Μια εξώκοσμη βεβαιότητα αγκαλιάζει τα κείμενα του βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου, «Πιο νύχτα δεν γίνεται» - Σημειώσεις για το τέλος του ανθρώπινου μύθου. Μία πραγματικότητα τέλους που συντελείται μπροστά στα μάτια του γράφοντα, δίνοντας τους έναν βιβλικό και προφητικό τόνο. Κείμενα ρεαλιστικά, συμπυκνωμένα, χωρίς κανένα στοιχείο σιωπής. Και όμως. Η σιωπή είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου, η σιωπή είναι αυτή που περιγράφει το κάθε τι καθιστώντας το αναντίρρητα αποδεκτό.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος, γνωρίζει τον τρόπο να υποτάσσει τις λέξεις στο νόημα που ο ίδιος τους δίνει. Λέξεις – σπόροι, που θα ανθίσουν σε εκείνο το έδαφος, που θα αντέξει να δει. Αν κάποιος αποτολμούσε να κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στο έργο του, με εκείνο κάποιου άλλου δημιουργού, το εγχείρημα θα έβρισκε την απάντησή του, μόνο στο όνομα του Γιώργου Χειμωνά. Μεταξύ τους υπάρχει μία ολοφάνερη συγγένεια, μόνο που ο Σταυρόπουλος προσφεύγει σε ένα προσωπικό νόημα, επικαλούμενος τις διαζευκτικές του ρίζες και το εκτινάσσει, το «καθαρίζει» από τις συνέπειές του, για να στήσει τον συμπλεκτικό κορμό της αφήγησής του, για να ακεραιώσει αυτό το «μαζί».
Προχωράει τους χρόνους των ρημάτων, εκεί που η γλώσσα συναντά την αναγέννησή της. Οι λέξεις μιλούν με μία συνείδηση χαρακτηριστική της γραφής του. Μίας απόλυτα νέας γραφής που ανοίγει καινούριους δρόμους, σε ό, τι ως τώρα γνωρίζουμε κι ονομάζουμε λογοτεχνία. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Βιρτζίνια Γούλφ είχε προφητέψει αυτό το νέο είδος λέγοντας: «Θα έρθει ο καιρός που θα υποχρεωθούμε να ανακαλύψουμε καινούργιες ονομασίες για κείμενα που κρύβονται πίσω από τον υπότιτλο «μυθιστόρημα». Θα παρουσιαστεί κάποτε ένα βιβλίο που δεν θα ξέρουμε πώς να το βαπτίσουμε. Θα έχει την μορφή μιάς γραφής που συνηθίσαμε να την λέμε «πρόζα» - όμως θα πρόκειται για μια αλλόκοτη πρόζα, γραμμένη με πολλά στοιχεία της γραφής που συνηθίσαμε να την λέμε «ποίηση».
Το «Πιο νύχτα δεν γίνεται», δεν μπορεί παρά να ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ο συγγραφέας του δεν φοβάται να εμβαθύνει σε νοήματα που μπορεί να προκαλέσουν τη ρωγμή του ορθολογισμού μας. Η μοναδικότητα του λόγου και των εκφραστικών του μέσων είναι τέτοια, που καταργεί σχεδόν αυτόματα τη γνώση μας περί λόγου έως σήμερα. Μας τροφοδοτεί με κείμενα πολυδιάστατα, πολυπρισματικά, βαθύτατα υπαρξιακά. Όσες φορές κι αν διαβαστεί το ίδιο κείμενο, πάντα υπάρχει κάτι νέο για να ανακαλύψεις. Κάτι που σαν δώρο, σε περίμενε για να το βρεις.
Περιγράφει με πολύ άμεσο τρόπο το τέλος όλων εκείνων που συνθέτουν τον ανθρώπινο μύθο. Πρώτα αποδομείται η συμπεριφορά, έπεται η έκπτωση του ανθρώπου, και τελευταίες χάνονται οι λέξεις. Σε εκείνες ο Σταύρος Σταυρόπουλος βρίσκει το έσχατο καταφύγιο, όταν όλα έχουν κριθεί. Τις πλησιάζει και τις κατοικεί με μία ιερότητα, αφουγκραζόμενος την μουσική τους και σεβόμενος την πραγματικότητα που οι ίδιες δημιουργούν.
Σαν συγγραφέας είναι κατά των ορισμών και αυτό το κοινωνεί μαζί μας από την αρχή του βιβλίου, αναφέροντας πως «αυτά τα κείμενα δεν προσχωρούν σε κανένα κίνημα, κι έχουν όλα τα κινήματα μέσα τους μπερδεμένα». Όπως ο ίδιος έχει πει, «η λογοτεχνία δεν συγκροτείται από –ισμούς, είναι η ακραία εκδήλωση ενός πάσχοντος υποκειμένου». Είναι ένας προορισμός. Ένας έτερος είναι η ζωή. Κι ο Σταύρος Σταυρόπουλος είναι υπέρ της ζωής. Φύσει και θέση. «Προς τιμήν της ζωής θα συνεχίσει να βλέπει», όπως χαρακτηριστικά γράφει στο ομότιτλο κείμενο της σελίδας 173.
Τολμά να σταθεί απέναντι στα σκοτάδια του, βιώνοντας πλήρως και με μοναδικό τρόπο κάθε έννοια, πρόταση, σημείο στίξης που τους αντιστοιχεί: «Άρχισε πάλι να σηκώνει σκοτάδι. Ο ουρανός είναι λερωμένος. Όλες οι όχθες πνίγονται στα χέρια μου. Πουθενά δεν είμαι» ή «Τα όνειρα αλλάζουν αντίο. Το μόνο που κάνουμε είναι να σπαταλάμε κατάγματα, κοιτώντας. Σ’ αυτές τις άδειες καρέκλες μπροστά είναι ο δρόμος μου», όπως λέει στην σελίδα 213.
Παρ’ όλα αυτά, τα κείμενά του έχουν μικρές χαραμάδες φωτός, που αν πιαστείς από αυτές, σε οδηγούν άμεσα σε έναν κόσμο πρωτόγνωρα αληθινό. Όπως για παράδειγμα στην ίδια σελίδα λίγο πιο κάτω γράφει: «Ο πιο μεγάλος ίλιγγος είναι αυτός για τον οποίον αξίζει να ζεις» ή «Ό, τι υπήρξε θα υπάρξει ξανά. Καθετί είναι απόσπασμα», που συναντάμε στην σελίδα 119.
Ο Σταύρος Σταυρόπουλος, μας φέρνει αντιμέτωπους με την εσωτερική μας πραγματικότητα, που σχεδόν πάντα είναι σκληρή και γι’ αυτό δύσκολα την κοιτάμε κατευθείαν στα μάτια. Κυρίως, όταν αφορά στις σχέσεις μας με τους άλλους. Στο κείμενο που φέρει τον τίτλο «Μαζί» γράφει: «Ο άνθρωπος μέσα μου, είναι ανθεκτικός. Τόσο φευγαλέα ανεξάρτητος. Τόσο αδιαπραγμάτευτα μόνος. Με τις πυξίδες του. Ο βυθός της νύχτας. Πού είναι το μαζί;»
Τα λόγια του, ενέχουν το στοιχείο της επανάστασης. Τα κείμενά του, είναι τα ίδια μία επαναστατική πράξη. Επαν – ίσταται και ανασυνθέτει τον κόσμο του. Ποιός μπορεί να διαφωνήσει μαζί του όταν λέει πως: «Η επιβίωση είναι ανταρσία» ή όταν λίγο πιο μετά δηλώνει: «Όταν θες να αλλάξεις τα πράγματα δεν το συζητάς. Απλώς τα αλλάζεις.»
Οι εικόνες που ξεπηδούν μέσα από τα κείμενά του, είναι αναγεννησιακές. Πολυχρωματικές μέσα στο μαύρο τους. Νιώθεις πως είσαι μέρος ενός πίνακα την στιγμή που εκείνος δημιουργείται. Μεταφέρεσαι αυτόματα σε έναν κόσμο που ακόμη κι αν δεν υπάρχει, εμφανίζεται στα μάτια σου με τρόπο αδιαμφισβήτητο. Το «κακό» με τον Σταύρο Σταυρόπουλο, είναι πως τον κόσμο αυτόν, τον βλέπει. Τον ζει. Και προσπαθεί να περιγράψει το τέλος του όντας κι ο ίδιος κομμάτι αυτού του τέλους.
Όσο προχωράς στην ανάγνωση, τόσο περισσότερο ανακαλύπτεις πως όλα όσα προηγήθηκαν δεν ήταν παρά ένα πρόγευμα ζωής που πλησιάζει σε τέρμα. Όταν ο άνθρωπος δεν υπερασπίζεται και δεν επιβεβαιώνει τον μύθο του, τότε το μόνο που απομένει είναι να αφαιρέσεις την πούδρα και το μακιγιάζ και να κοιτάξεις την αλήθεια κατάματα.
Στη λογοτεχνία τα πάντα είναι ρευστά. Σε αυτό μοιάζει με τη ζωή – που όμως παραμένει ανενεργή, μη έχοντας την δυνατότητα ή την ικανότητα να τα ανασυνθέσει, μετατρέποντας την απελπισία σε «παρτιτούρα» δημιουργίας ποτισμένη με ιδέες. Η ανασύσταση ενός κόσμου που έχει διαλυθεί, ενός μύθου που έχει καταρρεύσει, χρειάζεται αρκετό πλεόνασμα φωτός, για να μπορέσουν να δημιουργηθούν εκ νέου οι συνθήκες εκείνες που θα οριοθετήσουν την από του τέλους αρχή. Αυτά τα αποθέματα ο Σταύρος Σταυρόπουλος τα διαθέτει. Εξάλλου, μέσα από την ίδια την γραφή του, δίνεται η συνέχεια ενός κόσμου που έχει χαθεί και προσπαθεί ξανά να τοποθετηθεί σε τροχιά.
Κι αν το εδώ είναι αλλού, τότε όντως «Πιο νύχτα δεν γίνεται».
( Η ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Σταυρόπουλου στα Public της Θεσσαλονίκης, την Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011)