Ένα
χειμωνιάτικο βράδυ, σε μια λίμνη σκαρφαλωμένη στα βουνά, έφτασε ένας λύκος
οδηγημένος από την πείνα και τους περίεργους θορύβους που άκουγε. Αν και λύκος
ήταν μοναχικός. Του άρεσε από καιρό σε καιρό να εγκαταλείπει την αγέλη του και
να γυρίζει στα βουνά μονάχος, να ανακαλύπτει ομορφιές και να γνωρίζει νέους
τόπους.
Είχε
ξαστεριά εκείνο το βράδυ και το φεγγάρι ολόγιομο, καθρεφτιζόταν στα νερά της
λίμνης, φωτίζοντας και την γύρω της περιοχή. Τα αστέρια, χλωμά μπροστά στην
λάμψη του φεγγαριού, αντανακλούσαν το φως τους σαν παιχνίδισμα στην επιφάνεια
του νερού και το έσπαζαν σε χιλιάδες κομμάτια, όπου υπήρχε κίνηση. Στην αρχή ο
λύκος νόμιζε πως το παιχνίδισμα ήταν που του τράβηξε την προσοχή, κοιτώντας
όμως καλύτερα, διέκρινε μικρές σκιές ανάμεσα στις καλαμιές, ενώ στα αυτιά του
έφτασε ο ήχος από πνιχτά γέλια.
Περίεργος
και επιφυλακτικός πλησίασε προσεκτικά για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Και τότε
τις είδε. Νεαρές νεράιδες του γλυκού νερού με ξέπλεκα τα μακριά τους μαλλιά,
μαζεμένες σε κύκλο και με τα χέρια πλεγμένα, χόρευαν και τραγουδούσαν. Ήταν
ντυμένες με φύλλα και πέταλα λουλουδιών και δέντρων κι έτσι όπως στροβιλιζόταν,
θύμιζαν πολύχρωμο μπουκέτο, που ο αέρας έφερνε στην ευαίσθητη μύτη του, το
γλυκό και μεθυστικό άρωμά τους. Έμεινε ακίνητος, μαγεμένος από το θέαμα και
περίεργος να δει τι θα γίνει στην συνέχεια.
Οι
νεραϊδούλες λύνοντας τον κύκλο, άφησαν άτακτα τα λουλουδένια φορέματά τους στις
καλαμιές και η μία μετά την άλλη βούτηξαν στα κρύα νερά της λίμνης. Έμεινε να
τις κοιτάζει καθώς ξεμάκραιναν, με τα ξανθά, κόκκινα και καστανά μαλλιά τους να
επιπλέουν γύρω τους σαν φύκια, ενώ το σεληνόφως ασήμιζε τα φτερά τους. Αυτές
κολυμπούσαν βιαστικά, κυνηγώντας η καθεμία, το αντικαθρέφτισμα από ένα
διαφορετικό αστέρι και φτάνοντας στο κέντρο του, εξαφανιζόταν από την επιφάνεια
του νερού.
Τότε
άκουσε το κλάμα. Γύρισε ξαφνιασμένος ψάχνοντας την πηγή του. Στην όχθη της
λίμνης, δίπλα στο σωρό με τα λουλουδένια φορέματα, ήταν μια νεράιδα, που
έκλαιγε με λυγμούς . Την παρατήρησε και πρόσεξε πως ήταν διαφορετική από τις
άλλες. Ήταν ψηλή και μεγαλύτερη στην ηλικία από τις υπόλοιπες, τα μαλλιά της
ήταν μαύρα σαν την νύχτα, τα φτερά της ήταν μικρά και το φόρεμά της ήταν
φτιαγμένο από τσουκνιδόφυλλα.
Προσπαθώντας
να μην την τρομάξει, πλησίασε αργά και σταθερά προς το μέρος της. Η νεράιδα
νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ίσια στα μάτια
χωρίς ίχνος φόβου. Κοιτάζοντας τα μαύρα μάτια της, που έλαμπαν ακόμα από τα
δάκρυα, την ρώτησε με απαλή φωνή τι της συμβαίνει και γιατί δεν ακολούθησε τις
υπόλοιπες.
Αυτή
προχώρησε και κάθισε στην άκρη της λίμνης βουτώντας τα ξυπόλυτα πόδια της στο
νερό. Χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της.
Κοιτώντας προς το φεγγάρι άρχισε να διηγείται με φωνή μονότονη και κουρασμένη
πως έχασε το δικαίωμα, που έχουν όλες οι νεράιδες του γλυκού νερού, να
ανανεώνεται κάθε πανσέληνο και να μένει άφθαρτη, γιατί επέτρεψε σ’ έναν άνθρωπο
να την δει γυμνή, χωρίς να του πάρει ούτε την μιλιά, ούτε την καρδιά, όπως
ήταν γραμμένο στους κανόνες των ξωτικών, εδώ και αιώνες.
Ο λύκος
την κοίταξε δείχνοντας τα δόντια του, που έλαμψαν και της είπε πως όλες οι
αγέλες θέλουν υποτακτικούς και πάντα τους απειλούν με τον χαμένο παράδεισο.
«Θέλει δύναμη και παρρησία για να μην συμφωνείς με αυτό που λέει ο αρχηγός,
όποιος κι αν είναι αυτός, και να προχωρήσεις μόνος σου. Έχεις τσαγανό, μικρή
μου κι αυτό πρέπει οι άλλοι να μάθουν να το υπολογίζουν και να το φοβούνται. Κι
όσοι δεν το φοβούνται να το σέβονται».
Γύρισε
και τον κοίταξε στα μάτια για μια ατελείωτη στιγμή και βάλανε τα γέλια.
Γελούσαν για ώρα πολύ κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ενώ το πρώτο φως της αυγής
έβαφε τον ουρανό, ο λύκος την ρώτησε για το περίεργο φόρεμά της. Η νεράιδα του
είπε πως το φως του ήλιου θα κάψει τα φτερά της κι ότι δεν μπορεί να μείνει
άλλο. Του ζήτησε να έρθει το επόμενο βράδυ για να του πει την υπόλοιπη ιστορία
κι ανοίγοντας τα φτερά της, πέταξε γρήγορα μακριά.
Η μέρα
πέρασε αργά και για τους δύο. Η ελπίδα πως θα νικήσουν την μοναξιά φώλιασε στην
καρδιά τους και περίμεναν με αδημονία να δύσει ο ήλιος για να βρεθούν ξανά.
Μόλις σουρούπωσε ο λύκος κίνησε για την λίμνη. Πήγαινε αργά προσπαθώντας να μην
δείξει την ανυπομονησία του. Η καχύποπτη φύση του τον έκανε να σκέφτεται πως η
νεράιδα παίζει κάποιο παιχνίδι και προσπαθούσε να σκεφτεί πως θα αμυνθεί αν
τελικά είναι κάποιο κόλπο.
Την
βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, που είχαν αποχαιρετιστεί το πρωί. Του
χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν στο σκοτάδι. Τον χάιδεψε και τον έσφιξε
στην αγκαλιά της προσπαθώντας να κλέψει λίγη από την ζεστασιά του. Ο λύκος
έμεινε ακίνητος . Γύρισε το κεφάλι και την δάγκωσε απαλά ζητώντας της να
συνεχίσει την ιστορία.
Του είπε
πως οι νεράιδες φτιάχνουν φορέματα με τα λουλούδια και τα φυτά, που ανθίζουν
μέσα τους. Ο άνθρωπος , που επέτρεψε να την δει γυμνή, της ζήτησε ένα δώρο. Κι
αυτή μην έχοντας τίποτα άλλο να του δώσει, έβγαλε το φόρεμα με τα ροδοπέταλα
που φορούσε και του το έδωσε. Αυτός, ενώ πρόθυμα το δέχτηκε, έφυγε και δεν
γύρισε πίσω ποτέ πια. Κι αυτή, το μόνο που βρήκε ψάχνοντας στην καρδιά της για
να καλύψει την γύμνια της , ήταν τα τσουκνιδόφυλλα. Αυτό το νέο φόρεμα δεν
μπόρεσε να το βγάλει από πάνω της ,όσο κι αν την πονούσε, γιατί είχε κολλήσει
στο δέρμα της και ο κήπος της καρδιάς της σταμάτησε να ανθίζει.
Ο λύκος
έμεινε σιωπηλός για λίγο. Της είπε πως θα την βοηθήσει να βγάλει το φόρεμα με
τις τσουκνίδες κι άρχισε να τραβάει με τα δόντια του ένα-ένα τα κολλημένα
φύλλα. Η γλώσσα του γέμισε φουσκάλες, που τον έτσουζαν και τον πονούσαν, αλλά
αυτός συνέχισε να τραβάει αποκαλύπτοντας σταδιακά το γυμνό κορμί της. Η νεράιδα
δεν διαμαρτυρήθηκε, όταν ένιωσε τα δόντια του στην σάρκα της. Ήξερε πως το
έκανε για το καλό της. Αλλά δεν παρέλειψε να του χτυπήσει ανάλαφρα την
μουσούδα, ώστε να είναι σίγουρη πως δεν θα ξεχαστεί.
Το ίδιο
συνεχίστηκε πολλά βράδια. Κι όσο το κορμί της νεράιδας απελευθερωνόταν από τα
πράσινα δεσμά του, τόσο περισσότερο ο λύκος έμενε σιωπηλός. Σταμάτησε να του
χτυπάει την μουσούδα και να παίζει μαζί του. Κοιτούσε την εικόνα της στον
καθρέφτισμα της λίμνης και μετά στα μάτια του λύκου. Χαμήλωνε αμέσως το βλέμμα
κι άρχιζε να του λέει ιστορίες, χωρίς να είναι βέβαιη πια αν την ακούει και μην
τολμώντας να τον διακόψει.
Ένα
ανοιξιάτικο βράδυ, τα τσουκνιδόφυλλα τελείωσαν όλα. Η νεράιδα, γυμνή, αλλά
χαρούμενη, κοίταξε τον λύκο, τον αγκάλιασε και του είπε να ζητήσει ό,τι θέλει
για αμοιβή κι αυτή θα του το έδινε χωρίς σκέψη. Αυτός κοιτώντας την με μάτια
αγριεμένα απάντησε πως δεν θέλει τίποτα από αυτήν. Κι ότι ήρθε η ώρα να
αποχαιρετιστούνε. Αυτή συγκρατώντας τα δάκριά της του ζήτησε να έρθει για ακόμα
ένα βράδυ. «Θέλω να δεις το νέο μου φόρεμα» του είπε «και να με δεις επιτέλους
να χορεύω».
Την άλλη
μέρα είχε πανσέληνο, όπως τότε που πρωτογνωριστήκαν. Ο λύκος πήγε στο γνωστό
μέρος, αλλά δεν την είδε. Παραξενεμένος κοίταξε γύρω του ψάχνοντας τα ίχνη της.
Κοιτώντας προς τις καλαμιές, την είδε. Φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα,
φτιαγμένο από χιλιάδες πέταλα παπαρούνων, τον περίμενε κοιτώντας τον μετά από
καιρό κατάματα.
Άρχισε
να χορεύει κι ενώ στροβιλιζόταν γύρω τόσο γρήγορα, που φάνταζε σαν τρεμάμενη
φλόγα, την άκουσε για πρώτη φορά να τραγουδάει. Μαγεμένος κάθισε για να
παρακολουθήσει αυτήν την παράσταση την ειδικά αφιερωμένη σε εκείνον. Κι ενώ ένα
χαμόγελο έσκασε μετά από καιρό στα χείλη του, ένιωσε να πέφτει επάνω του ένα
υγρό φύλλο.
Την είδε
να βγάζει από πάνω της τα κόκκινα πέταλα και να τα πετάει προς το μέρος του
χωρίς να σταματάει να χορεύει και να τραγουδάει.
«Για
σένα αγάπη μου, κι ας μην τα ζήτησες ποτέ.
Για σένα
αγάπη μου, κι ας μην κρατήσεις ούτε ένα.
Για σένα
αγάπη μου, κι ας με ξεχάσεις αύριο».
Κι όσο ο
σωρός μεγάλωνε κι το σώμα της γυμνωνόταν, άρχισε να βλέπει πως από κάτω είχε
άλλα φύλλα, κατακόκκινα κι αυτά. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως ήταν
τσουκνιδόφυλλα, ποτισμένα στο αίμα.
Ο λύκος
δίστασε για μια στιγμή. Και μετά πήδηξε επάνω της να την σταματήσει. Την έριξε
κάτω, πάνω στον κόκκινο σωρό και προσπάθησε να την ακινητοποιήσει με τα πόδια
και τα δόντια του. Κι ενώ ο ήλιος έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στη γη,
έμεινε λαχανιασμένος να την κοιτάει.
Τα φτερά
της νεράιδας κάηκαν στην στιγμή αφήνοντας στο έδαφος ένα σημάδι σαν πρωινή
πάχνη. Οι πληγές στο κορμί της έκλεισαν. Κι ενώ οι ματιές τους αντάμωναν ξανά,
το σώμα της τυλίχτηκε με άσπρα ροδοπέταλα. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του
και ένιωσε την ανάσα του να της χαϊδεύει το πρόσωπο, πριν ακουμπήσει το κεφάλι
του στον μυρωμένο της λαιμό.
Πέρασαν
πολλά χρόνια από τότε. Κάποιοι παρατηρητές παρακολουθώντας έναν μοναχικό λύκο,
οδηγήθηκαν σε μια απομονωνόμενη λίμνη. Τον είδαν να πηγαίνει στις καλαμιές και
τον ακολούθησαν. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από παπαρούνες κι έτσι όπως
γύρισε να τους κοιτάξει, είδαν πως στο στέρνο του είχε ένα περίεργο άσπρο
σημάδι, που θύμιζε τριαντάφυλλο.
πηγή:
a-href-----style--di.pblogs.gr