Όταν διέσχιζε η Σελήνη τον ουρανό, το φως της πλημμύριζε τη γη, περνώντας μέσα από τις κρυμμένες ρωγμές και σχισμές στη φύση των θνητών πλασμάτων. Παρατηρούσαν το πέρασμα της, ενώνονταν σε μικρές ομάδες για να γιορτάσουν και ένιωθαν δέος και φόβο απέναντι σ΄ εκείνους που τους είχαν αγγίξει τα μάγια της.
Αλλά όταν σιγά σιγά χανόταν τελείως το φεγγάρι, δεν υπήρχαν πλέον γιορτές. Οι νύχτες γίνονταν όλο και πιο σκοτεινές και οι θνητοί έπαιρναν προφυλάξεις μήπως τους επισκεφθούν πνεύματα από τον κάτω κόσμο. Ορδές φαντασμάτων που τις οδηγούσε η Εκάτη. Με τα σκυλιά της να ουρλιάζουν, διέσχιζαν τη γη τις αφέγγαρες νύχτες. Όμως προστάτευε τους θνητούς εκείνους που εξαγνίζονταν στο όνομά της. Αποστρέφοντας τα πρόσωπά τους, της πρόσφεραν τελετουργικά δείπνα σε μοναχικά τρίστρατα, που ήταν οι τόποι συνάθροισης των πνευμάτων.
Όταν τηρούσαν τις τελετουργίες της Εκάτης, περνούσαν ήσυχα η μία μετά την άλλη οι σκοτεινές νύχτες. Αλλά όταν αψηφούσαν τη Θεά, άφηνε ελεύθερες εκείνη τις δυνάμεις της οργής της και σάρωναν τη γη, φέρνοντας θύελλες και καταστροφή. Τα ζώα ούρλιαζαν τρομαγμένα, καθώς τριγύριζαν ελεύθερα τα φαντάσματά της.
Οι εκδικήσεις της Εκάτης ήταν τρομερές, όμως δεν τη φοβούνταν όλοι οι θνητοί. Μερικοί ζητούσαν να σμίξουν μαζί της. Στο σκοτάδι του φεγγαριού μικρές συνάξεις την περίμεναν κοντά σε Ιτιές. Εμφανίζονταν ξαφνικά μπροστά τους με το δαυλό και με τα σκυλιά της. Φίδια στριφογύριζαν μέσα στα μαλλιά της, που άλλοτε έπεφταν κι άλλοτε ξαναφύτρωναν. Μέχρι να ξαναβγεί το καινούριο φεγγάρι στον ουρανό, η Εκάτη μοίραζε κλειδιά για τα μυστικά της. Εκείνοι που πίστευαν καταλάβαιναν. Μάθαιναν πως οι μορφές δεν ήταν παγιωμένες, έβλεπαν τον άνθρωπο να γίνεται ζώο, δέντρο κι ύστερα πάλι άνθρωπος.
Έβλεπαν τη δύναμη των αγαπημένων της βοτάνων: της μαύρης παπαρούνας, της σμίλακος, του μανδραγόρα, του ακόνιτου. Τρομερές κι επίφοβες ήταν οι δυνάμεις της, αλλά πάντα η Εκάτη δίδασκε το ίδιο μάθημα: «Χωρίς το θάνατο δεν υπάρχει ζωή.»
Πηγή: Οι χαμένες θεές της Πρώιμης Ελλάδας, σελ: 65-66,
Μετάφραση Φώτης Τερζάκης, Εκδόσεις Απόπειρα