Β΄ ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΜΕΡΟΣ Α'
ΜΕΡΟΣ Α'
Ποια είναι η ουσία του Θεού μας; Ο αγώνας για την ελευτερία. Μέσα στο
ακατάλυτο σκοτάδι μια φλογερή γραμμή ανηφορίζει και σημαδεύει την πορεία του
Αόρατου. Ποιο είναι το χρέος μας; Ν΄ ανεβαίνουμε την αιματερή τούτη γραμμή μαζί
του. Καλό είναι ό,τι ορμάει προς τ΄ απάνω και βοηθάει το Θεό ν΄ ανηφορίσει. Κακό
είναι ό,τι βαραίνει προς τα κάτω, κι αμποδάει το Θεό ν΄ ανηφορίσει.
Όλες οι αρετές κι οι κακίες παίρνουν τώρα καινούρια αξία, λευτερώνουνται
από τη στιγμή κι από το χώμα, υπάρχουν απόλυτα μέσα στον άνθρωπο, πριν και μετά
τον άνθρωπο, αιώνιες.
Γιατί η ουσία της ηθικής μας δεν είναι η σωτηρία του ανθρώπου, που αλλάζει
μέσα στον καιρό και στον τόπο, παρά η σωτηρία του Θεού, που μέσα από λογής
λογής ρεούμενες ανθρώπινες μορφές και περιπέτειες είναι πάντα ο ίδιος, ο
ακατάλυτος ρυθμός που μάχεται για ελευτερία. Άθλιοι είμαστε οι άνθρωποι, άκαρδοι, μικροί, τιποτένιοι. Μα μέσα μας, μια
ουσία ανώτερη μας μας σπρώχνει ανήλεα προς τ΄ απάνω.Μέσα από την ανθρώπινη τούτη λάσπη, θεία τραγούδια ανάβρυσαν, Ιδέες
μεγάλες, έρωτες σφοδροι, μια έφοδο ακοίμητη, μυστηριώδικη, χωρίς αρχή και
τέλος, χωρίς σκοπό, πέρα από κάθε σκοπό.
Τέτοιος βώλος λάσπη είναι η ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο
καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχόμαστε ν΄ ανθίσει ένα μικρό
λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας. Πολέμα από τα πράματα, πολέμα από τη σάρκα, από την πείνα, από το φόβο,
πολέμα από την αρετή κι από την αμαρτία να δημιουργήσεις Θεό. Πώς ξεκινάει το φως από ένα άστρο και χύνεται μέσα στη μαύρη αιωνιότητα κι
οδοιποράει αθάνατο; Το άστρο πεθαίνει· μα το φως ποτέ του· τέτοια κι η κραυγή
της ελευτερίας. Πολέμα, από την πρόσκαιρη συνάντηση των αντίδρομων δυνάμεων που αποτελεί
την ύπαρξή σου, να δημιουργήσεις ό,τι αθάνατο μπορεί ο θνητός απάνω στον κόσμο
τούτον· μιαν Κραυγή.
Αυτή, παρατώντας στο χώμα το κορμί που το γέννησε, οδοιποράει και δουλεύει
αιώνια.
Ένας έρωτας σφοδρός διαπερνάει το Σύμπαντο. Είναι σαν τον αιθέρα:
σκληρότερος από το ατσάλι, μαλακότερος από τον αγέρα. Ανοίγει, διαπερνάει τα πάντα, φεύγει, ξεφεύγει. Δεν αναπαύεται στη θερμή
λεπτομέρεια, δε σκλαβώνεται στο αγαπημένο σώμα. Είναι Έρωτας Στρατευόμενος.
Πίσω από τους ώμους του αγαπημένου αγναντεύει τους ανθρώπους να σαλεύουν και να
βογκούν σαν κύματα, αγναντεύει τα ζώα και τα φυτά να σμίγουν και να πεθαίνουν,
αγναντεύει το Θεό να κιντυνεύει και του φωνάζει: "Σώσε με!"
Ο Έρωτας; Πως αλλιώς να ονοματίσουμε την ορμή που, ως ματιάσει την ύλη,
γοητεύεται και θέλει να τυπώσει απάνω της την όψη της; Αντικρίζει το σώμα και
θέλει να το περάσει, να σμίξει με την άλλη κρυμμένη στο σώμα τούτο ερωτική
κραυγή, να γενούν ένα, να χαθούν, να γίνουν αθάνατες μέσα στο γιο.Ζυγώνει την ψυχή και θέλει να σοφιλιάσει, να μην υπάρχουν εγώ και συ·
φυσάει απάνω στη μάζα τους ανθρώπους και θέλει, συντρίβοντας τις αντίστασες του
νου και του κορμιού, να σμίξουν όλες οι πνοές, να γίνουν άνεμος σφοδρός, ν΄
ανασηκώσουν τη γης!
Στις πιο κρίσιμες στιγμές, ο Έρωτας συναρπάζει και σμίγει με βία τους
ανθρώπους, οχτρούς και φίλους, καλούς και κακούς, είναι μια πνοή ανώτερη τους,
ανεξάρτητη από την επιθυμία κι από τα έργα τους. Είναι η πνοή του Θεού, η
αναπνοή του, απάνω στη γης!Κατεβαίνει απάνω στους ανθρώπους, όπως του αρέσει. Σα χορός, σαν έρωτας,
σαν πείνα, σα θρησκεία, σα σφαγή. Δε μας ρωτάει. Μέσα στη σκάφη της γης, στις κρίσιμες τούτες ώρες, ο Θεός μοχτάει να
ζυμώσει τις σάρκες και τα μυαλά και να ρίξει μέσα στον ανήλεο στρόβιλο της
περιστροφής του όλη τούτη τη ζύμη και να της δώσει πρόσωπο· το πρόσωπο του.
Δεν πλαντάζει από αηδία, δεν απελπίζεται μέσα στα χωματένια, μουντά σωθικά
τους. Δουλεύει, προχωράει, κατατρώει τη σάρκα τους, πιάνεται από την κοιλιά,
από την καρδιά, από το φαλλό, από το νου του ανθρώπου. Δεν είναι αυτός αγαθός οικογενειάρχης, δε μοιράζει σε όλα τα παιδιά του
ίσια το ψωμί και το μυαλό. Η Αδικία, η Σκληρότητα, η Λαχτάρα, η Πείνα είναι οι
τέσσερεις φοράδες που οδηγούν το άρμα του απάνω στην κακοτράχαλη μας τούτη γης.
Από την ευτυχία, από την καλοπέραση κι από τη δόξα ποτέ δεν πλάθεται ο
Θεός, παρά από την ντροπή, από την πείνα και τα δάκρυα. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή,
μια παράταξη άνθρωποι ριψοκιντύνευαν μπροστά θεοφόροι και πολεμούσαν,
παίρνοντας απάνω τους όλη την ευθύνη της μάχης. Μια φορά κι έναν καιρό οι ιερείς, οι βασιλιάδες, οι αρχόντοι, οι αστοί· και
δημιουργούσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τη θεότητα.
Σήμερα ο Θεός είναι αργάτης, αγριεμένος από τον κάματο, από την οργή κι από
την πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι ίδρωτα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά,
δεν μπορεί να κοιμηθεί, φωνάζει στ΄ ανώγια και στα κατώγια της γης και
φοβερίζει. Ο αγέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους· Φωνές
σηκώνουνται. Ποιος φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, οι άνθρωποι· οι ζωντανοί, οι
πεθαμένοι κι οι αγέννητοι. Μα κι ευτύς μας πλακώνει ο φόβος και σωπαίνουμε.
Ξεχνούμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από αναντρία. Μα ξάφνου πάλι η Κραυγή
ξεσκίζει σαν αϊτός τα σωθικά μας.Γιατί δεν είναι απόξω, δεν έρχεται από αλάργα για να ξεφύγουμε. Μέσα στην
καρδιά μας κάθεται η Κραυγή και φωνάζει.
"Κάψε το σπίτι σου!" φωνάζει ο Θεός. "
Έρχουμαι! Όποιος έχει
σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί."
"Κάψε τις Ιδέες σου, σύντριψε τους συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει
τη λύση δεν μπορεί να με βρει."
"Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια
συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο· Έμενα!"
"Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι
ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης."
"Ακλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη,
τη δικαιοσύνη, την αρετή! Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε
χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!"
Νικόλαος Καζαντζάκης, απόσπασμα από το βιβλίο του "Ασκητική"
Λόγω του ότι το κείμενο είναι αρκετά μακροσκελές, θα αναρτηθεί σε συνέχειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου