Περπάταγαν μόνοι μέσα
στο πλήθος. Ο ένας δίπλα στον
άλλον χωρίς τη γνώση της γνωριμίας τους. Όλα επάνω τους ήταν κοινά. Ακόμη κι
όταν δεν μοιράζονταν τον ίδιο δρόμο, κατέληγαν πάντα στην ίδια στροφή.
Μια μέρα, έτσι απροσδόκητα,
την είδε να κοιτάει έξω απ’ το παράθυρο. Πόσο καιρό ήταν εκεί; Γιατί ποτέ πριν
δεν είχε σηκώσει το βλέμμα του σ’ εκείνο το παράθυρο; Τότε ακριβώς τον είδε κι
εκείνη. Κοιτάζονταν δίχως να μιλούν κάθε μέρα, την ίδια ώρα, απ’ την ίδια θέση.
Ένα ιδιότυπο ραντεβού χωρίς φωνή. Υπήρχαν μόνο τ’ αποτυπώματα των ματιών τους.
Ο δρόμος είχε γίνει
το μέρος που ζούσαν την ιστορία τους. Ένα βράδυ έσπρωξε με βιασύνη την πόρτα
του μπαρ και την είδε να στέκεται στα απέναντι σκαλοπάτια. Τον πλησίασε, του
πρόσφερε ένα τσιγάρο και βουβά μα πλάι πλάι περπάταγαν.
Δίχως να το
αντιληφθούν είχαν φτάσει στη θάλασσα. «Θες να πετάξουμε πέτρες;» τον ρώτησε.
Εκείνος σήκωσε την πρώτη και την έβαλε μέσα στη χούφτα της. Μία πέτρα για κάθε
χαμένο όνειρο. Για κάθε στιγμή που δεν είδαν. Για κάθε ανάμνηση που μοιράστηκαν
χωρίς κανείς τους να την μιλήσει.
Οι μήνες που ήρθαν
τους βρήκαν μαζί. Ζούσαν στο σήμερα, κουβαλώντας στους πόρους τους τις ρωγμές
απ’ το χθες. Με μια βελόνα και μία κλωστή, έραβαν ο ένας στο σώμα του άλλου τις
ανοιχτές πληγές του. Κι όταν τελείωναν έσβηναν το φως, αφήνοντας πάντα ανοιχτό
το παράθυρο, για να μπαίνει στο δωμάτιο ο δρόμος.
Συγχρονισμένοι και με
προσήλωση ζούσαν μέσα στον κόσμο μα έξω απ’ αυτόν. Μόνοι μαζί με την αλήθεια
τους. Όταν βρίσκεις το σώμα που θα αφήσεις την ψυχή σου όλα αλλάζουν ρυθμό.
Γίνονται αυτόματα μια μελωδία που δε χωράει σε κανένα πεντάγραμμο. Κι η ζωή
τους κυλούσε χωρίς να ρωτά, δίχως να περιμένει.
Τη μέρα που
αποφάσισαν να περπατήσουν ξανά προς τη θάλασσα, μια οχλοβοή τράβηξε την προσοχή
τους. Άνθρωποι έτρεχαν εξαγριωμένοι προς όλες τις κατευθύνσεις, φωνάζοντας και
κλαίγοντας˙ μαζεμένοι σε παρέες πάλευαν με οργή και λύσσα
πρωτόγνωρη.
Βημάτισαν γρήγορα
τρομαγμένοι πίσω στο σπίτι. Ένιωσαν πως τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά,
ήταν επιτακτική ανάγκη να μη χάσουν την επαφή τους. Άρχισαν με μανία να
αγγίζονται, να χαϊδεύουν ο ένας τον άλλον, να αλληλοδαγκώνουν τις σάρκες τους
καθώς μυρίζονταν. Ήταν ο τρόπος τους να νιώσουν μέσα τους ακόμη ζωντανοί. Να
επισφραγίσουν το όλον της ύπαρξής τους. Όταν ο κόσμος γύρω σου αλλάζει,
χρειάζεσαι πάντα ένα σημείο αναφοράς, να σου θυμίζει ποιος είσαι, τι έκανες. Να
μη σε αφήσει να ξεχάσεις πως εσύ είσαι ο τόπος σου.
Σιγά σιγά οι δρόμοι
ερήμωσαν, σαν ποτέ να μην τους είχε κανείς περπατήσει. Οι φωνές των ανθρώπων
σίγησαν, σαν ποτέ να μην είχαν μιλήσει, κι ένα κρύο απλώθηκε σα μυρωδιά πάνω
απ’ την πόλη. Σαν αρρώστια που δεν τη γιάτρεψε κανείς.
Εκείνοι έχοντας πια
χάσει σταδιακά όλες τις αισθήσεις τους εκτός της αφής, ξάπλωσαν στο κρεβάτι
τους. Ελεύθεροι από τα δεσμά της μνήμης που γεννάει η όσφρηση και η γεύση, από
τον πόνο που φέρνει η ακοή κι απ’ τον μεγάλο φόβο που δίνει στα μάτια σου η
όραση.
Αγκαλιασμένοι στο
γεμάτο σκοτάδι τους, έγλειφαν ο ένας τα δάκρυα του άλλου, και με τις άκρες των
δαχτύλων τους αναγνώριζαν το σώμα και τα ταξίδια του. Πιο μόνοι από κάθε άλλη
φορά, πιο μαζί απ’ όσο ποτέ υπήρξαν. Κι ίσως για πρώτη φορά, και οι δύο, έμαθαν
να αφήνονται στην αγάπη.
Έχοντας χάσει
οριστικά όλες τις πανοπλίες τους.
Μ. Χρονιάρη
Νέο κείμενο στο Πολιτιστικό Μαγκαζίνο "Ologramma", στη στήλη μου "Όταν ο λύκος είναι εδώ".
Δείτε κι εδώ: https://ologramma.art/apokollisi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου