Η Μαρία
με τη λευκή φωνή.
Το
λερωμένο φόρεμα.
Τα
αγουροξυπνημένα μαλλιά.
Χιλιάδες
φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της.
Που
περπατούσε χιλιόμετρα
για να
διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος.
Κι ας
φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας.
Και τα
πουλιά που πετούσαν χαμηλά
όταν
συννέφιαζε, φοβόταν.
Με χέρια
μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους
ρίχνοντας
μαύρο ψωμί στον ουρανό.
Και το
μέτωπό της έμενε αφύλαχτο.
Η Μαρία
που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα.
Χωρίς να
βγάλει άχνα
όταν
επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί».
Μόνο
ξεχνούσε επίτηδες
τα
συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας.
Κι ήξερε
πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι αυτό.
Νιόβη Ιωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου