Είναι παράξενα κίτρινη μέσα στο μπλε. Ανάβει το τελευταίο σπίρτο της θύμησής του. Όταν χαράξει, τα σημάδια θα ζουν στη γλώσσα τους. Στο άγγιγμα του δέρματος οι πόροι ανοίγουν και μπαίνει. Η ηδονή. Όλη η θάλασσα χύθηκε πάνω της.



(απόσπασμα από το κείμενο "ΧΩΡΑ")

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ


Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και να γυρίζει στα βουνά μονάχος, να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους τόπους.

Είχε ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.

Περίεργος και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά, μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν, θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.

Οι νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία, το αντικαθρέφτισμα από ένα διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια του νερού.

Τότε άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα.

Προσπαθώντας να μην την τρομάξει, πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της, που έλαμπαν ακόμα από τα δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις υπόλοιπες.

Αυτή προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της. Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη πως έχασε το δικαίωμα, που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά, όπως ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.

Ο λύκος την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο. «Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός, όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».

Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια. Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.

Η μέρα πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά. Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν τελικά είναι κάποιο κόλπο.

Την βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να συνεχίσει την ιστορία.

Του είπε πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός, ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.

Ο λύκος έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί.

Το ίδιο συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην τολμώντας να τον διακόψει.

Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους να χορεύω».

Την άλλη μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της. Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα, φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από καιρό κατάματα.
Άρχισε να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα, που φάνταζε σαν τρεμάμενη φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα υγρό φύλλο.

Την είδε να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
«Για σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
Για σένα αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
Για σένα αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».

Κι όσο ο σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν τσουκνιδόφυλλα, ποτισμένα στο αίμα.

Ο λύκος δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη, έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει.

Τα φτερά της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά, το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι του στον μυρωμένο της λαιμό.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο, οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο.



πηγή: a-href-----style--di.pblogs.gr

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

ΤΑΥΤΟΣΗΜΙΑ



"Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Εγώ είδα μόνο τον εαυτό μου, εκείνη είδε μόνο τον εαυτό της."

Λεκ, 1977

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

ΠΟΤΕ



Έχω ξεχάσει
Τον ήχο της φωνής μου
Οι ερωτήσεις μου
Δεν επιδέχονται πια απαντήσεις

Όλα καταργήθηκαν
Σε μια μάταιη προσπάθεια
 Να φτάσω


Το φως

Μαρία Χρονιάρη


(από το βιβλίο μου "Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ" που κυκλοφορεί από τις εκδ. Απόπειρα)


Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΣΗΜΕΙΟ ΕΠΑΦΗΣ



Αυτή η λεπτή γραμμή ορίζοντα που σκίζει τα πέπλα του φόβου είναι το έρεβος που γεννά τη ζωή. Ό,τι κι αν έζησα ήτανε πέτρα. Σημασία έχει πως έζησα. Σε κρυψώνες σίγουρες. Για να μπορώ να αντέχω την υψηλή συχνότητα των δακρύων.

Κι αν κάπου κάτι χρωστάω, είναι στη νύχτα.


Μαρία Χρονιάρη 

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ - Α - ΖΩΟΙ


Δεν υπάρχει πουθενά μέρος για τους ζωντανούς.


Μαρία Χρονιάρη

(από το βιβλίο μου "ΕΠΕΙΔΗ ΜΑΖΙ",  εκδ. Απόπειρα 2012)


Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΑΝΗΦΟΡΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΛΕΙΩΜΟ






Γ΄ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ


Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει· μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων· άσπροι, κίτρινοι, μαύροι· χιμούν και φωνάζουν.
Λευτερώσου κι από τη ράτσα· πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του.

Έλεος να σε κυριέψει για το πλάσμα τούτο που ξεκόρμισε ένα πρωί από τους πίθηκους, γυμνό, ανυπεράσπιστο, χωρίς κέρατα και δόντια, μονάχα με μια σπίθα φωτιά στο μαλακό του το καύκαλο.
Δεν ξέρει από που έρχεται και κατά που πάει. Μα θέλει, αγαπώντας, δουλεύοντας, σκοτώνοντας, να κυριέψει τη γης.

Κοίταξε τους ανθρώπους, λυπήσου τους. Κοίταξε τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε· φωνάζουμε βοήθεια! Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε. Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται· μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι εύτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Αδη.

Η μάνα κοιτάει μπροστά, κατά την κόρη· η κόρη κοιτάει κι αυτή μπροστά, πέρα από του αντρός της το κορμί, κατά το γιο ΄να πώς πορεύεται στη γης ετούτη ο Αόρατος. Όλοι, χωρίς έλεος, κοιτάζουμε καταμπροστά, σπρωγμένοι από τεράστιες πίσω μας αλάθευτες σκοτεινές δυνάμες.

Σηκώσου απάνω από το πρόσκαιρο μετερίζι του κορμιού σου, κοίταξε πίσω τους αιώνες. Τι βλέπεις; Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα ανεβαίνουν από τη λάσπη ανταρεμένα. Ζώα γιομάτα τρίχες κι αίματα κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ανταρεμένα. Σμίγουν μουγκρίζοντας οι δυό στρατοί σαν άντρας με γυναίκα και γίνουνται ένας βώλος αίμα, μυαλό και λάσπη.

Κοίταξε· οι λαοί ανεβαίνουν σα χλόη από τα χώματα και πέφτουν πάλι στα χώματα, λίπασμα γονερό για τις μελλούμενες σπορές. Κι η γης παχαίνει από τη στάχτη, από τα αίματα κι από τα μυαλά των ανθρώπων. Αρίφνητοι χάνουνται μεσοστρατίς, γεννιούνται και πεθαίνουν στείροι. Καταβόθρες ξαφνικά ανοίγουνται μες στο σκοτάδι, γκρεμίζουνται λαοί, προστάγματα δίχως συνοχή γρικιούνται μέσα στην ακατάστατη βουή, και το ανθρώπινο κοπάδι ταράζεται και σκορπίζει.

Ξαφνικά μαντεύουμε κάτωθε και γύρα μας και μέσα στην άβυσσο της καρδιάς μας τις τυφλές, αχόρταγες, χωρίς καρδιά, χωρίς μυαλό δυνάμες. Σ΄ ένα πέλαγο τρικυμισμένο αρμενίζουμε, το νιώθουμε σε μιαν κίτρινη αστραπή, σ΄ ένα τσόφλι μπιστευτήκαμε τα πλούτη μας, τα παιδιά και τους θεούς μας. Κύματα σκοτεινά, πηχτά, όλο αίματα οι αίώνες ανεβοκατεβαίνουν. Η κάθε στιγμή είναι μια άβυσσο που ανοίγει.

Αγνάντευε το σκοτεινό πέλαγο χωρίς να τρεκλίζεις, κοίταζε κατάματα την άβυσσο, κάθε στιγμή, χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Χωρίς φαντασία, αναίδεια και φόβο. Μα δε φτάνει· κάμε ένα βήμα ακόμα· πολέμησε να δώσεις νόημα στ΄ ασυνάρτητα παλέματα του ανθρώπου.
Γύμναζε την καρδιά σου να κυβερνάει όσο μπορεί πιο απλόχωρη παλαίστρα. Ανακύκλωνε σ΄ έναν αιώνα, υστέρα σε δυο αιώνες, υστέρα σε τρεις, σε δέκα, σε όσους αιώνες αντέχεις, την πορεία του ανθρώπου. Γύμναζε το μάτι σου να θεάται να κινούνται λαοί σε μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Βυθίζου στ΄ όραμα τούτο με υπομονή, με αγάπη κι υψηλή αφιλοκέρδεια· ωσότου αγάλια εντός σου ο κόσμος ν΄ ανασάνει: να φωτιστούν οι αγωνιζόμενοι, να σμίξουν στην καρδιά σου και ν΄ αναγνωριστούν αδερφοί.

Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη. Ακροπόδιζε στον αχόρταγο γκρεμό και πολέμα να συντάξεις τ΄ όραμα. Ανασήκωσε την πολύχρωμη καταπαχτή του μυστήριου· τ΄ άστρα, τις θάλασσες, τους ανθρώπους, τις Ιδέες· δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη.

Περιμάζωξε στην καρδιά σου όλες τις τρομάρες, ανασύνθεσε όλες τις λεπτομέρειες. Ένας κύκλος είναι η λύτρωση· κλείσε τον! Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια. Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ΄ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.

Ποιο είναι το χρέος μας; Ν΄ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν΄ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι. Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη.
Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου.

Μέσα στο μερόνυχτα στερεούμενο τούτο αλώνι οι γενεές δουλεύουν, αγαπούν, ελπίζουν, αφανίζουνται. Νέες γενεές πατούν τα κουφάρια των πατέρων, συνεχίζουν το έργο απάνω στην άβυσσο και μάχουνται να μερώσουν το τρομερό μυστήριο· πώς; καλλιεργώντας ένα χωράφι, φιλώντας μια γυναίκα, μελετώντας μιαν πέτρα" ένα ζώο, μιαν Ιδέα.
Έρχουνται σεισμοί, το νησί σαλεύει, μια γωνιά γκρεμίζεται, μια άλλη ανεβαίνει από τ΄ ανήλιαγα κύματα.

Ένας αργάτης πελαγίσιος είναι ο νους, κι είναι η δουλειά του να μολώνει το χάος.
Απ΄ όλες τούτες τις γενεές, άπ΄ όλες τις δυστυχίες και τις χαρές, από τους έρωτες, από τους πολέμους, από τις Ιδέες, αναδίνεται μια φωνή αγνή και γαλήνια· αγνή και γαλήνια, γιατί περιέχει όλες τις αμαρτίες και τις ανησυχίες του αγωνιζόμενου ανθρώπου και τις ξεπερνάει κι ανεβαίνει.
Μέσα απ΄ όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια, πνιμένος στα δάκρυα και στα αίματα, κι αγωνίζεται να σωθεί. Να σωθεί από ποιόν; Από το κορμί που τον περικλείνει, από το λαό που τον αναβαστάει, από τη σάρκα, από την καρδιά κι από τα φρένα του ανθρώπου.

- Κύριε, ποιος είσαι; Σάν Κένταυρος υψώνεσαι μπροστά μου, με τα χέρια στον ουρανό τανυσμένα, με τα πόδια καρφωμένα στη λάσπη.
- Είμαι Εκείνος που αιώνια ανεβαίνει!
- Γιατί ανεβαίνεις; Ξενεφρίζεσαι, αγωνιάς, μάχεσαι να ξεθηκαρώσεις από το ζώο. Από το ζώο κι από τον άνθρωπο. Μη με αφήνεις!
- Μάχουμαι, ανεβαίνω, για να μην πνιγώ. Απλώνω τα χέρια μου, πιάνουμαι απ΄ όλα τα ζεστά κορμιά, σηκώνω απάνω από το μυαλό το κεφάλι μου για ν΄ αναπνέψω· ολούθε πνίγουμαι, πουθενά δε χωρώ!
- Κύριε, γιατί τρέμεις;
- Φοβούμαι! Ο σκοτεινός ανήφορος δεν έχει τελειωμό. Μια φλόγα είναι η κεφαλή μου κι αιώνια ξεκορμίζει· μα το πνέμα της νύχτας αιώνια φυσάει να με σβήσει. Ο αγώνας μου όλος πάσα στιγμή κιντυνεύει. Ο αγώνας μου όλος σε κάθε κορμί κιντυνεύει. Πατώ, παραπατώ μέσα στις σάρκες, σαν ένας νυχτωμένος στρατοκόπος, και φωνάζω: Βοήθεια!


Νικόλαος Καζαντζάκης

(από το βιβλίο του, "ΑΣΚΗΤΙΚΗ", που δημοσιεύεται στο μπλόγκ σε συνέχειες)

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ



"Όλες αυτές οι ρυτίδες στο πρόσωπό μου, σου διηγούνται την προσωπική μου ιστορία. Σου λένε από πού έρχομαι και το πώς έφτασα ως εδώ. Όμως όλες αυτές οι διηγήσεις, δεν έχουν καμία σημασία αν δεν έχεις κάποιον να τις μοιραστείς μαζί του. Κι εγώ, αλήθεια, γεννήθηκα για σένα.

Σκαρφάλωσα σε βουνοκορφές, κολύμπησα απ’ άκρη σ’ άκρη στο πιο βαθύ μπλε του ωκεανού. Πέρασα κάθε απαγορευτική γραμμή κι έσπασα όλους τους κανόνες. Κι όλα αυτά για σένα. 

Γιατί ακόμη κι όταν πίστευα πως έχω ξοφλήσει, με έκανες να νιώθω ο πιο πλούσιος άνθρωπος. Τώρα ξέρω, γεννήθηκα για σένα. Βλέπεις, το χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη μου, είναι για να κρύψει τις λέξεις εκείνες που δεν μπορούν να βγουν.

Κι όλοι οι φίλοι μου που με θεωρούν ευλογημένη, δεν γνωρίζουν το χάος που υπάρχει μέσα μου. Όχι, δεν με ξέρουν. Και δεν ξέρουν τι έχω περάσει. Όμως εσύ, γνωρίζεις. Γιατί γεννήθηκα για σένα."

Μετάφραση του τραγουδιού που συνοδεύει την ανάρτηση, σε ελεύθερη, δική μου απόδοση.



Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΓΝΟΗΣΕΙΣ



"Aς  πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών.
Σε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δεν σέβονται την τάξη…

Μπορεί να τους επαινέσεις, να διαφωνήσεις, να τους τσιτάρεις, να δυσπιστήσεις, να τους δοξάσεις ή να τους κακολογήσεις. Αλλά δεν μπορείς να τους αγνοήσεις. Γιατί αλλάζουν πράγματα. Βρίσκουν, φαντάζονται, βοηθάνε, ερευνούν, φτιάχνουν, εμπνέουν. Σπρώχνουν μπροστά τα πάντα. Ίσως, πρέπει να είναι τρελλοί. Πώς αλλιώς θα κοιτάξουν ένα άδειο καμβά και θα δουν έργο τέχνης; Ή θα καθίσουν στη σιωπή και θ’ ακούσουν τραγούδι που δεν έχει γραφτεί; Εκεί που κάποιοι βλέπουν τρελούς, εμείς βλέπουμε μεγαλοφυΐες. Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ό,τι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν."

ΤΖΑΚ ΚΕΡΟΥΑΚ

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

ΕΙΝΑΙ Ν' ΑΠΟΡΕΙΣ


Υπάρχουν τραγούδια, για τα οποία δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να πεις για να τα προλογίσεις. Απλώς τα ακούς. Και ό, τι νιώθεις, στάζει μέσα σου. Και μένει εκεί. Για να γεμίζει την λίμνη της ψυχής σου.

Μαρία Χρονιάρη