Το πέμπτο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Χρονιάρη. Υπάρχει ένα ακόμη πεζό και ένα συλλογικό. Αυτοαναφορικό, εξομολογητικό, απαντητικό, εξιλεωτικό όσο και εξορκιστικό, άπτεται της πυράς αλλά και της στάχτης του έρωτα, της πυράς και της στάχτης του χρόνου, της πυράς και της τέφρας της ζωής. Ψυχολογικό θρίλερ επιβίωσης, πρόζα ενός για δύο, με μονολόγους του εγώ και του εσύ. Προσπάθεια αναγέννησης μέσα από τις στάχτες, ως άλλος Φοίνικας.
Προσεγγίζοντας
το βιβλίο, προέκυψε ένας απευθείας διάλογος μαζί του, ο οποίος με οδήγησε στα
παρασκήνια ενός σκοτεινού, «κλειστού λόγω πένθους» θεάτρου.
«Από
τότε που έφυγες / συγκατοικώ με την απουσία σου».
Όμως,
Ό,τι
χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
έλεγε
η σπουδαία Ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη–Ρουκ.
«Συγκατοικώ
με την απουσία σου». Γιατί; Με την παρουσία της απουσίας του άλλου, γίνεται
προσπάθεια υποκατάστασής του αλλά και παρηγορίας, μία απόπειρα –αναγκαίας άραγε
ή αυτογνωσιακής;– συμφιλίωσης με τις κάθετες ουλές στο χέρι, σημάδια ανεξίτηλα από
τις κομμένες φλέβες, δερματοστιξία θανάτου:
«αφήνω
όλες τις ξυραφιές μου / να φανούν και τους λέω πως θα ’ρθεις / για να πάψουν να
κλαίνε».
Κι
όμως,
«μου
είναι δύσκολο να ζω / χωρίς να σε κοιτάζω» (σ.13).
Όμως
έχω κάνει βήματα. Μόλις ομολόγησα ότι «μετά από αυτό που προηγήθηκε» (ο τίτλος
του βιβλίου) θέλω να ζω, μου είναι δύσκολο, αλλά ζω.
«...
έκλαψα / για όλα αυτά που σκότωσες / μα τα είπες αγάπη» (σ. 14).
Ιδού
λοιπόν τι προηγήθηκε και προσπαθώ να λυτρωθώ με το κλάμα. «Αυτά που σκότωσε»,
αυτά που «τα είπε αγάπη». Εκείνος.
Εκείνος
τα είπε αγάπη. Εκείνος τα σκότωσε. Εγώ που τα δέχτηκα δεν φταίω. Εγώ που έζησα
στο ψέμα του δεν φταίω. Εγώ που δεν έψαξα, που αφέθηκα, που παρασύρθηκα, που
τον εμπιστεύτηκα, δεν έχω ευθύνη. Εγώ μπορώ να επιρρίπτω ευθύνες: εκείνος τα
είπε, εκείνος τα σκότωσε. Εκείνος έπραξε. Εγώ αδρανής από-δεχόμουν.
Μήπως
όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα;
Μήπως
έχω μερίδιο ευθύνης κι εγώ;
Μήπως
για ο,τιδήποτε γίνεται σε μία σχέση, ευθύνονται –έστω και με διαφορετικά
ποσοστά, αν μπορεί να εφαρμοστεί ποσόστωση στη συμπεριφορά και στην ψυχή– όλοι
οι σχετιζόμενοι; Μήπως δεν είμαι δίκαιη; Ποια δικαιοσύνη όμως μπορεί να
εφαρμοστεί στον έρωτα; Στον πόνο; Με ποιο δίκαιο μπορεί να κριθεί η σχάση
σε μία σχέση; Και ποιος άξιος να δικάσει;
Κι
εγώ δεν σε έχω τώρα. Τώρα δεν σε κρατώ. Και παρόλο που σκότωσες αυτά που είπες
αγάπη, εγώ δεν μπορώ να προχωρήσω, δεν έχω τη δύναμη να απαγκιστρωθώ και
επιμένω:
«Σε
νεκρές αισθήσεις των άλλων / σε όλα αυτά που χάνονται / και σε όσα γεννηθούν //
σε ζητάω»
Ήσουν
η καταστροφή για μένα, η λογική μου περίτρανα το αποδεικνύει αλλά εγώ, αντί να
λυτρωθώ σε ψάχνω
«κλέβω
συνέχεια τα χνάρια σου / απ’ τις φωτογραφίες»,
αυτές
έχω, αυτές κρατώ, με αυτές έχω πλέον σχέση, βλέπεις
«έμαθα
να αγκαλιάζω / κάθε αδυναμία σου / κάθε πληγή»
και
τι ήθελα;
«...
μονάχα ένα σου ζήτησα / Σαν δραπετεύει το φως / να ανάβεις το γέλιο σου / ν’
ακουμπάω την ψυχή μου».
«Όλα
όσα έγιναν μυρίζουν λιβάνι»,
τη
μία είναι άγια, την άλλη νεκρά,
ήρθε
κι αυτή η φωτογραφία με την άμμο (σ. 19) να ταράξει τα νερά.
Omnis qui venit (Καθένας που έρχεται, σ. 21)
με προκαλεί να θέλω να του μιλήσω για σένα, να
«πω
για το σώμα σου / που θάλασσα είναι κι ουρανός / και μέσα του χορεύω»,
αν
και
«ποτέ
δεν θα μπορέσω / να τους δείξω τον Θεό / που κατοικεί μέσα σου»,
τι
λέω, πέφτω στο πάτωμα, κι άλλη φωτογραφία (σ. 24),
«...
ξέρω καλά / να βασιλεύω τη λύπη» (σ. 25),
«βλέπεις εγώ / ποτέ δεν έμαθα να πληγώνω / τις ελπίδες αυτές που
λεπίδες τις έκανες» (σ. 26),
«βλέπεις
εγώ», «βλέπεις», απευθύνομαι σε εσένα κι ας λείπεις,
«εγώ»,
όχι που δεν πληγώνω αλλά που «δεν έμαθα να πληγώνω», άρα θα μπορούσα και να
πληγώνω αν είχα μάθει, εγώ,
κι
εσύ,
έκανες
τις «ελπίδες» μου «λεπίδες»,
–πώς
η αντιμετάθεση δύο γραμμάτων αλλάζει εντελώς την ουσία!–
σε
κατηγορώ;
Ναι,
πάνω σε μία απέλπιδα προσπάθεια να καταλάβω, να αποδεχτώ, να επιβιώσω. Ναι,
πάνω στον λυγμό, στο μεταίχμιο του πόνου.
Γιατί
άραγε πονάω τόσο, γιατί να ελπίζω ακόμα μετά από τόσα πολλά που μου λέει η
λογική, «σταμάτα», «δεν είναι για σένα», «δεν σου αξίζει», «δεν ταιριάζετε»,
«δεν σε αγάπησε όπως εσύ», «εσύ τον αγάπησες παράφορα», «εσύ τα έδωσες όλα», «εσύ
δεν έβλεπες καθαρά», «εσύ τον άφησες να σε πληγώνει», «εσύ του δόθηκες άνευ
όρων», «εσύ δεν μπόρεσες να μπεις στη θέση του», «εσύ δεν μπόρεσες να δεις τη
θέση σου», «εσύ ίσως δεν μπόρεσες να τον βοηθήσεις να δει», «εσύ πάντα ήσουν
θετική, δοτική και δεδομένη κόντρα στην αληθινή σου θέληση», εσύ, εσύ, εσύ...
«Χθες
βράδυ στο δωμάτιο κοιμήθηκε η παράνοια» (σ. 30),
συνηθισμένο
φαινόμενο πια, κι εγώ εξακολουθώ να βιώνω μεταπτώσεις,
«σέρνομαι
κάθε μέρα στο σώμα μου» (σ. 30),
κι
άλλη φωτογραφία (σ. 31), γυμνή, καθισμένη στο δρύινο πάτωμα με
λωρίδες ξύλου τοποθετημένες ψαροκόκαλο, με αμέτρητα Σ το ένα μέσα στο άλλο. Σχέσεις;
Σταματήματα; Συλλογισμοί;
Τατουάζ
στην πλάτη, πέπλο λευκό να ακουμπά στο στήθος και στην ήβη, το κεφάλι σκυμμένο
στα γόνατα,
«είναι
νωρίς για να ξεχάσω / είναι αργά να θυμηθώ» (σ. 32),
χαλαρώνω,
απόψε
«με
γυροφέρνει μια παράξενη ενοχή» (σ. 33),
το
κεφάλι πέφτει βαριά σαν πεθαμένο στο τραπέζι (φωτογραφία σ. 34),
το χέρι προς τα πάνω ανοιχτό, η ενοχή γίνεται «Μομφή» (ποίημα σ. 35),
εξαπολύω κατηγορίες για πολλοστή φορά και τέσσερις μαζεμένες στη σ. 35,
αντιλαμβάνομαι από το πουθενά πως
«Οι
φύλακες / των φυλακών της ζωής μας / είναι πάντα / οι πιο αγαπημένοι μας //
άνθρωποι»
εραστές,
φίλοι, αδέρφια, γονείς, ίσως στην προσπάθειά τους να φυλάξουν εμάς φυλάνε τα
κάγκελα της φυλακής της ζωής μας…
Κι
εγώ όμως έτσι δεν έκανα για σένα;
Κι
εγώ δεν ήθελα να σε φυλακίσω στην καρδιά μου θεωρώντας το αυτονόητο, χωρίς να
σε ρωτήσω, χωρίς –όχι να υποπτευθώ, υποψιαστώ, αλλά χωρίς– να εξακριβώσω αν το
θέλεις κι εσύ, αν μου το επιτρέπεις, έστω για λίγο;
Μετάπτωση,
πάλι εσύ, ακόμα σε θέλω, σε απόλυτη και αποκλειστική «σχέση», να σε έχω, να σε κρατώ,
μόνο για μένα,
ο
έρωτας,
πήγα
να πω «είναι» αλλά το έσωσα,
ο έρωτας, «μου βγαίνει» κτητικός, τα θέλω όλα και όλα μόνο
για μένα, θέλω
«..
με τη γλώσσα σου / να ανοίγεις δρόμο / σκάβοντας τα σκοτάδια / που οδηγούν
οριστικά / κι απόλυτα // σ’ εμένα»
δεν
είμαι καλά σήμερα, οι μεταπτώσεις διαδέχονται η μία την άλλη,
η
εγκατάλειψη έγινε «Εγκατάθλιψη» κι εγώ, ξαναγύρισα στη χώρα της λύπης,
Λυπιού την έλεγε η αείμνηστη Κατερίνα Αγγελάκη–Ρουκ:
Λυπιού
λέω τον τόπο που επινόησα
για
να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια
κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού
όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν
να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και
καρπούς σάπιους
έτσι
«...
έμεινα εδώ / στη μόνη θέση που γνωρίζω» (σ. 38)
και
να, άλλη φωτογραφία (σ. 39),
σώμα
ξαπλωμένο στη βαθουλωμένη από πατημασιές άμμο σιμά στο νερό, αριστερά άδειο
ναυαγοσωστικό παρατηρητήριο και άλλο ένα στο βάθος μαζί με ακίνητα καλάμια
ψαρέματος μπηγμένα στην άμμο, σώμα παραιτημένο, αφημένο, θα βρεθεί άραγε έστω
και σε ένα «Διάτρητο μέλλον»; (σ. 40)
Θυμάμαι
«Το
πρωινό εκείνο / το σκηνικό όλο άλλαξε» (σ. 41)
«αυτό
που προηγήθηκε» προκάλεσε «αυτό που μου φανερώθηκε» (σ. 41)
κι
εγώ
«Ήμουν
ο τόπος, το άλγος και η τέφρα μου //
ήμουν
το δέντρο μέσα στο οποίο / ρίζωσα τη θέλησή μου»
ήμουν
τόπος, πόνος, στάχτη, δέντρο,
κουλουριασμένη
με τα γόνατα αγκαλιά και το κεφάλι πάλι μέσα τους (φωτογρ. σ. 42),
κάτι είναι κι αυτό, μπορώ και αγκαλιάζω τα πόδια μου,
τόπος
το σώμα,
άλγος
το παρόν,
τέφρα
το παρελθόν,
δέντρο
το μέλλον με ριζωμένη τη θέληση,
μετάπτωση
εκ νέου στη συν–ειδητοποίηση, στη συν–χώρεση:
«τα
πάντα πρόλαβαν και χώρεσαν» (σ. 43)
μετάβαση
σε άλλη διάσταση, εδώ όπου
«καμία
λύπη / τίποτα δεν πονά» (σ. 43)
το
μόνο που ακούγεται είναι ο «Επιθανάτιος ρόγχος» (σ. 44)
παραδίνομαι,
«Ανακωχή» (σ.45), δεν αντέχω,
«Κάθε
μέρα περνώ / μέσα απ’ το κέντρο του χαμού μου» (σ. 46)
βλέπω
αυτή τη φωτογραφία με τα γυμνά λεπτά κλαδιά (σ. 47)
πάλι
αυτός ο «Λευκός θόρυβος», πάλι σημαίνει ο χρόνος,
θόρυβος
σημαίνει χρόνος και απόσταση, χώρος, θέση, έκταση,
λευκός
όμως γιατί, έχει χρώμα ο θόρυβος;
«τότε
μόνο κατάλαβα // Για να προσδιορίσεις τη νύχτα / πρέπει πρώτα να ορίσεις / τη
θέση σου μέσα της» (σ. 48),
ή
μήπως τη θέση της μέσα σου, και πού να βρεις «Μια κάποια προστασία» (ποίημα σ. 49).
Πού
πήγε άραγε αυτό που προηγήθηκε;
«Το
κάθε πριν λείπει / και το μετά αδιευκρίνιστα εκεί» (σ. 49)
«Ό,τι
καταργηθεί θα υπάρξει στο ατέρμονο ξανά» (σ. 49)
κι
άλλη φωτογραφία,
λεπτομέρεια
με χαρακωμένα πόδια οκλαδόν, το ύφασμα–πέπλο μαρτυρά πως είναι η ίδια γυναίκα
που ήταν στο πάτωμα, σήκωσε ράχη, η σκληραγωγημένη της πατούσα ακουμπά ψηλά,
στο τρυφερό εσωτερικό του μηρού, σιμά στον «Μυστικό κήπο» (σ. 51),
θυμάται
τη σκηνή, θυμάμαι
«Μια
μέρα θέλησα να σε σβήσω / γδέρνοντας βίαια / κάθε επιφάνεια του εαυτού μου» (σ. 51)
κι
εσύ ακόμα καλή μου, με τα υπέροχα εικαστικά σου, γλυκιά
«θολή
κι αέρινη Ευμορφίλη / Όσο κι αν έβαψες τα χείλη / η πίκρα σου που ξύπνησε νωρίς
/ έγινε αίμα να χωρέσει στο κραγιόν σου» (σ. 53),
κι
εγώ,
«φοβάμαι
ακόμα πιο πολύ // πως σπαταλήθηκε άδικα / το πιο βαθύ φιλί σου» (σ. 53),
αχ!,
είσαι κι εσύ όπως εγώ,
«ένα
μικρό καράβι / που μένει α – α –
αταξίδευτο» (σ. 54)
όπως
στην επόμενη φωτογραφία η ξεβρασμένη στην όχθη του ποταμού βαρκούλα, αταξίδευτη,
ακίνητη, σαν τη μορφή με την κουκούλα που στέκεται με γυρισμένη την πλάτη και
διαλογίζεται (σ. 55), αφήνεται σε μία «Ανάσυρση» (ποίημα σ. 56) από τη
μνήμη, μονολογεί, μονολογώ:
«Μίκρυνα
για να σε χωρέσω / κι έκτοτε πάντα παραμένω μισή» (σ. 56),
όμως
«στην
άκρη απ’ το κρεβάτι μου /.../ ένα μικρό παιδί / που μου φωνάζει “ζήσε”»
άσε
λοιπόν τις χαιρεκακίες, μη γυρίζεις σε «αυτό που προηγήθηκε», εστίασε στο τώρα,
ζήσε το τώρα, μη ζεις στο παρελθόν, μην εξαρτάς το μέλλον σου από τις σκιές του
αλλά από το φως του, δεν μπορεί, κάπου θα συνάντησες λίγο φως, μην προσκολλάσαι
στο θυμό, μη ζητάς εκδίκηση, άσε τον σαρκασμό, τι θα κερδίσεις κι αν του πεις
«Ποτέ
δεν υπολόγισες / πως το σχοινί / που για θηλιά μου προόριζες / θα ήταν αυτό που
// θα σε κρεμούσε καλύτερα» (σ. 57),
θυμήσου,
κάποτε άλλα έλεγες
«Είμαι
για σένα / είσαι για μένα // και το σύμπαν εγένετο» (σ. 59)
τώρα
το βασικό ζητούμενο είναι η «Επανεκκίνηση» (ποίημα σ. 61) και για τους δυο,
χώρια,
παρά
τις παλινδρομήσεις, δες
«Και
να ’μαι εδώ / μετά από αυτό που προηγήθηκε / να σου διηγούμαι ιστορίες /.../
Τους φόβους μου να συλλαβίζω / σε μια αλφαβήτα που μόνο εσύ / την ξεχωρίζεις /
... / το αγαπημένο χρώμα μου / είναι το μι» (σ. 61)
όπως
σ’ αυτή τη ασπρόμαυρη φωτογραφία (σ. 62), στην ίδια πατημένη ακτή με τα
ψαροκάλαμα στο βάθος, τα πόδια μου έτοιμα για το “μετέωρο βήμα του πελαργού”,
«Πάνε
μέρες που δεν μιλώ // Αποταμιεύω σιωπή /
και στη χαρίζω / για την ώρα της αποχώρησης // για την ώρα που έντρομος θα
κοιτάς // την ένδοξη γραμμή / του φευγιού μου» (σ. 64).
Nox Arcana… Μυστηριώδης νύχτα απόψε (Nox Arcana, ποίημα σ. 63)...
Το κείμενο του ποιητή Γιώργου Ρούσκα αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου "Μετά από αυτό που προηγήθηκε", Εκδ. Σοκόλη και δημοσιεύτηκε στον Πολιτιστικό Site Paspartou https://paspartou.gr/giorgos-royskas/meta-apo-ayto-poy-proigithike-tis-marias-hroniari-ekdoseis-sokoli-2020
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΧΑΡΗ ΤΣΙΛΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΔΙΩΚΕΤΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου