σου και δεν ξημερώνουν, που γυρνούν στο κεφάλι σου κι όλο βουίζουν, κι αγρίμι γίνονται και σε γραπώνουν, σε κόβουν και σε ενώνουν αγόγγυστα.

Οι λέξεις καταλογίζω, υπολογίζω και έρχομαι· οι λέξεις τρομάζω, δειλιάζω και τρέχω. Οι λέξεις ζω, επιζώ κι απελπίζομαι. Οι λέξεις μιλάω, σωπαίνω και κρύβομαι· κι όλο ξεχνάω, θυμάμαι και κλαίω. Διορθώνω τα λάθη μου, μα προσβλέπω και σε άλλα. Λέξεις ουρλιάζω, αντέχω και έσπασα. Ρήματα που έβαλες σε παρενθέσεις, σημεία ορίζοντα να εξευμενίσεις τον χάρτη. Μέρες και νύχτες να ιδρώνουν οι λέξεις σου, να πεινούν και να ζητάνε βοήθεια. Να ανεβαίνουν στο λαιμό σου και θηλιά σου να γίνονται ενώ εσύ, θα παλεύεις για να σώσεις μια λέξη· μια λέξη ανήμπορη, βασανισμένη, που δεν αρθρώθηκε και να χάσκει έμεινε μήπως την δεις, μήπως την ακούσεις, μήπως τα χέρια σου της χαρίσουν πνοή.

Μια νύχτα θα ‘ρθω και θα σου πω για τις λέξεις. Για όσα άκουσα, έμαθα κι είδα. Για το ποτέ, για το τώρα, το πάντοτε. Μα όλες δεν θα σου τις πω, θα μείνουν κάποιες να κρατήσω για μένα.

Οι εφεδρείες μου, για τις στιγμές που σωπαίνω.

*Οι λέξεις λένε

Μαρία Ι. Χρονιάρη


Διαβάστε ολόκληρη την εφημερίδα εδώ:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου