Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ




Ήρθε μια νύχτα ανόμοια απόψε. Έσβησα το φως στο δωμάτιο κι έστρεψα το κεφάλι μου στο ρολόι του τοίχου, που εδώ και δώδεκα χρόνια, οι λεπτοδείκτες του έχουν σταματήσει σε μια ορισμένη ώρα. Είναι πάντα έξι παρά τέταρτο. Όμως ποτέ δεν αποφασίζω, αν η ώρα αυτή αντιστοιχεί στο απόγευμα ή στις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Αυτή η μη απόφαση, με βοηθάει να ξέρω πως ό,τι και αν γίνει, εγώ θα καθορίσω τον χρόνο του. Άρα και τη ζωή μου μέσα σε αυτόν.

Ευθεία από το παράθυρο, εκτείνεται ο δρόμος μακρύς σαν θάλασσα. Έχει αρχίσει να βρέχει και η αντανάκλαση από τα φώτα του δήμου, δημιουργεί εξώκοσμα σύμπαντα στις λακκούβες που η βροχή σχηματίζει. Κλείνω τα μάτια, να νιώσω μέσα μου τη μουσική που ρέει από τις σταγόνες.

Στο κεφάλι μου βουίζουν οι σκέψεις μου. Προσπαθώ να τις απομονώσω, μα καθίσταται μάταιο. Σμήνη από λέξεις σχηματίζουν προτάσεις που παλεύω να απαρνηθώ. Προτάσεις που μου ανήκουν, που μου μιλούν την αλήθεια μου, που μου δείχνουν αυτή την πορεία που βαθιά μου θέλω να δω. Λέξεις που έχουν ριζώσει επάνω μου κι αποκαλύπτονται τώρα, που είχα αποφασίσει να αλλάξω. Τώρα, που όλα έμοιαζαν πως είχαν πλέον τελειώσει.

Ασυναίσθητα ψάχνω στην τσάντα μου αναζητώντας τσιγάρα, αλλά θυμάμαι μετά πως δεν είμαι καπνίστρια. Αυτή την ώρα λυπάμαι γι’ αυτό. Η βροχή πέφτει με μεγαλύτερη ορμή κι όλη αυτή η δύναμη, θαρρείς περνά από μέσα μου και πονά την καρδιά μου. Αναλογίζομαι, πόσες φορές πίστεψα στις καλές προθέσεις. Πόσες έπεισα τον εαυτό μου για την καλοσύνη των γύρω μου, για την αλήθεια στις σκέψεις και τις πράξεις τους. Πόσες φορές έπνιξα μέσα μου την πληγή και πόσες, ενώ άκουγα το ψέμα που δεν έλεγαν, ζητούσα απ’ τη φωνή μου να πάψει. Μέτρησα χρόνια και μέρες και νύχτες· είδα να αλλάζουν μπροστά μου οι εποχές, να μεγαλώνω, να μικραίνουν, να χάνονται. Αναπόφευκτο τίμημα μίας πράξης δειλής.

Σε θυμήθηκα να μου λες, πως δεν αλλάζουν οι άνθρωποι και σαν να ήσουν εδώ, κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Το νερό του ουρανού συνεχίζει να τρέχει, η νύχτα ξανά γιγαντώνεται μέσα μου και τυλίγομαι γύρω απ’ τον εαυτό μου, σε μια προσπάθεια να ζεσταθώ. Γυρνώ  πάλι το βλέμμα μου προς το ρολόι. Νιώθω μια ευγνωμοσύνη απέναντι στους λεπτοδείκτες του. Μου παρέχουν την ελευθερία να αποφασίσω. 

Στα απέναντι κτίρια βραδιάζει πάντα νωρίτερα· δεν γνωρίζω γιατί.

Μαρία Χρονιάρη


Κείμενο από τη νέα μόνιμη στήλη μου " Όταν ο λύκος είναι εδώ", στο Πολιτιστικό Site Ολόγραμμα. Διαβάστε κι εδώ:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου